Παρότι διανύουμε την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, το πολιτικό χάσμα των φύλων – το λεγόμενο gender political gap – συνεχίζει να διαμορφώνει το πολιτικό τοπίο παγκοσμίως. Πρόκειται για τη διαφορά στην πολιτική στάση, στη συμμετοχή και στην εκπροσώπηση μεταξύ ανδρών και γυναικών. Δεν πρόκειται απλώς για στατιστική παρατήρηση, αλλά για έναν βαθύ κοινωνικό μηχανισμό που αποκαλύπτει τις δομές ισχύος που διατηρούνται στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα.
Για παράδειγμα, οι γυναίκες συχνά ψηφίζουν με διαφορετικές προτεραιότητες σε σχέση με τους άνδρες, καθώς είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένες κοινωνικά και δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην πρόνοια, στην εκπαίδευση, στο περιβάλλον και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Στον αντίποδα, οι άνδρες τείνουν να επιλέγουν πιο φιλελεύθερες ή συντηρητικές προσεγγίσεις, ειδικά σε θέματα οικονομίας ή ασφάλειας.
Η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή – είτε ως υποψήφιες, είτε ως αιρετές – παραμένει περιορισμένη. Η ποσόστωση, αν και αποτελεί εργαλείο θετικής δράσης, δεν είναι πανάκεια. Το ζήτημα δεν είναι μόνο αριθμητικό, αλλά και ποιοτικό: πόσες αιρετές φτάνουν σε θέσεις εξουσίας με πραγματική επιρροή; Πόσες γυναίκες διαμορφώνουν πολιτικές και δεν περιορίζονται σε “ήσυχα” υπουργεία ή διακοσμητικούς ρόλους;
Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν αποτελεί εξαίρεση. Σύμφωνα με στοιχεία της Βουλής, μετά τις εκλογές του 2023, οι γυναίκες κατέχουν μόλις 63 από τις 300 έδρες — δηλαδή μόλις 21%, ποσοστό αισθητά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παρά τις νομοθετικά κατοχυρωμένες ποσοστώσεις στα ψηφοδέλτια (τουλάχιστον 40% ανά φύλο), οι γυναίκες συνεχίζουν να υποεκπροσωπούνται σε θέσεις ουσιαστικής πολιτικής εξουσίας. Όπως φαίνεται, το να είσαι υποψήφια δεν συνεπάγεται και εκλογή — ούτε προαγωγή σε θέσεις επιρροής.
Πέρα από την αριθμητική διάσταση, το χάσμα αποτυπώνεται και στις εκλογικές προτιμήσεις. Στις πρόσφατες κάλπες, γυναίκες ηλικίας 18–34 ψήφισαν μαζικά υπέρ προοδευτικών κομμάτων, με μεγαλύτερη έμφαση σε ζητήματα ισότητας, περιβάλλοντος και κοινωνικής πρόνοιας. Αντίθετα, στους άνδρες παρατηρήθηκε μεγαλύτερη στροφή προς παραδοσιακά ή και ακροδεξιά κόμματα, με κύρια ατζέντα την “ασφάλεια” και την οικονομική “τάξη”. Αυτή η διχοτόμηση δεν είναι τυχαία – αντικατοπτρίζει τη διαφορετική εμπειρία που έχουν τα δύο φύλα από τον δημόσιο χώρο και την πολιτική.
Το ερώτημα, όμως, δεν είναι απλώς “γιατί οι γυναίκες δεν ψηφίζουν ή δεν εκλέγονται το ίδιο με τους άνδρες”, αλλά γιατί εξακολουθούν να αποκλείονται – ρητά ή άρρητα – από το πολιτικό προσκήνιο. Η απάντηση δεν είναι μονοδιάστατη. Φταίει το πολιτικό κόστος, η έλλειψη στήριξης από τα κόμματα, η υποεκπροσώπηση στα ΜΜΕ, αλλά και ένα πολιτισμικό πλαίσιο που ακόμα δεν εμπιστεύεται τη γυναίκα ως ηγέτιδα.
Όπως, άλλωστε, σημείωσε πρόσφατα σε συνέντευξή της η πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, «στη χώρα μας, η γυναικεία φιγούρα στην εξουσία συχνά αντιμετωπίζεται ως εξαίρεση, όχι ως κανονικότητα».
Το πρόβλημα φαίνεται ότι εντείνεται όσο χαμηλότερα κατεβαίνουμε στην κλίμακα: στην τοπική αυτοδιοίκηση, στα σωματεία, στα πανεπιστημιακά όργανα. Εκεί όπου η γυναικεία συμμετοχή όχι μόνο είναι περιορισμένη, αλλά συχνά και αόρατη.
Το πολιτικό χάσμα των φύλων δεν είναι πρόβλημα των γυναικών. Είναι πρόβλημα της δημοκρατίας. Όταν το 50% του πληθυσμού δεν ακούγεται ισότιμα, η δημοκρατία παραπαίει. Χρειαζόμαστε όχι μόνο πολιτικές ενίσχυσης της συμμετοχής των γυναικών, αλλά και αλλαγή κουλτούρας: μέσα στα κόμματα, στα ΜΜΕ, στην κοινωνία συνολικά. Μια κοινωνία που θέλει να λέγεται δημοκρατική, δεν μπορεί να έχει το μισό της μέλλον εκτός των κέντρων αποφάσεων.
Το “gender political gap” δεν είναι απλώς θέμα φύλου· είναι ζήτημα ποιότητας της δημοκρατίας.
Η ενίσχυση της γυναικείας φωνής στον δημόσιο λόγο, η ουσιαστική συμμετοχή και η θεσμική ισοτιμία δεν είναι προνόμια· είναι προϋποθέσεις για ένα πιο δίκαιο πολιτικό σύστημα.