Τις δραματικές σκηνές που εκτυλίχθηκαν κατά την ένοπλη επίθεση στο κάμπινγκ της Φοινικούντας το βράδυ της 5ης Οκτωβρίου περιέγραψε ο ανιψιός του ιδιοκτήτη.
Στην πρώτη κατάθεσή του στην αστυνομία π νεαρός περιέγραψε τον θείο του ως ιδιόρρυθμο άνθρωπο με πολλές αντιδικίες.
«Ο θείος μου ήταν αρκετά οξύθυμος και ειρωνικός και τσακωνόταν με πολλούς . Μαζί μου ήταν κομπλέ επειδή πήγαινα με τα νερά του και ήξερα τις ιδιοτροπίες του . Εάν του έλεγα κάτι πιθανό να τσακωνόταν και πολύ εύκολα μαζί μου. Το κάμπινγκ στη Φοινικούντα είναι ιδιοκτησίας κατά 51% του θείου μου και κατά 49% δικό μου. Εγώ δεν ήθελα να πολυασχολούμαι με το κάμπινγκ και το διαχειριζόταν ο θείος μου. Γι’ αυτό και του μετέφερα το επιπλέον 1% και υπέγραψα ότι αυτός είναι διευθυντής. Μου έδινε χρήματα όπως είχαμε συμφωνήσει και εγώ πήγαινα λίγες ώρες και βοηθούσα ή μπορεί να ήμουν ολόκληρη ημέρα αναλόγως πως ήθελε ο θείος μου και αν με βόλευε. Δε με ενδιαφέρουν πολύ τα οικονομικά. Προσπαθούσα να μην του πηγαίνω πολύ κόντρα γιατί όπως σας είπα ήταν οξύθυμος και έτσι τα πηγαίναμε καλά» κατέθεσε ο ανιψιός σύμφωνα με πληροφορίες του iefimerida.
Ο καβγάς με την ανιψιά
Κατά καιρούς ο θείος του όπως λέει έπαιρνε στη δουλειά διάφορους αλλοδαπούς αλλά στη συνέχεια ερχόταν σε ρήξη μαζί τους .Όπως υποστήριξε ο μοναδικός επιζών της δολοφονικής επίθεσης, ο θείος του είχε τσακωθεί με την ανιψιά του – ξαδέρφη του μάρτυρα -σημειώνοντας ότι εκείνη «ήξερε ότι ο θείος επρόκειτο να της γράψει ένα σπίτι το οποίο είχε περάσει στη δική μου ιδιοκτησία αλλά εμένα δε με ενδιάφερε και το είχα δώσει στο θείο μου να το διαχειρίζεται . Ο θείος δεν ήθελε μετά να της το δώσει γιατί τσακωθήκανε. Ο γιος της… είχε έρθει και δούλευε στο κάμπινγκ , έκανε θελήματα και μικροδουλειές τόσο πέρυσι όσο και φέτος και έπαιρνε 20 ευρώ την ημέρα».
Στη συνέχεια αναφέρει ότι στις αρχές Αυγούστου που η ανιψιά μάλωσε με το θείο, ο γιος της σταμάτησε να εργάζεται στο κάμπινγκ και η μητέρα του απείλησε το θείο ότι αν τον ξαναπάρει στη δουλειά θα τον καταγγείλει ότι τον απασχολεί παράνομα. «Όταν πριν από έναν μήνα περίπου κάποιος προσπάθησε να επιτεθεί στον θείο μου , με κάποιο όπλο , τότε εκείνος κατηγορούσε την .. (ανιψιά) γι’ αυτό και έλεγε ότι ήταν ο γιος της με κάποιους φίλους που κάνει παρέα» υποστήριξε ο μάρτυρας. Να σημειωθεί ότι πίσω από τις επιθέσεις αυτές στις αρχές Σεπτεμβρίου ήταν ο 22χρονος που παραδόθηκε το πρωί της Τρίτης, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε.
Η περιγραφή της επίθεσης
Στη συνέχεια ο 32χρονος περιγράφει τη στιγμή της επίθεσης στις 5 Οκτωβρίου. «Περί την 20.20 βρισκόμουν στη ρεσεψιόν του κάμπινγκ και μέσα στη ρεσεψιόν βρισκόταν και ο θείος μου ενώ ο Βασίλης ( επιστάτης) ήταν έξω από το δωμάτιο της ρεσεψιόν στα ψυγεία. Τα παντζούρια των παραθύρων της ρεσεψιόν ήταν ανοικτά και είδα έναν άντρα να περπατάει από την είσοδο του χώρου του κάμπινγκ και να έρχεται προς τη ρεσεψιόν. Ο άνδρας αυτός φορούσε κοντομάνικο λευκό πουκάμισο με ρίγες , χρώματος η μαύρο η μπλε η γκρι και ήταν αρκετά ξανθός, με κοντό μαλλί και φορούσε και ένα τσαντάκι υφασμάτινο μαύρο χιαστί στο σώμα του. Δε θυμάμαι αν φορούσε βερμούδα ή παντελόνι αλλά σίγουρα δεν ήταν τζιν. Εκείνη την ώρα ετοιμαζόμασταν να κλείσουμε. Συνήθως το κάμπινγκ αυτή την περίοδο, κλείνει περίπου από 20.30 ώρα έως 21.00 ώρα. Ο Βασίλης γενικά έβριζε και πείραζε τον κόσμο. Τότε λοιπόν αφού αυτός ο άνδρας που σας περιέγραψα πλησίασε προς τη ρεσεψιόν , ο Βασίλης είπε κοροϊδευτικά «Που πάει αυτό;» αναφερόμενος σε αυτόν τον άντρα που σας λέω. Εμένα με έπιασαν τα γέλια.
Ο άντρας δεν έμοιαζε για Έλληνας , ούτε για Γερμανός και είπε απευθυνόμενος προς τον θείο μου, σε όχι καλά Αγγλικά. You have a place to stay? Is there any place for me? Τότε ο θείος μου του απάντησε με ειρωνικό ύφος What place? Και γελούσε και τότε ακούω ένα μπαμ και τότε κατάλαβα ότι αυτός ο άντρας πυροβόλησε το θείο μου. Ο θείος μου, που καθόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή, πίσω από το γραφείο του, πρόλαβα να δω ότι σηκώθηκε και τότε άκουσα και δεύτερο μπαμ και κατάλαβα ότι τον πυροβόλησε και δεύτερη φορά. Εγώ βρισκόμουν μέσα στη ρεσεψιόν μπροστά από το τζάκι. Ο Βασίλης στεκόταν στην πόρτα, μέσα στη ρεσεψιόν . Με το που άκουσα τους πυροβολισμούς άρχισα να τρέχω και φώναξα και στον Βασίλη να τρέξει και άρχισε κι αυτός να τρέχει. Βγαίνοντας από τη ρεσεψιόν εγώ έτρεξα προς τα αριστερά και ο Βασίλης προς τα ψυγεία και φαινόταν ότι θόλωσε και εγώ τον προέτρεψα να τρέξει και άρχισε να τρέχει προς το μέρος μου. Ταυτοχρόνως , φώναζα βοήθεια και help αλλά δε βρισκόταν κανείς άλλος εκεί στο σημείο αυτό. Καθώς έτρεχα άκουσα δυο ή τρεις πυροβολισμούς που έριξε ο άγνωστος άντρας αυτός στο Βασίλη και κατάλαβα ότι ο Βασίλης έπεσε στο έδαφος. Εγώ κοιτώντας πίσω είδα ότι ο άντρας αυτός στόχευε προς το μέρος μου , που εγώ είχα τρέξει πιο γρήγορα και ήμουν μπροστά από τον Βασίλη. Νομίζω ότι άκουσα ή έναν ή δυο ακόμα πυροβολισμούς που έριξε προς τα εμένα , Φοβήθηκα πάρα πολύ . Έτρεχα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Κάποια στιγμή γλίστρησα και έπεσα. Νομίζω επειδή είχα τρέξει πολύ γρήγορα και δεν με προλάβαινε , τον είδα να γυρνάει προς τα πίσω. Εγώ έτρεξα μέχρι το εστιατόριο του κάμπινγκ και είπα να πάρουν τηλέφωνο την αστυνομία».
Στη συνέχεια περιγράφει ότι μετά από 15- 20 λεπτά επέστρεψε προσεκτικά προς τη ρεσεψιόν ότι είδε το Βασίλη νεκρό και φώναξε σε άτομα από το κάμπινγκ που είχαν μαζευτεί να απομακρυνθούν. Την ίδια εικόνα περιγράφει πως είδε και με τον θείο του που ήταν νεκρός στη ρεσεψιόν όπου έκλεισε την πόρτα και ζήτησε από τον κόσμο να φύγει.
Ο μάρτυρας είπε ότι ο δράστης ήταν έως 25 ετών Σέρβος, Ρουμάνος Αλβανός ή μπορεί και Έλληνας. Αντιδικία με το θείο του, όπως είπε στους αστυνομικούς είχε εκτός από την ανιψιά και ένας Γερμανός, 60χρονος, για ένα κτήμα και ότι αυτός ο Γερμανός τον είχε απειλήσει ότι θα του κάνει μεγάλο κακό. Επίσης, ο θείος του, του είχε πει όπως – όπως κατέθεσε σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πληροφορίες- ότι είχε διαφορές και με κάποιους Αλβανούς από το χωριό που είχε τσακωθεί κατά καιρούς.