Ο χρόνος μετρά ήδη αντίστροφα μέχρι τη στιγμή που τα πρώτα λιόπανα θα στρωθούν στα χωράφια, τα τσουβάλια και οι κλούβες θα γεμίσουν από καρπό, τα τρακτέρ και τα αγροτικά θα κάνουν συνεχή δρομολόγια για τη μεταφορά τους, οι σπαστήρες και οι μαλακτήρες των ελαιοτριβείων θα αρχίσουν να δουλεύουν στο φουλ. Είναι λογικό και αναμενόμενο λοιπόν η επικείμενη παραγωγή αλλά και η εκτιμώμενη διαμόρφωση της τιμής του λαδιού να απασχολούν ήδη τόσο τους ίδιους τους ελαιοπαραγωγούς όσο και κάθε ελληνική οικογένεια που θέλει να προμηθευθεί το λάδι της χρονιάς.
Με το ελαιόλαδο να αποτελεί ένα από τα πολυτιμότερα και πλέον αναντικατάστατα αγαθά για κάθε ελληνικό νοικοκυριό, οι περισσότεροι αγωνιούν για το αν θα καταφέρουν και φέτος να βρουν καλής ποιότητας ελαιόλαδο, χωρίς να χρειαστεί να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Από την πλευρά τους οι παραγωγοί, οι οποίοι διένυσαν μια δύσκολη περίοδο από πλευράς καιρικών συνθηκών και όχι μόνο, ενώ προέρχονται από μια χρονιά κατά την οποία η τιμή του ελαιολάδου είχε υποχωρήσει περίπου στο μισό σε σύγκριση με εκείνη του 2023-24, δίνουν στα «ΝΕΑ» τις δικές τους εκτιμήσεις. Με βάση, φυσικά, και τις προβλέψεις για την παραγωγή και τη ζήτηση σε διεθνές επίπεδο. Οπως εξηγούν στα «ΝΕΑ» ελαιοπαραγωγοί, έμποροι και ιδιοκτήτες ελαιοτριβείων, η προηγούμενη χρονιά πήγε εξαιρετικά όσον αφορά την παραγωγή ελαιολάδου. Φέτος λοιπόν, με βάση και τον γνωστό σε όλους «κύκλο» που κάνουν τα δέντρα, είναι αναμενόμενο να παραγάγουν μικρότερη ποσότητα καρπού.
«Είναι νωρίς ακόμη για να έχουμε μια σαφή εικόνα, διότι, αν και έχουμε εκτιμήσεις για την επόμενη παραγωγή, αν δεν ξεκινήσει και προχωρήσει δεν γίνεται να ξέρουμε με ασφάλεια. Πρέπει να ξεκινήσει η διαδικασία και να διαμορφωθεί το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης. οι ποσότητες είναι καθοριστικές για τη διαμόρφωση της τιμής. Εκτιμάται ότι θα έχουμε μια συγκράτηση των τιμών παραγωγού στα σημερινά επίπεδα, περίπου στα 4,5-5 ευρώ, αλλά σε έναν μήνα περίπου θα έχουμε επικαιροποίηση των στοιχείων» τονίζει ο Εμμανουήλ Γιαννούλης, πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Ενωσης Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ).
Ο ίδιος σημειώνει επίσης ότι «το ελαιόλαδο είναι ένα διεθνώς εμπορεύσιμο προϊόν, άρα αυτό το οποίο θα καθορίσει την τιμή του είναι οι ποσότητες που θα παραχθούν παγκοσμίως, κυρίως βέβαια στη λεκάνη της Μεσογείου, γιατί εκεί παράγεται το 80% της παγκόσμιας παραγωγής, σε σχέση με τη ζήτηση, η οποία εν πολλοίς είναι ανελαστική. Αρα σήμερα βρισκόμαστε σε ένα σημείο που έχουμε προβλέψεις για την παραγωγή, έχουμε δεδομένα για την κατανάλωση και όπως φαίνεται θα είναι επαρκείς οι ποσότητες χωρίς να είναι υπερβολικές. Αυτός είναι ο λόγος που εκτιμούμε ότι οι τιμές θα παραμείνουν σχετικά σταθερές. Σε εθνικό επίπεδο υπάρχουν τα μηνύματα από διάφορες περιοχές που δείχνουν ότι σε σχέση με μια πλήρη παραγωγή – που για την Ελλάδα είναι μια ποσότητα κοντά στους 400.000 τόνους – φέτος θα είναι μια χρονιά που θα είμαστε περίπου στο 60%-70%, δηλαδή στους 250.000-270.000 τόνους».
Ο καιρός δεν βοήθησε
Τα ελαιόδεντρα απαιτούν αρκετό νερό για να δέσουν τον καρπό τους. Ωστόσο στη χώρα μας οι ελαιώνες ως επί το πλείστον βρίσκονται σε μειονεκτικά εδάφη, μακριά από παροχές άρδευσης. Η απουσία σημαντικών βροχοπτώσεων τη φετινή χρονιά παίζει καθοριστικό ρόλο και για την παραγωγή, που σε αρκετές περιοχές θα είναι μειωμένη ακόμα και στο μισό σε σχέση με την περσινή χρονιά. Την ίδια στιγμή, οι υψηλές θερμοκρασίες κατά την περίοδο του χειμώνα, όταν τα δέντρα πρέπει να «ξεκουραστούν» για να καρποφορήσουν, επίσης συνέβαλαν αρνητικά στη φετινή απόδοση.
Συνομιλώντας με παραγωγούς από τη Μεσσηνία και την Κρήτη, διαπιστώσαμε ότι είναι πολύ συγκρατημένοι για τη φετινή παραγωγή σε σχέση με το 2024. «Στη Μεσσηνία περιμένουμε περίπου 50%-60% λιγότερο σε σχέση με πέρυσι. Δεν βοήθησε ο καιρός να δέσουν καλά οι ελιές. Προηγήθηκαν βέβαια οι δύο προηγούμενες χρονιές που είχαμε πολύ υψηλή παραγωγή. Το 2023 η τιμή ξεκίνησε από τα 4 ευρώ και έφτασε τον Σεπτέμβρη τα 7,5 ευρώ/λίτρο το λάδι. Το 2024 ξεκίνησε με 6,5-7 ευρώ, έφτασε τον Ιανουάριο στα 9,5 και έπεσε τον Σεπτέμβρη στα 6 ευρώ» εξηγεί μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο Γιώργος Σκαρπαλέζος, ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου στον νομό.
Παρόμοια είναι η κατάσταση και στην Κρήτη. «Η παραγωγή στην Κρήτη δεν είναι η αναμενόμενη. Σε κάποιες περιοχές είναι περίπου στο 30% και σε άλλες 50% το πολύ. Δεν έχουμε παραγωγή φέτος. Κυρίως η ξηρασία επηρέασε. Η εκτιμήσεις για τις τιμές δεν είναι ούτε κακές ούτε καλές. Εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει στα 4,5 ευρώ. Και θα δούμε πώς θα διαμορφωθεί στη συνέχεια. Πέρυσι, ενώ η τιμή παραγωγού ξεκίνησε στα 5,30-5,50 ευρώ, έφτασε στο σημείο να πέσει και στα 3,60-3,80» μας λέει ο Πρόδρομος Αφθονίδης, ελαιοπαραγωγός και ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου.
Η Ισπανία και ο ρόλος της στη διεθνή παραγωγή
Η Ισπανία είναι εκείνη που πάντοτε καθορίζει την τιμή του ελαιολάδου σε διεθνές επίπεδο, καθώς είναι με διαφορά η πρώτη σε παραγωγή ελαιολάδου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην Ισπανία παράγονται ετησίως κατά μέσο όρο 1,7 εκατομμύρια τόνοι – με τις εκτιμήσεις θέλουν την παραγωγή στο μέλλον να αγγίζει ακόμη και τα 2 εκατομμύρια ετησίως. Ακολουθεί η Τυνησία, που σε χρονιά «ρεκόρ» έχει φτάσει τους 500.000 τόνους, η Ελλάδα και η Ιταλία με περίπου 300.000 τόνους, αλλά και η Τουρκία με 300.000 – 400.000 τόνους και η Πορτογαλία με 250.000 τόνους.
Σε αυτό το φόντο, είναι προφανές πως η παρατεταμένη ξηρασία (και) της φετινής χρονιάς στην Ισπανία θα καθορίσει την παραγωγή ελαιολάδου, που εκτιμάται πως θα είναι μειωμένη σε σχέση με πέρυσι. Καθώς πλησιάζουμε στην έναρξη της νέας συγκομιδής, οι ισπανικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί ελαιολάδου ανακοίνωσαν τις πρώτες εκτιμήσεις τους για τις ποσότητες της περιόδου 2025/2026. Σύμφωνα με τον μέσο όρο, η παραγωγή αναμένεται να ανέλθει σε περίπου 1,3-1,4 εκατομμύρια τόνους, κάτι που σημαίνει πως θα είναι μειωμένη κατά σχεδόν 3% σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη περίοδο (ήταν στους 1.415.351 τόνους). Υπό κανονικές συνθήκες, η συνέπεια θα είναι να υπάρξει ανοδική πορεία της τιμής για τους παραγωγούς, όχι μόνο στην Ισπανία αλλά συνολικά. «Το καθοριστικό στοιχείο για τη διαμόρφωση των τιμών είναι η ισπανική παραγωγή, γιατί η Ισπανία παράγει το 45% και περισσότερο της παγκόσμιας παραγωγής.
Οι εκτιμήσεις βασίζονται στα στοιχεία της Ισπανίας αλλά και άλλων χωρών, όπως της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Τυνησίας και τα αντιστοιχίζουμε με τις ποσότητες κατανάλωσης εκτιμώντας τα δεδομένα, χωρίς βεβαίως να είμαστε προφήτες. Οσον αφορά την Ισπανία, θα έλεγα πως οι καταστροφές από τις πυρκαγιές δεν είναι καθοριστικός παράγοντας, με την έννοια ότι σπανίως πλήττουν καλλιεργήσιμα εδάφη. Αυτό το οποίο επηρεάζει πάρα πολύ είναι οι κλιματικές συνθήκες και ειδικά για το φετινό καλοκαίρι είχαμε παρατεταμένη ανομβρία και στην Ισπανία και εδώ στην Ελλάδα», αναφέρει ο κ. Γιαννούλης.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, πάντως, η τελική απόδοση θα εξαρτηθεί από το αν βρέξει τις εβδομάδες που απομένουν μέχρις ότου ξεκινήσει η συγκομιδή – με τις προβλέψεις να μην είναι ιδιαιτέρως αισιόδοξες. Ετσι, ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, οι τιμές στην Ισπανία έχουν ελαφρώς αυξηθεί από τα χαμηλά τους στα μέσα του καλοκαιριού, σκαρφαλώνοντας σε περίπου 4,50 και 5 ευρώ ανά κιλό.
Στην Ιταλία, την ίδια στιγμή, οι πρώτες προβλέψεις από τους κλαδικούς φορείς κάνουν λόγο για μια ανάκαμψη της παραγωγής ελαιολάδου σε σύγκριση με το 2024. Οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για αύξηση της τάξης του 30%, ποσοστό που αναλογεί σε περίπου 300.000 τόνους ήτοι περίπου 50.000 τόνους περισσότερους από πέρυσι. Η εκτιμώμενη αύξηση της παραγωγής ωστόσο δεν φαίνεται να έχει ρίξει την τιμή στο ελαιόλαδο που στη γειτονική χώρα κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα και αγγίζει τα 8,50 με 9 ευρώ το κιλό.