Έκδηλη αναστάτωση και αποτροπιασμό προκαλούν κάθε φορά τα ακούσματα περιστατικών σεξουαλικών επιθέσεων εναντίον γυναικών από άγνωστους ή γνωστούς σε αυτές άνδρες, με σκοπό τη γενετήσια ικανοποίηση χωρίς όμως τη συναίνεση και θέληση των πρώτων.
Μάλιστα, η αγριότητα και η ωμότητα που συνοδεύουν την εν λόγω εγκληματική ακολουθία την κατατάσσουν σε μια από τις πιο ειδεχθείς ενέργειες κατά της ανθρώπινης υπόστασης και φύσης, που ταυτόχρονα διαταράσσει τους κανόνες κοινωνικής συμβίωσης και καταλύει τα όρια ατομικής συνύπαρξης, επιβάλλοντας – εκ του πράγματος – τον «νόμο της ζούγκλας» και την άμετρη βιαιότητα.
Κατά βάση, η τέλεση αυτών των πρακτικών σκιαγραφείται από τα στοιχεία του εξαναγκασμού και την άσκηση βίας στο πλαίσιο μιας νοσηρής και αιφνίδιας προσπάθειας για επίτευξη σεξουαλικής επαφής και γενετήσιας ικανοποίησης, με τη γυναίκα-θύμα να γίνεται απρόκλητα το μοιραίο πρόσωπο στο κάδρο μιας παράφρονος και ανηλεούς συμπεριφοράς. Με το μένος των δραστών – ενίοτε – να είναι τέτοιο που δεν εξαντλείται στη φρίκη του σεξουαλικού βιασμού αλλά προχωρούν χωρίς ενδοιασμό και δισταγμό στο χειρότερο έγκλημα, που εμπίπτει στην εκ προθέσεως αφαίρεση ανθρώπινης ζωής.
Συνήθως, οι δράστες εντοπίζουν το θύμα τους σε απόμερες περιοχές (σκοτεινούς δρόμους, πάρκα, ήσυχες γειτονιές) και ενεργούν κυρίως σε ώρες ελάχιστης κυκλοφορίας, ενώ δεν αποκλείεται να έχουν πρότερη γνώση των κινήσεων του υποψήφιου θύματος μέσω συστηματικής και εξ αποστάσεως παρατήρησης. Όμως, σε αρκετές περιπτώσεις συμβαίνει να γνωρίζονται (από πριν) με τη γυναίκα – θύμα και τεχνηέντως να την παρασύρουν στην αρρωστημένη και εγκληματική αυτή αλληλουχία, καθιστώντας την έρμαιο άγριων ενστίκτων και σεξουαλικών διαθέσεων που αποκλίνουν από το φυσιολογικό.
Αυταπόδεικτα οι πράξεις με τέτοια χαρακτηριστικά αφορούν άτομα με ασταθή και διαταραγμένη προσωπικότητα, που απηχεί παρελθοντικές ματαιώσεις ή έντονη απόρριψη (σε οικογενειακό, κοινωνικό ή ερωτικό πεδίο) τα οποία διακατέχονται σε υψηλό βαθμό από δυσκολίες ανάπτυξης υγιών διαπροσωπικών σχέσεων, χαμηλή αυτοεκτίμηση και ενίοτε εμμονικές σκέψεις.
Επιπλέον, υπάρχουν και περιπτώσεις επαναληψιμότητας της διάπραξης σεξουαλικού βιασμού – από το ίδιο άτομο – υποδεικνύοντας κατά συρροή βιαστές (ή «δράκους» των εκάστοτε περιοχών που σημειώνονται τα αλλεπάλληλα περιστατικά), που με τη σωματική καθυπόταξη της γυναίκας επιζητούν την κάλυψη πλειάδας ψυχοσυναισθηματικών κενών, ώστε να νιώσουν ισχυροί και πλήρεις. Σε άλλη προσέγγιση, οι ίδιοι οι δράστες προσδίδουν στην κακοποιητική πράξη τους χαρακτήρα «τιμωρίας» ή «δικαίωσης» για όσα δεινά και αρνητικές εμπειρίες βίωσαν στις οιαδήποτε συναναστροφές τους.
Απόρροια αυτών οι δραματικές και πολυδιάστατες επιπτώσεις στη ζωή των θυμάτων, που ξαφνικά βλέπουν το χειρότερο εφιάλτη τους να ζωντανεύει στο πρόσωπο του επίδοξου βιαστή και την όποια διαφυγή να φαντάζει αδύνατη υπό την απειλή όπλου ή αιχμηρού αντικειμένου, την έλλειψη μυϊκής δύναμης ή ακόμη από τις μειωμένες αντιστάσεις, λόγω του υπέρμετρου σοκ που υφίσταται το θύμα τη στιγμή της επίθεσης.
Πραγματικά, δε χωράει ανθρώπου νους τα επώδυνα συναισθήματα, τη ντροπή και τις ενοχές που κατακλύζουν – μετά το συμβάν – την καθημερινότητα των θυμάτων, με εμφανή ανεπάρκεια στις κοινωνικές σχέσεις, δισταγμό στην έκφραση εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας και σταδιακά εγκλωβισμό σ’ ένα πλέγμα εσωστρέφειας, ανασφάλειας και φόβου.
Συνεπώς, η ιδιάζουσα και ακραία συμπτωματολογία που διακρίνει τόσο την πλευρά του θύτη όσο και του θύματος ενός σεξουαλικού βιασμού απαιτεί στοχευμένες και πολυεπίπεδες παρεμβάσεις με διττό προσανατολισμό. Παρεμβάσεις που αφενός θα προλαμβάνουν (σεξουαλική αγωγή και αναγνώριση ορίων της διαφυλικής συσχέτισης, εκμάθηση θετικών τρόπων διαπροσωπικής σύνδεσης και αλληλεπίδρασης, έγκαιρη διάγνωση του προβλήματος και λήψη εξειδικευμένης και εξατομικευμένης συνδρομής και κατά περίσταση επαρκή αστυνόμευση και ασφάλεια) και αφετέρου θα δρουν υποστηρικτικά (ειδική και κατάλληλη φροντίδα και στήριξη σε θέματα ψυχικής υγείας των θυμάτων, ηθική ικανοποίηση με την ορθή απόδοση ευθυνών και απονομή δικαιοσύνης μέσω της ποινικής δίωξης και τιμωρίας των δραστών).
Ωστόσο, συναφής συμπεριφορά και σημεία είναι δυνατόν να εντοπιστούν και στη συζυγική ζωή, που εντάσσονται στη σεξουαλική κακοποίηση και τη σαφή ένδειξη ενδοοικογενειακής βίας (το οποίο είναι ένα μεγάλο και κρίσιμο κεφάλαιο που σαφώς χρήζει ιδιαίτερης και εκτενούς ανάλυσης).
Έτσι, κάθε υγιές κομμάτι της κοινωνίας οφείλει να καταδικάσει απερίφραστα τέτοιου είδους ενέργειες και ακραίες εγκληματικές πράξεις- απομονώνοντας στο περιθώριο τους βιαστές κακοποιητές, με ξεκάθαρη στήριξη και έμπρακτη κατανόηση και συμπαράσταση προς τις γυναίκες θύματα. Κι όλα αυτά, χωρίς ερωτηματικά και επιεικώς απαράδεκτα δηκτικού χαρακτήρα σχόλια του τύπου ότι η γυναίκα το προκάλεσε λόγω των κινήσεων ή της ενδυμασίας της για παράδειγμα. Σε όλο τον κόσμο, δεν υπάρχει γυναίκα που να επιθυμεί ή να προκαλεί τον βιασμό της. Κι όποιος σκέφτεται διαφορετικά, δυστυχώς πλησιάζει το σκεπτικό και τη συνειδησιακή ένδεια των ίδιων των ατόμων που τελούν την αποτρόπαια αυτή πράξη.
Κλείνοντας, η δια της βίας σεξουαλική συνεύρεση συνιστά ξεκάθαρα έναν διπλό βιασμό ο οποίος δεν περιορίζεται μόνο στον σωματικό εξαναγκασμό και την προσβολή της γυναικείας φύσης. Τα ίχνη του βιασμού επεκτείνονται δραματικά σε βαθύτερες πληγές που δύσκολα κλείνουν και σημάδια που μένουν ανεξίτηλα στο χρόνο, καταδεικνύοντας τον στυγνό βιασμό της ψυχής.