Η Κρήτη βρίσκεται στην “καρδιά” του θαλάσσιου… διαδρόμου των εισβολικών ψαριών και οι ειδικοί εκπέμπουν σήμα κινδύνου για ντόμινο επιπτώσεων τόσο στην τοπική αλιεία όσο και στη βιοποικιλότητα του οικοσυστήματος.
Διεθνές ερευνητικό project φέρνει στο φως τις τάσεις των μετακινήσεων από την Ερυθρά Θάλασσα στη Μεσόγειο και μέσα από ένα πρωτοποριακό υπολογιστικό μοντέλο, προβλέπει με ακρίβεια τον κίνδυνο εισβολής δύο εκ των πιο επικίνδυνων ξενικών ειδών ψαριών, του λαγοκέφαλου και του λεοντόψαρου.
Η Κρήτη, λόγω “θέσης” και θερμοκρασίας των νερών, βρίσκεται στον πυρήνα του προβλήματος, όπως εξήγησε στην Τηλεόραση Creta ο ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας και εκ των συγγραφέων της επιστημονικής μελέτης που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Geosciences Δημήτρης Πάφρας.
“Η Κρήτη είναι από τις περιοχές που δέχεται τη μεγαλύτερη πίεση από ξενικά είδη και αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι βρίσκεται κοντά στο κανάλι εισόδου καθώς η διώρυγα του Σουέζ λειτουργεί σαν πύλη ανάμεσα στην Ερυθρά Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Ο δεύτερος λόγος αφορά στα θερμά νερά της Κρήτης και στην υψηλή τους αλατότητα. Είναι ακριβώς οι συνθήκες που προτιμούν τα θερμόφιλα είδη, όπως είναι ο λαγοκέφαλος και το λεοντόψαρο”, επεσήμανε ο κ. Πάφρας.
Συγκεκριμένα εισβολικά είδη που κυριαρχούν όλο και περισσότερο στις ελληνικές θάλασσες, εκτοπίζοντας ενδημικά είδη, χαρακτηρίζονται απειλή.
Η νέα διεθνής έρευνα αξιοποιεί σύγχρονα μέσα διαμορφώνοντας ένα πρωτοποριακό υπολογιστικό μοντέλο, το οποίο προβλέπει με ακρίβεια τις τάσεις εισβολής στη Μεσόγειο του λαγοκέφαλου και του λεοντόψαρου.
Οι επιπτώσεις που προκαλούν αυτά τα χωροκατακτητικά ξενικά είδη αφορούν τόσο το θαλάσσιο περιβάλλον, όσο και τους αλιείς.
Αφενός, δρουν ανταγωνιστικά με τα αυτόχθονα μεσογειακά είδη και αφετέρου, προκαλούν ζημιές στα αλιευτικά εργαλεία των ψαράδων.
“Τα ξενικά είδη, εκτός από τη ζημιά που προκαλούν στην αλιεία, αλλάζουν τις ισορροπίες των τοπικών οικοσυστημάτων. Αυτό έχει ως επίπτωση την απώλεια βιοποικιλότητας”, τόνισε ο κ. Πάφρας.