Υψηλά και επίμονα παραμένουν τα υπόλοιπα κόκκινων δανείων που βρίσκονται υπό διαχείριση στους servicers, με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) να δείχνουν πως τα χρέη σωρεύονται ειδικά στους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αγρότες και τις ατομικές επιχειρήσεις, την ώρα που τα νοικοκυριά εξακολουθούν να «σηκώνουν» το μεγαλύτερο κομμάτι του προβλήματος.
Η ΤτΕ, στο δελτίο για το γ΄ τρίμηνο 2025, καταγράφει την ονομαστική αξία των κόκκινων δανείων του ιδιωτικού τομέα κατοίκων εσωτερικού που διαχειρίζονται οι εγχώριοι servicers και έχουν μεταβιβαστεί σε εξειδικευμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύμ ατα του εξωτερικού. Πρόκειται για χαρτοφυλάκια που στην πράξη συνδέονται κατά κανόνα με καθυστερήσεις ή αναδιαρθρώσεις και αποτελούν μια ξεχωριστή σειρά ιδιωτικού χρέους για την πραγματική οικονομία.
Στο τέλος του γ΄ τριμήνου το σύνολο διαμορφώθηκε σε 79,416 δισ. ευρώ, έναντι 79,714 δισ. ευρώ στο τέλος του β΄ τριμήνου. Η μείωση κατά 298 εκατ. ευρώ σε τριμηνιαία βάση είναι οριακή και δεν αλλάζει τη βασική εικόνα. Σε σύγκριση με το α΄ τρίμηνο 2025, όταν το σύνολο ήταν 78,097 δισ. ευρώ, το απόθεμα είναι περίπου 1,319 δισ. ευρώ υψηλότερα, ένδειξη ότι δεν αποκλιμακώνεται με ρυθμό που να αλλάζει γρήγορα το τοπίο για την αγορά.
Σε πίεση οι «μικροί»
Το πιο αρνητικό μήνυμα για τους μικρούς παίκτες έρχεται από την κατηγορία των δανείων προς ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις. Η ονομαστική αξία αυτών των υπό διαχείριση δανείων αυξήθηκε κατά 689 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και έφτασε τα 10,467 δισ. ευρώ, από 9,778 δισ. ευρώ. Το παραπάνω σημαίνει ότι περισσότερες πολύ μικρές δραστηριότητες, με μικρότερη αντοχή σε παρατεταμένη πίεση ρευστότητας, βρίσκονται στο φάσμα των ρυθμίσεων και των επαναδιαπραγματεύσεων αφού «κοκκίνισαν» τα δάνεια τους.
Για τα νοικοκυριά, η εικόνα κινείται ελαφρώς χαμηλότερα σε σχέση με το β΄ τρίμηνο, αλλά παραμένει βαριά. Τα δάνεια προς ιδιώτες και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα διαμορφώθηκαν σε 41,365 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 610 εκατ. ευρώ. Από αυτά, τα στεγαστικά δάνεια ανέρχονται σε 25,254 δισ. ευρώ, με μείωση 116 εκατ. ευρώ, και τα καταναλωτικά σε 15,762 δισ. ευρώ, με μείωση 492 εκατ. ευρώ. Το αρνητικό σημείο εδώ δεν είναι η μεταβολή, αλλά το μέγεθος του αποθέματος καθώς όσο παραμένει τόσο υψηλό, τόσο περισσότερες οικογένειες συνεχίζουν να κινούνται με περιορισμένη οικονομική αντοχή, με αποτέλεσμα ένα μέρος του εισοδήματος να δεσμεύεται σε παλαιές οφειλές αντί να επιστρέφει στην κατανάλωση και στις βασικές ανάγκες.
Σε ένα περιβάλλον όπου το κόστος στέγασης και το κόστος ζωής πιέζουν σταθερά, το βάρος τέτοιων υπολοίπων γίνεται ευκολότερα κοινωνικά αισθητό και δυσκολότερο να αντιμετωπιστεί χωρίς μακρόχρονες ρυθμίσεις.
Για την πορεία της οικονομίας, το βασικό πρόβλημα με ένα τόσο μεγάλο απόθεμα δανείων υπό διαχείριση είναι ότι λειτουργεί σαν μόνιμος περιορισμός στην ανάπτυξη καθώς λιγότερος χώρος μένει για κατανάλωση και επενδύσεις.
Παρότι τα χαρτοφυλάκια αυτά δεν βρίσκονται πλέον στους ισολογισμούς των τραπεζών, η οικονομία δεν ξεφορτώνεται το βάρος, επειδή ο κίνδυνος παραμένει πάνω στους ίδιους οφειλέτες και επηρεάζει την πιστοληπτική τους εικόνα.
πηγή: newsit.gr


