Μολονότι δεν αποτελεί κοινό τόπο, η διαπίστωση ότι συνήθως βρισκόμαστε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, μας έχει δώσει το δικαίωμα συχνά να κομπορρημονούμε. Ίσως και να εθελοτυφλούμε. Αλήθεια, ποια είναι η σωστή πλευρά της Ιστορίας; Το Δίκαιο ή το συμφέρον; Ποιος ορίζει τι είναι σωστό και τι είναι λάθος σε ένα ιστορικό πλαίσιο, όταν η ιστορία γράφεται πάντα από τους νικητές; Και σε τελική ανάλυση εάν εμμείνουμε στην προσέγγιση του συμφέροντος πώς ορίζεται το τελευταίο; Τίνι τρόπο διαβλέπουμε το εθνικό συμφέρον στο απροσδιόριστο μέλλον; Ας δούμε τρία παραδείγματα.
Παράδειγμα πρώτο: ήταν η ελληνική διπλωματία έτοιμη για την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ; Είναι ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα είχε αναπτύξει σχέσεις αποκλειστικά με το καθεστώς Μπάιντεν. Δεν έχει ξεχαστεί, άλλωστε, το ανθυπομειδίαμα του Πρωθυπουργού Μητσοτάκη, στη Σύνοδο του Νταβός, αναφορικά με το ενδεχόμενο επανεκλογής του Τραμπ στην ηγεσία των ΗΠΑ. Ο Τραμπ επανεξελέγη, τα χαμόγελα κόπηκαν και η Ελλάδα πληρώνει αδρή αμοιβή σε εταιρία δημοσίων σχέσεων στις ΗΠΑ προκειμένου να αποκτήσει ερείσματα στο νέο καθεστώς που ανέλαβε τις τύχες των ΗΠΑ και μεγάλου μέρους του Δυτικού κόσμου. Επιθυμία του υπογράφοντος, προφανώς, δεν ήταν η επανεκλογή Τραμπ. Ωστόσο τα έθνη και οι σοβαροί πολιτικοί δε χαράζουν διπλωματία βάσει επιθυμιών ή συμπαθειών, αλλά βάσει του εθνικού συμφέροντος. Ήταν αδήριτη ανάγκη να κρατήσουμε επαφή και με τις δυο πλευρές. Δεν το κάναμε και ίσως το πληρώσουμε (ελπίζω μόνο με αδρή αμοιβή σε εταιρία δημοσίων σχέσεων).
Παράδειγμα δεύτερο: ο ρωσοουκρανικός πόλεμος. Εύλογα, η Ελλάδα συντάχθηκε με τον αμυνόμενο. Η χάραξη συνόρων διά της βίας στην Ευρώπη για δεύτερη φορά μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (έχει προηγηθεί το γιουγκοσλαβικό) δε μπορεί να γίνει αποδεκτή από μια χώρα που αιχμή του δόρατος της εξωτερικής πολιτικής της αποτελεί ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου. Πολύ περισσότερο όταν ανήκουμε στα θύματα της Ιστορίας, με αποκορύφωμα την τραγωδία του Κυπριακού. Ωστόσο, η υποστήριξη στην Ουκρανία μπορούσε να είναι οικονομική και με αποστολή υγειονομικού υλικού. Δεν υπάρχει καμία πειστική εξήγηση γιατί χρειαζόταν να φτάσει μέχρι την αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού και προφανώς δεν υπήρχε κανένας λόγος να έρθουμε σε πλήρη διακοπή των σχέσεών μας με τη Ρωσία. Αν κάποιος θα μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο διαμεσολαβητή για την επίλυση της διένεξης, αυτή θα ήταν η Ελλάδα. Οι μόνοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι στην περιοχή (όπως οι Ουκρανοί και οι Ρώσοι) είμαστε οι Έλληνες. Οι ιστορικοί δεσμοί που έχουμε αναπτύξει μέσω της ελληνικής μειονότητας της Ουκρανίας και της Ρωσίας είναι ισχυροί και παρέμεναν μέχρι πρόσφατα αναλλοίωτοι. Δε νομίζω να χαίρεται κανείς όταν βλέπει τον Τούρκο Πρόεδρο να αναλαμβάνει διπλωματικές πρωτοβουλίες για ειρήνευση στην περιοχή και να φέρνει τα αντιμαχόμενα μέρη στην Κωνσταντινούπολη, ενώ την ίδια στιγμή η Ελλάδα έχει αποκλειστεί από όλες τις διπλωματικές τράπεζες της Δύσης που αφορούν τη ρωσοουκρανική διένεξη.
Παράδειγμα τρίτο: η ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα που οδηγεί στο θάνατο αθώων παιδιών. Η Ελλάδα έχει συνάψει ισχυρή συμμαχία με το Ισραήλ, ο ίδιος ο Μητσοτάκης είναι προνομιακός συνομιλητής του Ισραηλινού πρωθυπουργού, ενώ τα ερείσματα στον αραβικό κόσμο παραμένουν ισχυρά. Εάν κάποια χώρα μπορούσε να αναλάβει πρωτοβουλία για επίλυση της ανθρωπιστικής κρίσης, ιδιαίτερα σήμερα που είναι η προεδρεύουσα χώρα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αυτή είναι η Ελλάδα. Αντί πρωτοβουλιών αρκεστήκαμε σε ένα ευχολόγιο και σε μια φωτογραφία. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών αρκέστηκε στη δήλωση «Η προστασία των αμάχων δεν είναι προαιρετική. Αποτελεί νομική υποχρέωση βάσει του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και ηθική επιταγή που δεν μπορούμε να αγνοούμε».
Σε μια εποχή που οι ΗΠΑ υιοθετούν τον απομονωτισμό και επιδεικνύουν μια ανερμάτιστη τακτική σε όλα τα διεθνή μέτωπα και ιδίως στο Μεσανατολικό, η Ελλάδα θα μπορούσε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή, συμβάλλοντας στην άμβλυνση διαφορών και στη διάσωση αθώων ψυχών. Αντ’ αυτού αρκούμαστε σε ευχολόγια και σε γενικεύσεις. Η απουσία μας είναι εκκωφαντική και δυσεξήγητη.
Κόντρα στη δύναμη της αδράνειας, αποτελεί αδήριτη ανάγκη η χάραξη μιας πολυεπίπεδης, ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής που αναβαθμίζει την Ελλάδα ως φορέα διεθνούς δικαίου και προνομιακό διαμεσολαβητή μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Βορρά και Νότου. Μη λησμονούμε ότι η Ελλάδα όποτε το θέλησε, το πέτυχε…