Επιτακτική είναι η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στον τρόπο υλοποίησης των διαφόρων προγραμμάτων ενεργειακών και λειτουργικών αναβαθμίσεων και ανακαινίσεις παλαιότερων κατοικιών, αν κρίνει κανείς από τις μεγάλες αγκυλώσεις που παρατηρούνται σήμερα και την ταλαιπωρία ιδιοκτητών, μηχανικών και προμηθευτών, που καθιστούν τα έργα αυτά μία “περιπέτεια” για τους εμπλεκόμενους.
Πρόσφατα, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, υποχρεώθηκε να παρατείνει την ημερομηνία ολοκλήρωσης των παλαιότερων προγραμμάτων “Εξοικονομώ”, τα οποία ακόμα δεν έχουν ολοκληρωθεί. Συγκεκριμένα, το πρόγραμμα του 2021 θα ολοκληρωθεί στις 28 Φεβρουαρίου του 2026, καθώς ακόμα εκκρεμούν εκταμιεύσεις πληρωμών. Για το πρόγραμμα του 2023, οι πληρωμές δεν έχουν καν ξεκινήσει, με αποτέλεσμα και αυτό να παραταθεί έως τις 30 Απριλίου του 2026, όπως και το τελευταίο πρόγραμμα “Εξοικονομών”, που έτρεξε νωρίτερα εντός του 2025. Ο σημαντικός όγκος γραφειοκρατίας και ο χαμηλός ρυθμός εξέτασης των φακέλων από τις υπηρεσίες, έχουν στερήσει κεφάλαια από την αγορά, με αποτέλεσμα πολλοί ιδιώτες να αποφεύγουν πλέον τη συμμετοχή. Ένας ακόμα επιβαρυντικός παράγοντας είναι το κόστος, μιας και παρά τις επιδοτήσεις, οι τιμές έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Στο μεσοδιάστημα, οι ανάγκες είναι τεράστιες. Σύμφωνα με ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας, υπολογίστηκε ότι κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, 250.000 κατοικίες υποβαθμίστηκαν σε τέτοιο βαθμό, λόγω της απουσίας κεφαλαίων για την συντήρηση και τις επισκευές τους, ώστε πλέον είναι μη κατοικήσιμες κι έχουν εξέλθει από την αγορά, είναι δηλαδή κλειστά και μη αξιοποιήσιμα, ακριβώς λόγω της κατάστασής τους. Η Εθνική Τράπεζα υπολόγισε ότι λόγω της κρίσης, δεν επενδύθηκε ένα ποσό που υπολογίζεται σε 35 δισ. ευρώ για επισκευές και συντηρήσεις του όλο και πιο “γερασμένου” οικιστικού αποθέματος της χώρας.
Σημειωτέον ότι με βάση την απογραφή κτιρίων του 2021, μόλις το 11,6% των κατοικιών είναι ηλικίας έως 25 ετών. Το υπόλοιπο 88,4% είναι από 25 ετών και πάνω, με το 30% να αφορά σε κατοικίες που έχουν κατασκευαστεί από το 1945 έως το 1980, δηλαδή είναι τουλάχιστον 45 ετών.
Είναι λοιπόν προφανές ότι όσο περνούν τα χρόνια, ένα ποσοστό των σπιτιών αυτών θα εξέρχεται από την αγορά, λόγω της οικονομικής αδυναμίας των ιδιοκτητών τους να τα συντηρήσουν. Για να αναπληρωθεί το κενό αυτό και να αυξηθεί και πάλι η προσφορά κατοικιών, επιβάλλονται ριζικές αλλαγές, ώστε να “βιομηχανοποιηθεί” η διαδικασία των αναβαθμίσεων και φυσικά πόροι. Στο πλαίσιο αυτό, η επόμενη γενιά προγραμμάτων ενεργειακής αναβάθμισης, που θα προκηρυχθεί το 2026 και θα αρχίσει να υλοποιείται από το 2027 και μετά, θα συνοδεύεται από σημαντικές αλλαγές. Στόχος είναι η κατακόρυφη αύξηση της απορρόφησης, η εξοικονόμηση πόρων μέσω πιο στοχευμένων παρεμβάσεων και εν τέλει η αναβάθμιση περίπου 300.000 κατοικιών.
Με βάση το σχέδιο που ανακοινώθηκε τον περασμένο Ιούνιο από το Υπ. Περιβάλλοντος, το σκέλος που αφορά στις ενεργειακές αναβαθμίσεις κατοικιών εντάσσεται στο λεγόμενο Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο. Αυτό θα χρηματοδοτηθεί με συνολικό ποσό 4,78 δισ. ευρώ (3,7 δισ. κοινοτικά κονδύλια και τα υπόλοιπα θα αφορούν την κρατική συμμετοχή). Από το ποσό αυτό, υπολογίζεται ότι περίπου 2 δισ. ευρώ θα αφορούν δράσεις στον κτιριακό τομέα, με τους ωφελούμενους να ξεπερνούν τα 300.000 νοικοκυριά. Αυτές θα περιλαμβάνουν τόσο ενεργειακές αναβαθμίσεις, όσο και άλλες δράσεις, όπως αντικατάσταση συστημάτων θέρμανσης που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα με αντλίες θερμότητας, αλλά και την εγκατάσταση θερμοσιφώνων, όπου δεν υπάρχουν.
Για να συμβεί αυτό, θα επιστρατευτούν οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας, που θα έχουν τον ρόλο του μεσολαβητή, αξιοποιώντας το μοντέλο των Συμβάσεων Ενεργειακής Απόδοσης (ESCO). Δηλαδή, οι πάροχοι θα αναλαμβάνουν οι ίδιοι το κόστος των αναβαθμίσεων, από την τεχνική υποστήριξη και τις μελέτες, μέχρι την προμήθεια των υλικών και την τοποθέτησή τους, μέσω συνεργαζόμενων συνεργείων. Ο ιδιοκτήτης θα πληρώνει το ποσό που του αναλογεί, μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας και με βάση την εξοικονόμηση ενέργειας που θα εξασφαλίζουν οι παρεμβάσεις. Εκτιμάται ότι με τον τρόπο αυτό, οι παρεμβάσεις θα γίνονται ταχύτερα και αποτελεσματικότερα. Στο επίκεντρο θα βρεθούν τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, π.χ. χαμηλόμισθοι, μονογονεϊκές οικογένειες, άτομα με αναπηρία, φοιτητές, τρίτεκνοι και πολύτεκνοι, όπως επίσης και κάτοικοι νησιών, ορεινών και παραμεθόριων περιοχών.