Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Η συζήτηση για την προανακριτική αρχικά, η συζήτηση εκτός ημερησίας διάταξης στη συνέχεια και η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας ακολούθως, ασφαλώς δεν μας έκαναν και όπως όλα δείχνουν, δεν πρόκειται να μας κάνουν σοφότερους.
Η κυβέρνηση, δια στόματος Κυριάκου Μητσοτάκη (και Μάκη Βορίδη), πήγε σε μια ακόμα αλλαγή επικοινωνιακής στρατηγικής, ανέβασε τους τόνους και προσπάθησε να απαντήσει σε όλες τις θεωρίες που έχουν κυκλοφορήσει για τα Τέμπη – αυτές ειδικά που είναι όντως θεωρίες συνομωσίας και έχουν εύκολη απάντηση, για τις άλλες, εκείνες που αποδεικνύονται ρεαλιστικές, αρκέστηκε στο κλασικό “εμπιστευόμαστε τη δικαιοσύνη”. Μεταξύ άλλων ερμηνεύει το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ ως απόδειξη ότι δεν υπήρξε συγκάλυψη και το μήνυμα των ιστορικών διαδηλώσεων ως αίτημα για να ανέβει η Ελλάδα ψηλότερα!
Η αντιπολίτευση συνεχίζει φυσικά σε υψηλούς τόνους, επιμένει στο μοτίβο της συγκάλυψης , της εγκληματικής ανικανότητας του κράτους, ερμηνεύει το πόρισμα ως απόδειξη όλων των παραπάνω, και το μήνυμα των ιστορικών διαδηλώσεων ως αίτημα για να πέσει η – απονομιμοποιημένη όπως ακούσαμε πολλές φορές – κυβέρνηση.
Κάπως έτσι θα πάει το πράγμα μέχρι το βράδυ της Παρασκευής όταν η κυβέρνηση θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης και οι βουλευτές της θα χειροκροτούν όρθιοι.
Είναι ενοχλητική και απογοητευτική αυτή η προσέγγιση της κυβέρνησης κυρίως μα και όλων των κομμάτων που αντιμετωπίζουν και την συγκεκριμένη συζήτηση με καθαρά προεκλογική λογική; Είναι. Αλλά είναι και αναμενόμενη.
Ειλικρινά δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η κουβέντα.
Με ουσιαστική ανάληψη ευθύνης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αν μη τι άλλο, για το γεγονός ότι όπως ο ίδιος παραδέχτηκε, παρότι κυβερνά ήδη έξι χρόνια, ο ελληνικός σιδηρόδρομος παραμένει προβληματικός και δεν θα είναι ασφαλής μέχρι το 2027; Όταν ένας πρωθυπουργός λέει κάτι τέτοιο, κανονικά δεν το συνοδεύει και με παραίτηση, ειδικά από την στιγμή που η ανικανότητα και της δικής του κυβέρνησης να ανατάξει τις “χρόνιες παθογένειες του βαθέως κράτους” κόστισε 57 ζωές;
Ναι, εντάξει, υπάρχει και αυτή η εκδοχή πολιτικής συζήτησης, απλώς όχι εδώ.
Εδώ η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Και κάπως έτσι, στο σύστημα “όσα βάλουμε και όσα φάμε” που αποφάσισε να παίξει ο Πρωθυπουργός, ακούσαμε λίγο ως πολύ και ότι τα εκατομμύρια Ελλήνων που βγήκαν στους δρόμους, ζήτησαν εκτός από αλήθεια και δικαιοσύνη και αξιολόγηση στο δημόσιο!
Δεν ισχυρίζομαι ότι η αντιπολίτευση ερμηνεύει το μήνυμα των διαδηλώσεων σωστά. Και εκεί προκύπτουν αυθαιρεσίες, λογικά άλματα και προφανής μικροπολιτική σκοπιμότητα – ενίοτε προκύπτει και χυδαιότητα και ειδικά ο Νίκος Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ οφείλουν να προσέξουν μην πέσουν στην παγίδα επικίνδυνων ταυτίσεων.
Αλλά ειδικά η κυβερνητική ερμηνεία, άγγιξε τα όρια του τρολαρίσματος.
Κανείς γνωρίζει τι ακριβώς είχαν στο μυαλό τους οι όλοι διαδηλωτές.
Όποιος ισχυρίζεται ότι το γνωρίζει και το διερμηνεύει κατά τρόπο απόλυτο, είναι είτε ανόητος, είτε κυνικός ψηφοθήρας, είτε λαϊκιστής του αισχίστου είδους, είτε όλα τα παραπάνω.
Ασφαλώς ήταν πολιτικές και πρωτίστως αντικυβερνητικές οι διαδηλώσεις. Προσωπικά, όπως έχω γράψει ήδη, ως γενικό τίτλο θα έβαζα το “ως εδώ”. Εκεί μέσα ο καθένας μπορεί να δώσει το δικό του περιεχόμενο, μπορεί να βρει τι ήταν εκείνο που τον παρακίνησε να βγει από το σπίτι του: ως εδώ με την συγκάλυψη, ως εδώ με αυτήν την κυβέρνηση, ως εδώ με αυτό το κράτος. Ως εδώ με όλα αυτά μαζί, ως εδώ για κάτι διαφορετικό.
Ως εδώ με τους κακούς δημοσίους υπαλλήλους που δεν αξιολογούνται και είναι και μόνιμοι; Εντάξει, ας το προσθέσουμε κι αυτό, έτσι για την αλητεία. Αλλά βέβαια μονάχα σαν αστερίσκο, σε μια συνολική και χρήσιμη συζήτηση για την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης στη δημόσια διοίκηση. Που επιβάλλεται να γίνει σοβαρά και άμεσα. Δεν το βλέπω.
Εκείνο που είδα ήταν να χρησιμοποιείται η αξιολόγηση αποκλειστικά ως επικοινωνιακό πυροτέχνημα και να τοποθετείται εντελώς αυθαίρετα σαν βασικό ζητούμενο μιας λαϊκής κινητοποίησης άνευ ιστορικού προηγουμένου! Η χρησιμοποίηση ενός πραγματικά σοβαρού θέματος με αποκλειστικό στόχο την επικοινωνία και βασική ελπίδα να ακουστεί καλά στα αυτιά των “μεταρρυθμιστών” ψηφοφόρων του Μητσοτάκη, υποτιμά και το θέμα και τους συγκεκριμένους ψηφοφόρους.
Και εν πάση περιπτώσει, για να παίξουμε στο γήπεδο του πρωθυπουργού, τελικά ποιος τον εμποδίζει εδώ και έξι χρόνια να κάνει αυτά που λέει; Η αξιολόγηση στο δημόσιο δεν χρειάζεται συνταγματική αναθεώρηση, πολιτική βούληση χρειάζεται. Γιατί δεν έχει προχωρήσει τόσο καιρό σε αυτήν; Μήπως θα είναι κι εκείνη έτοιμη το 2027; Που σημαίνει ότι μέχρι τότε, ανίκανοι σταθμάρχες, που δεν εκπαιδεύονται και δεν αξιολογούνται αλλά διορίζονται με βύσμα, ακόμα δεν ξέρουμε από ποιον, θα εποπτεύουν σιδηροδρομικές γραμμές που δεν είναι ασφαλείς;
Η πρόβλεψη για την εξέλιξη και την κατάληξη της συζήτησης στην βουλή είναι εύκολη.
Η πρόβλεψη για τις πολιτικές εξελίξεις όχι και τόσο.
Διότι αν κάτι κατέστη οδυνηρά πασιφανές και αυτήν την εβδομάδα, είναι ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας και η κοινωνία, βρίσκονται τη δεδομένη στιγμή σε εντελώς διαφορετικά μήκη κύματος.
Ίσως περισσότερο παρά ποτέ.
Υ.Γ. Εντωμεταξύ τα μισοάδεια έδρανα στις απογευματινές ώρες της Τετάρτης 5 Μαρτίου στη βουλή. Σε αυτήν ειδικά τη συζήτηση. Πόσο ντροπή.