Παρασκευή, 26 Δεκεμβρίου, 2025
9.9 C
Ηρακλείου

Δες τον καιρό

Αλκοόλ και οδήγηση: Πόσο μπορώ να πιω;

Πρέπει να διαβάσετε

Σε κάθε μας έξοδο, κι ακόμα περισσότερο κατά τη διάρκεια των εορτών, επανέρχεται η ίδια ερώτηση, σχεδόν τελετουργικά: «Πόσο μπορώ να πιω και να οδηγήσω;». Την αναφέρουμε μεταξύ μας σαν να ψάχνουμε μια μαθηματική απάντηση που θα μας βγάλει από τη δύσκολη θέση. Υπάρχει όμως στην πραγματικότητα ένας τέτοιος κανόνας;

Η σχέση αλκοόλ και τροχαίων ατυχημάτων είναι από τις πλέον τεκμηριωμένες στην οδική ασφάλεια. Δεν χρειάζεται να πιει κάποιος πολύ για να αυξήσει αισθητά τον κίνδυνο πρόκλησης ατυχήματος. Ακόμη και σε επίπεδα κοντά στο νόμιμο όριο, αλλάζει η συμπεριφορά μας, καθώς γίνεται πιο εύκολη η απόσπαση προσοχής, ελαττώνεται η ακρίβεια στο τιμόνι, αυξάνεται η τάση για ρίσκο και υπερβολική ταχύτητα και όλες μας οι αντιδράσεις εξελίσσονται πιο αργά. Δυστυχώς, όσο ανεβαίνει η συγκέντρωση αλκοόλ, μεγαλώνει δυσανάλογα η πιθανότητα λάθους. Και όταν το αλκοόλ συνδυάζεται με κούραση, έλλειψη ύπνου και νυχτερινή οδήγηση, δηλαδή ό,τι ακριβώς χαρακτηρίζει τις μέρες των εορτών, τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα.

Στην Ελλάδα, το θέμα συζητιέται πολύ, γιατί οι έλεγχοι της Τροχαίας είναι πλέον πιο συχνοί και πιο ορατοί. Δεν υπάρχει κανείς που να αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα αυτής της τακτικής.

Οι διεθνείς στατιστικές δείχνουν μείωση των θανατηφόρων τροχαίων όταν η παρουσία της Τροχαίας είναι πιο έντονη και οι ποινές είναι υψηλές. Το κρίσιμο όμως δεν είναι μόνο τι κάνει η Τροχαία. Είναι τι αλλάζει στην καθημερινή μας νοοτροπία. Αν δηλαδή ο κόσμος παύει να θεωρεί λογικό το να οδηγεί ύστερα από κατανάλωση αλκοόλ και αρχίζει να το αντιμετωπίζει ως αντικοινωνική συμπεριφορά.

Τι προβλέπει ο ΚΟΚ;

Ας ξεκινήσουμε από τα απολύτως πρακτικά. Στην Ελλάδα το γενικό νόμιμο όριο για τους περισσότερους οδηγούς είναι 0,50 γραμμάρια αλκοόλ ανά λίτρο αίματος, που αντιστοιχεί σε 0,25 mg ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα στο αλκοτέστ.

Για αρχάριους και επαγγελματίες οδηγούς το όριο είναι χαμηλότερο (0,20 g/l) και αντιμετωπίζεται αυστηρότερα, ακριβώς επειδή στις συγκεκριμένες περιπτώσεις η ανοχή του συστήματος σε λάθος είναι μικρότερη.

Ο νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας στην Ελλάδα θέτει μια καθαρή κλιμάκωση ποινών με βάση την ποσότητα αλκοόλ που έχει καταναλωθεί και, κυρίως, μια σκληρή λογική υποτροπής. Για επίπεδα αλκοόλ στο αίμα από 0,50 έως 0,80 g/l, προβλέπεται πρόστιμο 350 ευρώ και αφαίρεση άδειας οδήγησης για 30 ημέρες.

Για επίπεδα από 0,80 έως 1,10 g/l, το πρόστιμο ανεβαίνει στα 700 ευρώ και η άδεια αφαιρείται για 90 ημέρες.

Οταν η ένδειξη ξεπερνά το 1,10 g/l στο αίμα, οι κυρώσεις γίνονται πολύ αυστηρότερες, με υψηλότερα πρόστιμα, αφαίρεση άδειας και πινακίδων για μεγάλο διάστημα, ακινητοποίηση του οχήματος και παράλληλα ποινικές συνέπειες που μπορεί να περιλαμβάνουν και φυλάκιση (έως 5 έτη), ιδίως αν έχει μεσολαβήσει κάποιο ατύχημα.

Η μεγάλη, όμως, τομή του νέου ΚΟΚ έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τους παραβάτες που οδηγούν κατ’ επανάληψη μεθυσμένοι. Η πρώτη υποτροπή, στα ίδια επίπεδα μέθης (0,50-0,80 ή 0,80-1,10), οδηγεί σε πρόστιμο 1.000 ευρώ και αφαίρεση άδειας για 180 ημέρες. Η δεύτερη υποτροπή ανεβάζει το πρόστιμο στις 2.000 ευρώ και την αφαίρεση άδειας στο ένα έτος.

Στα υψηλότερα επίπεδα μέθης, οι υποτροπές προβλέπουν ακόμη πιο βαριά κλιμάκωση, με πολύ μεγάλα πρόστιμα και αφαίρεση άδειας που μπορεί να φτάσει τα 10 χρόνια.

Με απλά λόγια, αν κάποιος συλληφθεί και πάλι με το συγκεκριμένο παράπτωμα, το σύστημα δείχνει ότι δεν βλέπει πια ένα στιγμιαίο λάθος, αλλά επαναλαμβανόμενη επικίνδυνη συμπεριφορά. Κι αν υπάρξει ατύχημα με τραυματισμό ή θάνατο, το αλκοόλ λειτουργεί ως επιβαρυντικός παράγοντας με πολύ βαριές ποινικές συνέπειες. Ολα αυτά δεν αποτελούν κάποια εκδικητική ιδιαιτερότητα της ελληνικής νομοθεσίας.

Στο εξωτερικό, παρά τις επιμέρους διαφορές, η φιλοσοφία είναι σε μεγάλο βαθμό κοινή με τη δική μας. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κινούνται γύρω από το όριο 0,50 γραμμαρίων αλκοόλ ανά λίτρο αίματος για έμπειρους οδηγούς, με χαμηλότερα όρια ή και μηδενική ανοχή για νέους και επαγγελματίες οδηγούς. Η επαναλαμβανόμενη οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ οδηγεί σχεδόν παντού σε δραστική κλιμάκωση ποινών, μακροχρόνια αφαίρεση άδειας και, σε ορισμένες χώρες, σε υποχρεωτικά τεχνικά μέτρα, όπως συστήματα που δεν επιτρέπουν την εκκίνηση του οχήματος αν ανιχνευτεί αλκοόλ. Ολα αυτά δείχνουν πως η Ελλάδα έχει ευθυγραμμιστεί με τις διεθνείς τάσεις, ιδίως στη λογική της υποτροπής και στην άμεση ακινητοποίηση του οχήματος. Δείτε εδώ αναλυτικά τα πρόστιμα του νέου ΚΟΚ.

Πόσα ποτά μπορώ να πιω;

Πολλοί θα επιθυμούσαν να υπήρχε ένας ξεκάθαρος μπούσουλας σχετικά με την ανεκτή κατανάλωση αλκοόλ. Ομως δεν υφίσταται ένας τέτοιος αξιόπιστος κανόνας που να ισχύει για όλους. Υπάρχει, βέβαια, η έννοια του «τυπικού ποτού», δηλαδή μιας ποσότητας που περιέχει περίπου την ίδια ποσότητα καθαρού αλκοόλ, είτε πρόκειται για μπύρα, κρασί ή απόσταγμα.

«Ο πιο απλός τρόπος υπολογισμού είναι να μετράμε τις μερίδες αλκοολούχων ποτών που συνήθως πίνουμε. Ενα ποτήρι κρασί (125ml), μία μπίρα (330 ml) ή ένα ποτήρι (40 ml) ουίσκι, βότκα, τζιν περιέχουν την ίδια ποσότητα αιθυλικής αλκοόλης, δηλαδή περίπου 16 ml, ή 13 γρ.», αναφέρει το ενημερωτικό υλικό για το αλκοόλ του Ινστιτούτου Οδικής Ασφάλειας «Πάνος Μυλωνάς», επισημαίνοντας εντούτοις πως δεν υπάρχει κατανάλωση αλκοόλ που να είναι απόλυτα ασφαλής για την υγεία. «Εάν καταναλώνετε αλκοολούχα ποτά, είναι σημαντικό να μην πίνετε ποτέ με άδειο στομάχι και να μην υπερβαίνετε την ημερήσια κατανάλωση, όπως ορίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (20-30 γραμμάρια για τους άνδρες και 10-20 γραμμάρια για τις γυναίκες».

Βέβαια, στην πραγματική ζωή οι μερίδες δεν είναι ποτέ ίδιες. Ενα ποτήρι κρασί στο σπίτι δεν είναι απαραίτητα ίδιο με ένα ποτήρι κρασί σε ένα μπαρ. Ενα κοκτέιλ μπορεί να έχει πολύ περισσότερο αλκοόλ από όσο νομίζεις και μια μπίρα μπορεί να είναι 330 ml ή 500 ml και με διαφορετικό βαθμό αλκοόλ.

Επίσης, η ένδειξη στο αλκοτέστ εξαρτάται από το σωματικό βάρος και τη σύσταση του σώματος, από το φύλο, από το αν έχεις φάει, από την ταχύτητα κατανάλωσης, από το χρονικό διάστημα που έχει περάσει, από το αν παίρνεις φάρμακα, από την κούραση και την αϋπνία.

Η αίσθηση δεν είναι μέτρηση
Το αλκοόλ απορροφάται και η περιεκτικότητα στο αίμα κορυφώνεται σε χρόνο που διαφέρει ανά άτομο. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να πιεις λίγο, να νιώθεις καλά, και παρ’ όλα αυτά η μέτρηση να είναι πάνω από το όριο. Και το αντίστροφο: μπορεί να νιώθεις πιο βαρύς από ένα ποτό, αλλά η ένδειξη να μην έχει ξεπεράσει το όριο. Το πρόβλημα είναι ότι η αίσθηση δεν είναι μέτρηση.
Το Ινστιτούτο Οδικής Ασφάλειας επισημαίνει ότι, όταν καταναλώνεται αλκοόλ, ο τρόπος κατανάλωσης παίζει καθοριστικό ρόλο. Συνιστάται η κατανάλωση να γίνεται αργά, με μικρές γουλιές και επαρκή χρονικά διαστήματα ανάμεσα στα ποτά, ώστε να αποφεύγεται η απότομη αύξηση της συγκέντρωσης αλκοόλ στο αίμα.
«Η κατανάλωση νερού ανάμεσα στα ποτά, η αποφυγή συνεχούς “γεμίσματος” του ποτηριού πριν αδειάσει το προηγούμενο και η κατανάλωση αλκοόλ μαζί με φαγητό μπορούν να συμβάλουν στη μείωση του ρυθμού πρόσληψης αλκοόλ. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά δεν εξουδετερώνουν την επίδραση του αλκοόλ και δεν εγγυώνται ασφαλή οδήγηση».

Πότε θα μπορώ να οδηγήσω;

Η επήρεια του αλκοόλ δεν περνάει απότομα και η διαδικασία αυτή δεν επιταχύνεται με κανέναν τρόπο. Ο οργανισμός αποδομεί το αλκοόλ με σχεδόν σταθερό ρυθμό, ανεξάρτητα από το αν πίνεις καφέ, νερό, τρως ή κοιμάσαι. Αυτός ο ρυθμός είναι, κατά μέσο όρο, περίπου 0,10-0,15 γραμμάρια αλκοόλ ανά λίτρο αίματος (g/l) ανά ώρα.

Αν κάποιος έχει, για παράδειγμα, συγκέντρωση αλκοόλ 0,80 g/l, θα χρειαστεί τουλάχιστον 5-7 ώρες για να πέσει κάτω από το όριο των 0,50 g/l. Αν η συγκέντρωση είναι υψηλότερη, ο απαιτούμενος χρόνος αυξάνεται αντίστοιχα. Και αυτό είναι μια μέση εκτίμηση και όχι εγγύηση… νηφαλιότητας.

Εδώ βρίσκεται και η μεγαλύτερη παγίδα, καθώς πολλοί νιώθουν καλά πολύ νωρίτερα, αλλά η υποκειμενική αίσθηση νηφαλιότητας προηγείται της πραγματικής αποβολής του αλκοόλ από το αίμα. Με απλά λόγια, μπορεί να αισθάνεσαι απολύτως ικανός για οδήγηση, αλλά το αλκοτέστ να δείχνει ακόμη τιμές πάνω από το όριο.

«Περιμένω λίγο και φεύγω»

Ενα ακόμη κρίσιμο σημείο είναι ότι η μέγιστη συγκέντρωση αλκοόλ δεν εμφανίζεται πάντα αμέσως μετά το τελευταίο ποτό. Αν έχεις πιει γρήγορα ή με άδειο στομάχι, η τιμή μπορεί να συνεχίσει να ανεβαίνει για 30 έως 60 λεπτά αφού σταματήσεις να πίνεις. Αρα το «περιμένω λίγο και φεύγω» μπορεί να λειτουργήσει αντίστροφα από αυτό που νομίζεις.

Σε ό,τι αφορά το ερώτημα «πόση ώρα μετά μπορώ να οδηγήσω;», η πιο ειλικρινής απάντηση είναι πως αν έχεις πιει ποσότητα που μπορεί να σε φέρει κοντά ή πάνω στο όριο, η μόνη ασφαλής επιλογή είναι να μην οδηγήσεις καθόλου την ίδια νύχτα. Ο ύπνος μερικών ωρών δεν είναι αξιόπιστη λύση και, ειδικά το πρωί ύστερα από έντονη κατανάλωση, δεν είναι σπάνιο οδηγοί να βρίσκονται ακόμη πάνω από τα όρια χωρίς να το γνωρίζουν.

Αξίζει επίσης να αποσαφηνιστεί τι γίνεται αν πραγματοποιηθεί αλκοτέστ αμέσως μετά την κατανάλωση. Στα πρώτα λεπτά ύστερα από μια γουλιά ή ένα ποτό, μπορεί να υπάρχει υπολειμματικό αλκοόλ στο στόμα, που επηρεάζει την αναπνευστική μέτρηση. Γι’ αυτό διεθνώς υπάρχουν πρακτικές που προβλέπουν αναμονή και επαναληπτική μέτρηση όταν χρειάζεται, ώστε το αποτέλεσμα να αντανακλά καλύτερα τη συγκέντρωση αλκοόλ που βρίσκεται πραγματικά στο αίμα και όχι απλώς στο στόμα.
Εδώ μπαίνει και το άλλο ερώτημα που ακούγεται συχνά, αν δηλαδή μπορεί κάποιος να ζητήσει αιματολογική εξέταση. Στην πράξη, όταν υπάρχει αμφισβήτηση ή όταν το περιστατικό είναι σοβαρό, μπορεί να υπάρξει διαδικασία επιβεβαίωσης με εξέταση σε νοσοκομειακό περιβάλλον. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα κερδίσεις χρόνο για να πέσει η ένδειξη. Σημαίνει μεταφορά, αναμονή, ιατρική λήψη δείγματος και μια επίσημη διαδικασία που κάθε άλλο παρά απλή είναι. Και αν όντως έχεις υψηλή συγκέντρωση αλκοόλ, η εξέταση δεν θα το διορθώσει. Θα το τεκμηριώσει.

Υπάρχει τρόπος να μετρηθώ μόνος μου;

Θα μπορούσε άραγε να εμπιστευτεί κανείς τις προσωπικές συσκευές μέτρησης αλκοόλ; Στην αγορά υπάρχουν αλκοολόμετρα που είναι σε θέση να δώσουν μια χρήσιμη ένδειξη, ειδικά αν πρόκειται για συσκευές καλύτερης ποιότητας. Μια αναζήτηση στο ίντερνετ δείχνει πως υπάρχουν τέτοιες συσκευές που ξεκινούν λίγο πάνω από τα 10 ευρώ. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές είναι τελείως αναξιόπιστες. Αναζητήστε τις σχετικές κριτικές των χρηστών, οι οποίες έπειτα από μια πρόχειρα έρευνα μάλλον θα σας οδηγήσουν στην επιλογή μιας αρκετά ακριβότερης συσκευής. Ομως και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν αποκλίσεις από τις επαγγελματικές συσκευές που χρησιμοποιεί η Τροχαία.

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα