Δευτέρα, 24 Νοεμβρίου, 2025
13.8 C
Ηρακλείου

Δες τον καιρό

Τσίπρας: Σήμερα κυκλοφορεί η «Ιθάκη» – Τι λέει για «Ομπρέλα», δημοψήφισμα και τους πρώην συντρόφους στον ΣΥΡΙΖΑ

Πρέπει να διαβάσετε

Πολιτικές συζητήσεις αναμένεται να πυροδοτήσει το βιβλίο «Ιθάκη» του Αλέξη Τσίπρα, το οποίο από σήμερα θα βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

Η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου αναμένεται να γίνει στο Παλλάς στις 3 Δεκεμβρίου. Το βιβλίο περιλαμβάνει 12 κεφάλαια και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα κεφάλαια που αναφέρονται στα γεγονότα που οδήγησαν στο δημοψήφισμα του 2015 αλλά και την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ.

«Δεν έχω αφήσει τίποτα εκτός. Ομολογώ ότι από την πρώτη γραφή μέχρι την τελευταία έχει υπάρξει επεξεργασία, κυρίως όχι με το βλέμμα στο μέλλον, με το βλέμμα στην προσπάθεια να είμαι όσο πιο αντικειμενικός και όσο το δυνατόν λιγότερο άδικος, γατί δεν μπορεί να μην είσαι καθόλου άδικος απέναντι στους ανθρώπους και στα γεγονότα. Το είδα αρκετές φορές ώστε κάθε λέξη να με αντιπροσωπεύει και να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αλήθεια», είπε πρόσφατα σε podcast ο Αλέξης Τσίπρας.

Ακολουθεί η ανάδειξη των επιτευγμάτων της διακυβέρνησης που ο ίδιος θεωρεί την παρακαταθήκη του ΣΥΡΙΖΑ και κλείνει με την αναφορά στην νέα εθνική πυξίδα για την χώρα (όσα λίγο πολύ έχει πει και σε ομιλίες του). Στο τέλος φαίνεται να αφήνει ανοιχτή μια υπόσχεση για το μέλλον: «Κι όταν (σ.σ. η πατρίδα) φτάνει στην Ιθάκη, αφού ξαποστάσει για λίγο στο λιμάνι της γαλήνης, αρματώνει πάλι το καράβι της για νέους ορίζοντες. Κι εμείς, όσοι από μας, παίρνουμε τη θέση μας στο πλήρωμα, πιο έμπειροι πια, πιο σοφοί και πιο έτοιμοι».

Τι λέει για Βαρουφάκη, Πολάκη, Κασσελάκη

Σε όλη αυτή την αφήγηση με τις «φουρτούνες», τα πάνω και τα κάτω, τις χαμένες ευκαιρίες, ο Αλέξης Τσίπρας επικεντρώνει, σύμφωνα με το «Ποντίκι», όχι μόνο σε καταστάσεις και επεισόδια, αλλά και σε συγκεκριμένα πρόσωπα που απασχόλησαν την κοινή γνώμη και την πολιτική αντιπαράθεση, επιμερίζοντας ευθύνες, ασκώντας κριτική ή παίρνοντας αποστάσεις.

Μεταξύ αυτών ο Γιάνης Βαρουφάκης, τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας παρουσιάζει ως εμμονικό με τις μαθηματικές θεωρίες και με την προσπάθεια να τις επιβεβαιώσει στην πράξη, αδιαφορώντας για τον αντίκτυπο στην κυβέρνηση, στη χώρα και την κοινωνία.

Ο Νίκος Παππάς, μάλλον πέφτει στα μαλακά σε σχέση με το θέμα των τηλεοπτικών αδειών, ωστόσο ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται να δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στο ότι ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν διευκόλυνε το κόμμα, αποσυρόμενος από την πρώτη γραμμή, μετά την καταδικαστική απόφαση με 13- 0 στο Ειδικό Δικαστήριο το 2023. Αν και ο ίδιος ο Τσίπρας αρχικά δεν έθεσε ούτε ο ίδιος ζήτημα παραίτησης εκ των υστέρων εκτιμά ότι θα έπρεπε να του το είχε κάνει.

Σε ό,τι αφορά τον Παύλο Πολάκη, αναφέρεται στις δύο φορές που βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα να τον απομακρύνει. Η πρώτη ήταν η περίοδος της πανδημίας όταν ο βουλευτής Χανίων είχε χαράξει γραμμή για τα εμβόλια σε σύγκρουση με την κεντρική γραμμή. Εκεί ο Αλέξης Τσίπρας επισημαίνει ότι προτίμησε να τον μεταπείσει, όπως και έγινε με τον Πολάκη να φτάνει να κάνει ο ίδιος το εμβόλιο, όμως η ζημιά είχε γίνει. Τη δεύτερη φορά ήταν τον Φεβρουάριο του 2023, όταν ο Πολάκης, όπως αναφέρει ο Τσίπρας, προσπάθησε να του επιβάλει δικό του υποψήφιο στα Χανιά, ενώ μετά την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου για το Νίκο Παππά προχώρησε στην ανάρτηση στοχοποίησης 13 δικαστών και 15 δημοσιογράφων. Σε ό,τι αφορά το «μπαϊράκι» Πολάκη στις αρχές του 2023 και με εκλογές μπροστά, ο Αλέξης Τσίπρας παραδέχεται ότι εξοργίστηκε και φτάνοντας στην απόφαση να τον θέσει εκτός ψηφοδελτίων. Απόφαση από την οποία τον διέσωσαν οι εξελίξεις – το δυστύχημα στα Τέμπη – αλλά και οι εσωκομματικές τάσεις, όχι μόνο οι συνοδοιπόροι του, αλλά και οι αντίπαλοί του, αφού όλοι θεωρούσαν ότι αυτή η απόφαση θα επέφερε απώλειες στις εκλογές.

Σε ό,τι αφορά τον Κασσελάκη, τον χαρακτηρίζει ουσιαστικά ακατέργαστο, άσχετο με την πολιτική και το κόμμα, την ελληνική πραγματικότητα και την ελληνική πολιτική ιστορία και σκηνή, που έδωσε μια κωμικοτραγική διάσταση στις εξελίξεις, αρχικά, και στη συνέχεια οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ σε «συλλογικό εξευτελισμό». Του επιρρίπτει βέβαια και ευθύνη για την πρώτη διάσπαση στο βαθμό που «έκανε ό,τι μπορούσε για να ρίξει λάδι στη φωτιά».

«Η Μέρκελ έμεινε άφωνη»

Στο βράδυ της ανακοίνωσης του δημοψηφίσματος αναφέρεται νέα προδημοσίευση από το βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα, Ιθάκη, το οποίο αναμένεται να κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.

Ο πρώην Πρωθυπουργός περιγράφει σε αυτό το απόσπασμα τα όσα συνέβησαν στη Σύνοδο Κορυφής που προηγήθηκε της αναγγελίας του δημοψηφίσματος και κατέληξε με το τελεσίγραφο των θεσμών και με γενικευμένη ανησυχία για τα μελλοντικά σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης.

Υποστηρίζοντας πως ήδη «η αναγγελία του δημοψηφίσματος λειτούργησε ως καταλύτης για νέες καλύτερες συνθήκες στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης», ο Αλέξης Τσίπρας μιλάει για τις επαφές που ακολούθησαν με την Γερμανίδα καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ και ιδιαίτερα τον Γάλλο Πρόεδρο, Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος προσπαθούσε να προωθήσει μια νέα πρόταση, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Ολόκληρο το απόσπασμα που έδωσε στη δημοσιότητα ο Αλέξης Τσίπρας

«Η Μέρκελ είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι κάτι άλλο είχα στο μυαλό μου από το πρωί, όταν δεν έλαβα καν τον λόγο τη δεύτερη ημέρα της Συνόδου Κορυφής και ιδίως κατά την παρουσίαση του τελεσίγραφου των Θεσμών προς την ελληνική Κυβέρνηση από τον Τουσκ και τη συζήτηση που ακολούθησε. Είχε ιδιαίτερη συναισθηματική ευφυΐα και κατάλαβε ότι το να μην πάρω τον λόγο δεν ήταν λογικό. Σηκώθηκε από τη θέση της, έκανε τον κύκλο γύρω από το τραπέζι των συνεδριάσεων για να πλησιάσει στη θέση που καθόμουν και όταν έφτασε, έσκυψε και με ρώτησε: «Αλέξη, γιατί δεν μιλάς;». Εγώ που, για μη δώσω κανένα στίγμα των προθέσεών μου, δεν ήθελα καθόλου να μπω στη συζήτηση αν συμφωνώ ή διαφωνώ, της απάντησα: «Αφού τα είπε όλα ο Ντόναλντ, τι να πω εγώ;»

Η απάντησή μου απείχε πολύ από το να είναι καθησυχαστική: «Ωραία και τι θα κάνεις τώρα; Θα δεχτείς τη πρόταση;». Και πάλι προσπάθησα διπλωματικά να ξεφύγω: «Δεν αποφασίζω μόνος μου. Έχω και Υπουργικό Συμβούλιο. Θα συνεδριάσουμε και θα σου απαντήσω». Έφυγε ακόμη πιο ανήσυχη και κατευθύνθηκε προς το σημείο όπου καθόταν Ολάντ. Μετά από μια σύντομη συζήτηση των δυο τους, που απέπνεε ένα κλίμα έντονης απορίας και ανησυχίας, η Μέρκελ επέστρεψε ξανά σε εμένα:

«Και πότε θα ξέρεις να μας απαντήσεις;» «Απόψε, με το που θα γυρίσω στην Αθήνα, σου υπόσχομαι ότι θα συνεδριάσουμε. Αμέσως μετά θα σου απαντήσω».

«Ωραία, να μιλήσουμε τότε σε παρακαλώ το βράδυ τηλεφωνικά. Ό, τι ώρα να είναι. Θα συνεννοηθώ να είναι και ο Φρανσουά στο τηλέφωνο», μου απάντησε και έφυγε σιωπηλή και προβληματισμένη επιστρέφοντας στη θέση της.

Οι ανησυχίες της θα μεγάλωσαν μετά τις δηλώσεις που έκανα βγαίνοντας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: «Η Ε.Ε. με τις καταστατικές της αρχές υπερασπίζεται τη δημοκρατία, την αλληλεγγύη και τον αμοιβαίο σεβασμό. Αυτές οι αρχές δεν βασίστηκαν σε εκβιασμούς και τελεσίγραφα», δήλωσα έξω από το κτίριο του Συμβουλίου, νωρίτερα το μεσημέρι.

Το βράδυ λοιπόν έφτασε. Ήταν τόσο πυκνές από γεγονότα εκείνες οι ώρες, που ήταν σαν να είχε περάσει τουλάχιστον μια βδομάδα από εκείνη τη συνεννόηση για τηλεφωνικό ραντεβού, που είχε λάβει χώρα με τη Μέρκελ μόλις λίγες ώρες πριν, στην αίθουσα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Στο γραφείο μου, στο τραπέζι των συσκέψεων, υπήρχε ένα τηλέφωνο για τηλεδιασκέψεις, το γνωστό ως «χταπόδι». Με ενημέρωσε η γραμματέας μου η Ελένη ότι η κλήση ήταν σε εξέλιξη. Κάθισα στην άκρη του τραπεζιού.

Είχα δίπλα μου τον Βαγγέλη Καλπαδάκη. «Γεια σου, Άνγκελα, γεια σου, Φρανσουά! Μόλις βγήκα από το Υπουργικό Συμβούλιο», τους ανακοίνωσα με απόλυτη ηρεμία, ενώ με άκουγαν σιωπηλοί στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Η σιωπή τους κουβαλούσε ανησυχία, ένα μετρημένο άγχος, σαν να καταλάβαιναν πως κάτι πολύ σημαντικό αλλά ανησυχητικό είχε μόλις ξεκινήσει:

«Συζητήσαμε τη δυσκολία να ψηφίσει η Βουλή την πρόταση των Θεσμών και αποφασίσαμε να ζητήσουμε από το Eurogroup μια σύντομη επέκταση μερικών ημερών για να αποφασίσει πρώτα ο ελληνικός λαός στις 5 Ιουλίου. Είναι κάτι που σας είχα υπαινιχθεί στις πρόσφατες συζητήσεις μας στις Βρυξέλλες. Ο λαός είναι κυρίαρχος να αποφασίσει και η απόφασή του ίσως μας δώσει τη δυνατότητα να προχωρήσουμε μπροστά…»

Απόλυτη σιωπή. Αφού δεν είχα ανταπόκριση, βρήκα την ευκαιρία να συνεχίσω: «Αυτή είναι η εξέλιξη των πραγμάτων. Βεβαίως είμαι υπό πίεση, αλλά αυτή είναι η ζωή, αυτή είναι η δημοκρατία και άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Θα σεβαστούμε την απόφαση του ελληνικού λαού, είτε μας αρέσει είτε όχι».

Η Μέρκελ μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό δεν έχασε χρόνο. Πήγε κατευθείαν στο ψητό: «Τι θα πεις στον ελληνικό λαό, Αλέξη;

Θα τους προτείνεις να ψηφίσουν “ΝΑΙ”;» Δεν ήταν ώρα για υπεκφυγές. Της απάντησα καθαρά: «Δεν έχω το δικαίωμα να ζητήσω από τον ελληνικό λαό να εγκρίνει μια πρόταση που τη θεωρώ αδιέξοδη και άδικη. Όποια κι αν είναι η απόφασή του λαού, πάντως, θα τη σεβαστώ». Η Μέρκελ έμεινε άφωνη. Αγωνία σε Ελλάδα και Ευρώπη

[…] Το δημοψήφισμα, πάντως, άλλαξε τα δεδομένα πριν καν διεξαχθεί. Εκεί όπου οι περισσότεροι στην Ευρώπη ήταν αμετακίνητοι πίσω από το “take it or leave it”, ξαφνικά εργώδεις προσπάθειες ξεδιπλώθηκαν και κινητοποίηση καταγράφηκε ανάμεσα στους φίλους της χώρας μας στην Ευρώπη, οι οποίοι έσπευσαν προκειμένου να βρεθεί μια έντιμη συμφωνία έστω και την ύστατη στιγμή.

Ο Γάλλος πρόεδρος Ολάντ ανέλαβε μια σχετική πρωτοβουλία. Τη Δευτέρα 29 Ιουνίου ο τότε Υπουργός Οικονομίας της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν επικοινώνησε με τον Βαρουφάκη. Και την επομένη ο ίδιος ο Γάλλος Πρόεδρος ζήτησε να μιλήσει μαζί μου. Ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος και προσπαθούσε να εξετάσει αν υπήρχαν περιθώρια να εξευρεθεί μια λύση πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Τον διαβεβαίωσα για άλλη μια φορά, πως για μένα το δημοψήφισμα δεν είχε σκοπό την οριστική ρήξη, αλλά ήταν συνέχεια της διαπραγμάτευσης με άλλους όρους. Και του είπα πως θεωρούσα χρήσιμη τη διαμεσολαβητική πρωτοβουλία ως βάση συζήτησης για την επόμενη μέρα, ανεξαρτήτως αποτελέσματος την Κυριακή.

Ο Ολάντ αντιλαμβανόταν πως εκείνη τη στιγμή οι εξελίξεις έτρεχαν και τα περιθώρια κινήσεών του ήταν περιορισμένα. Επιπλέον, δεν ήθελε να φανεί πως εργαζόταν πίσω από την πλάτη άλλων κρατών και κυρίως των Γερμανών. Γι’ αυτό εξάλλου μου ζήτησε επιτακτικά να μη διαρρεύσει τίποτα από αυτές τις συζητήσεις.

Η πρωτοβουλία Ολάντ βοηθούσε ώστε να σπάσει το μέτωπο που είχαμε απέναντί μας. Γενικότερα, οποιαδήποτε πρωτοβουλία έδειχνε ένα μέρος της ευρωπαϊκής οικογένειας να τοποθετείται θετικά, έστω και με δισταγμούς, στην προσπάθεια εξεύρεσης διεξόδου, και ακύρωνε το αφήγημα των σκληρών που ήθελαν και να μας πετάξουν εκτός και να μας φορτώσουν την ευθύνη, ήταν καλοδεχούμενη εκ μέρους μου. Δημιουργούσε τη βάση εκκίνησης της επόμενης ημέρας.

Οι διαβουλεύσεις εκείνων των δύο 24ώρων μεταξύ της γαλλικής πλευράς, της ελληνικής και της Κομισιόν, στις οποίες κεντρικό ρόλο είχε αναλάβει ο Πιερ Μοσκοβισί, Επίτροπος Οικονομικών της Ε.Ε. και στενός συνεργάτης του Γάλλου Προέδρου, είχαν ως αποτέλεσμα, τελικά, να διαμορφωθεί μία νέα πρόταση, που είχε ως βάση συζήτησης την επικαιροποιημένη πρόταση Γιούνκερ, με τέσσερις αλλαγές. Έτσι διαμορφωνόταν ένα τελικό κείμενο, που είχε σημαντικές διαφορές από το αρχικό, αυτό, δηλαδή, που θέταμε στην κρίση του ελληνικού λαού επιδιώκοντας να απορριφθεί. Το κυριότερο, δε, ήταν ότι η πρόταση εμπεριείχε με σαφήνεια τη θέση μας για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας την επόμενη διετία, καθώς και τη δέσμευση για την αναδιάρθρωση του χρέους. Επιτέλους!

Επιτέλους, ναι, γιατί το καίριο για μένα ήταν η προοπτική διεξόδου. Δηλαδή το όποιο κείμενο συμφωνίας να συνοδεύεται από ρητή δέσμευση για αναδιάρθρωση του χρέους, ώστε αυτό να καταστεί πραγματικά βιώσιμο, και από επαρκή χρηματοδότηση για τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.

Αξιοποιώντας τα νέα δεδομένα, αργά το βράδυ της 30ής Ιουνίου, την ημέρα όπου έληγε και τυπικά το προηγούμενο πρόγραμμα, έδωσα εντολή να καταθέσουμε επισήμως αίτημα προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για νέο διετές πρόγραμμα βοήθειας, συνοδευόμενο από αναδιάρθρωση χρέους.

Ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς πως εννοούσαμε κάθε λέξη από όσα λέγαμε όλο αυτόν τον καιρό. Επιδιώκαμε έναν προωθητικό συμβιβασμό, που θα έδινε προοπτικές στην ελληνική οικονομία και θα κρατούσε όρθια την ελληνική κοινωνία.

Στην επιστολή του μάλιστα προς τον ΕΜΣ, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που την υπέγραφε, τόνιζε πως «η Ελλάδα δεσμεύεται να παρουσιάσει λεπτομερή πρόταση μεταρρυθμίσεων για να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι της χώρας, να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η βιωσιμότητα του χρέους».

Όπως ανέμενα, ωστόσο, κι εκείνη η πρωτοβουλία Ολάντ έπεσε στο κενό. Ο Γάλλος πρόεδρος ήταν ο συνοδηγός στην ευρωπαϊκή κούρσα. Οδηγός ήταν η Μέρκελ, έχοντας στο πίσω κάθισμα να την επιτηρεί και να την περιορίζει στους ελιγμούς τον Σόιμπλε.

Έτσι, λίγες ώρες αφότου ο Ρέγκλινγκ έλαβε την επιστολή Τσακαλώτου, η Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε δημόσια ότι δεν θα υπάρξουν νέες διαπραγματεύσεις για πρόγραμμα βοήθειας προς την Ελλάδα, πριν από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Το ίδιο ακριβώς είχε πει και σε μένα το ίδιο πρωί, όταν σε τηλεφωνική μας επικοινωνία την ενημέρωσα για την επίσημη πρότασή μας προς τον EMS. Λίγο αργότερα, το Eurogroup συνεδρίασε εκτάκτως μέσω τηλεδιάσκεψης για να εξετάσει το ελληνικό αίτημα. Παρόλο που οι Γάλλοι και μια σειρά από χώρες συντάχθηκαν με την πρότασή μας, τελικά αποφάσισε ό,τι περίπου η Γερμανίδα Καγκελάριος είχε δηλώσει δημόσια λίγες ώρες νωρίτερα. Δηλαδή να αναβληθεί οποιαδήποτε απόφαση μέχρι τη διεξαγωγή του ελληνικού δημοψηφίσματος.

Ωστόσο, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Γιατί όλες αυτές οι πυρετώδεις διεργασίες προετοίμασαν τη βάση επανεκκίνησης της διαπραγμάτευσης την επόμενη ημέρα υπό καλύτερους όρους. Με την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι θα κερδίζαμε το δημοψήφισμα. Κάτι που δεν ήταν καθόλου σίγουρο εκείνες τις ώρες. Με δυο λόγια, και μόνο η αναγγελία του δημοψηφίσματος λειτούργησε ως καταλύτης για νέες καλύτερες συνθήκες στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης».

«Το δημοψήφισμα ήταν δική μου απόφαση»
Σε άλλο σημείο του βιβλίου ο πρώην Πρωθυπουργός περιγράφει τις δραματικές ώρες στις Βρυξέλλες όταν αποφάσισε την διενέργεια δημοψηφίσματος τον Ιούνιο του 2015.

Ολόκληρο το απόσπασμα:
Το δημοψήφισμα ήταν δική μου απόφαση. Προσωπική, βαθιά επεξεργασμένη και ψυχικά δύσκολη. Το βασάνισα, όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και στην καρδιά μου. Ήταν μια απόφαση με λογική και με ευαισθησία, δημοκρατική ευαισθησία. Πρώτοι το έμαθαν οι πιο κοντινοί μου συνεργάτες. Τους είπα ξεκάθαρα: το πρόβλημα είναι πολιτικό. Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε αυτά που μας ζητούσαν, όχι γιατί δεν θέλαμε, αλλά γιατί αυτό που ζητούσαν ήταν η ταπείνωση του λαού και η πολιτική μας εξαφάνιση. Η απόφαση δεν μου ήταν εύκολη.

Δεν είμαι άνθρωπος που παίρνει βιαστικές αποφάσεις ή κάνει άλματα στο κενό, το αντίθετο. Βασανίζω και βασανίζομαι για κάθε μου απόφαση. Ζυγίζω την κάθε κίνηση, υπολογίζω την κάθε λεπτομέρεια, καμιά φορά περισσότερο από όσο χρειάζεται.

Συνυπολόγισα, λοιπόν, τι θα ακολουθούσε: τις επιθέσεις, τις πιέσεις, την προσπάθεια αποδόμησης. Όχι μόνο σε μένα, κυρίως στη χώρα.

Ήξερα πως έπρεπε να περάσω μέσα από ναρκοπέδιο, αν ήθελα να δώσω αίσιο τέλος στην Οδύσσεια αυτής της Ελλάδας, να την οδηγήσω στην Ιθάκη της. Εκείνο το απόγευμα της 25ης Ιουνίου, μέσα μου έκλεισε ο κύκλος της αναμονής. Ήρθε η ώρα, είπα. Ζήτησα από τους συνεργάτες μου να συγκαλέσουν εκτάκτως νωρίς το επόμενο πρωί σύσκεψη της διαπραγματευτικής ομάδας και όλων των στελεχών της ελληνικής αποστολής, στο ξενοδοχείο The Hotel, στον τελευταίο όροφο, στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε η αντιπροσωπεία μας.

Ήταν από τις πιο δύσκολες στιγμές της διαδρομής μου. Είχα την απόλυτη πεποίθηση ότι πράττω σωστά για έναν λαό που δεν μπορούσε να εξευτελίζεται από τον κάθε υπάλληλο των Βρυξελλών, τον κάθε τεχνοκράτη που πίστευε ότι η Ελλάδα συνιστά ένα είδος πειραματόζωου. Αλλά, την ίδια στιγμή, ήξερα ότι το κόστος αυτής της επιλογής θα ήταν βαρύ. Και ότι εγώ, προσωπικά, έπρεπε να είμαι έτοιμος να το σηκώσω.

Ξεκίνησε η σύσκεψη. Ζήτησα να φύγουν τα κινητά από την αίθουσα για τον κίνδυνο των υποκλοπών. «Προτείνω να πάμε για δημοψήφισμα. Δεν υπάρχει άλλη λύση», τους είπα. Και συνέχισα: «Δεν γίνεται η παραμικρή νύξη στο χρέος. Επιλέγουν αυτήν τη στάση, όχι επειδή πιστεύουν πως η πρότασή τους είναι μια λύση, αλλά επειδή θέλουν να μας τελειώσουν. Οπότε, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα και αφού μας έδωσαν ένα τελεσίγραφο να θέσουμε το τελεσίγραφό τους στην κρίση του ελληνικού λαού».

Τα λόγια μου πάγωσαν την αίθουσα. Έπεσε σιωπή. Ήταν εκείνη η σιωπή που δεν είναι αμηχανία, είναι βάρος. Ύστερα άρχισαν τα πρώτα ερωτήματα. «Ποιος είναι ο στόχος μας;» με ρώτησαν. «Ο στόχος», συνέχισα, «είναι να κερδίσουμε το δημοψήφισμα, να αναγκαστούν υπό το βάρος της διεθνούς κοινής γνώμης να κάνουν πίσω και να επιστρέψουν στο τραπέζι με μια νέα πρόταση, βιώσιμη και λογική».

Τους εξήγησα καθαρά: «Δεν έχουμε πλέον διαπραγματευτικά όπλα. Δεν μπορούμε να τους πιέσουμε. Το μόνο που μας απομένει είναι το ηθικό μας πλεονέκτημα. Η εικόνα μιας χώρας που, αντί να υπογράψει την ταπείνωσή της, ζητά από τον λαό της να αποφασίσει. Αυτό είναι το όπλο μας».

Δεν είχαμε λεπτό για χάσιμο. Τα γεγονότα πλέον μας καταδίωκαν. Εκείνο το πρωινό ακολουθούσε η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες, ενώ εγώ συγκάλεσα εκτάκτως το ίδιο βράδυ το Κυβερνητικό Συμβούλιο στην Αθήνα, με σκοπό τη λήψη απόφασης για την εξαγγελία του δημοψηφίσματος. Ζούσα τότε σε έναν άλλο κόσμο, σκληρό, απαιτητικό, απομονωμένο, τον κόσμο της διαπραγμάτευσης. Ήμουν απορροφημένος πλήρως, λες και τίποτε άλλο δεν υπήρχε γύρω μου. Εκείνη τη μέρα είχε γενέθλια ο Ορφέας, ο μικρότερος γιος μου, αλλά το είχα ξεχάσει εντελώς. Δεν σκέφτηκα ούτε ένα τηλεφώνημα, ούτε ένα «χρόνια πολλά». Από το αεροπλάνο πήγα κατευθείαν στο Μαξίμου.

Η Μπέττυ, βλέποντας πως δεν απαντούσα στα τηλέφωνα, πέρασε από εκεί για να μου θυμίσει κάτι που δεν έπρεπε να ξεχαστεί. Λίγο πριν ξεκινήσει η κρίσιμη συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου, κι ενώ ήμουν στην αίθουσα συνεδριάσεων, άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε η Ελένη, η γραμματέας μου: «Η Μπέττυ είναι απ’ έξω και θέλει να σου πει κάτι για μισό λεπτό». Ήμουν κατηγορηματικός: «Όχι τώρα, αργότερα. Κανείς δεν μπαίνει». Ήμουν συγκεντρωμένος, ή μάλλον εγκλωβισμένος, στον φόβο να μη διαρρεύσει τίποτα πριν από την ανακοίνωση. Από τη χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας την είδα να μου κάνει νόημα. «Μόνο μισό λεπτό». Κι εγώ, επίμονα, της έγνεφα «Όχι, φύγε». Τότε, έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό σακουλάκι. Μέσα είχε τρία κεράκια γενεθλίων. Τα έβγαλε και τα σήκωσε ψηλά. Δαγκώθηκα μέσα μου, ένιωσα άσχημα. Είχα ξεχάσει μέσα σε όλο αυτό ακόμα και τα γενέθλια του παιδιού μου.

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα