Σάββατο, 7 Δεκεμβρίου, 2024
12.7 C
Ηρακλείου

Δες τον καιρό

Τσέρνομπιλ: Βάτραχος «ζει και βασιλεύει» αφού προσαρμόστηκε στην ακτινοβολία

Πρέπει να διαβάσετε

Πριν μερικούς μήνες εξελικτικοί βιολόγοι του Πανεπιστημίου του Πρίνστον δημοσίευσαν έρευνα σχετικά με τους λύκους του Τσέρνομπιλ. Σύμφωνα με τη μελέτη τους, τα άγρια ζώα είχαν γενετικά τροποποιημένο ανοσοποιητικό σύστημα αναπτύσσοντας αυξημένη ανθεκτικότητα στον καρκίνο. Οι ημερήσιες δόσεις ραδιενέργειας στις οποίες είχαν εκτεθεί οι λύκοι που μελετήθηκαν ξεπερνούσαν κατά έξι φορές το επιτρεπόμενο όριο για τους ανθρώπους, αλλά παρά τις επικίνδυνες συνθήκες, οι λύκοι εμφάνισαν διακριτές μεταλλάξεις στο γονιδίωμά τους που ευνοούσαν την ανθεκτικότητά τους.

Τώρα, νέα διεθνής μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Biology Letters αποκαλύπτει ότι είδος βατράχου εξακολουθεί να ζει και να αναπτύσσεται στη ζώνη αποκλεισμού γύρω από τον πυρηνικό αντιδραστήρα 4 που εξερράγη στις 26 Απριλίου 1986 σκορπώντας τον όλεθρο και απελευθερώνοντας τεράστιες ποσότητας ραδιενεργών σωματιδίων στην ατμόσφαιρα, τα οποία εξαπλώθηκαν σε μεγάλο μέρος της δυτικής ΕΣΣΔ και της Ευρώπης.

Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου και άλλων ασθενειών, επηρέασαν χιλιάδες ανθρώπους, αν και ο ακριβής αριθμός δεν προσδιορίζεται, με τουλάχιστον 300.000 κατοίκους της γύρω περιοχής να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μετεγκατασταθούν.

Περίπου 40 χρόνια αργότερα, όμως, κάτι μοιάζει να έχει αλλάξει, καθώς σύμφωνα με τους επιστήμονες μόνο το 10% της ακτινοβολίας που απελευθερώθηκε την περίοδο εκείνη ανιχνεύεται και τα πιο επικίνδυνα ισότοπα, όπως το ιώδιο, εξαφανίστηκαν πριν καιρό, γεγονός που αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο οι άνθρωποι να επιστρέψουν κάποια στιγμή στην περιοχή.

Την ίδια στιγμή, παρότι πευκοδάση και ζωικά είδη επηρεάστηκαν σημαντικά από την έκρηξη, η ανθρώπινη απουσία στο μεσοδιάστημα ευνόησε την ανάπτυξη της άγριας ζωής, όπως στην περίπτωση του πληθυσμού ασιατικών δενδροβατράχων (Hyla orientalis), οι οποίοι δείχνουν να χαίρουν άκρας υγείας. Η μόνη διαφορά, τουλάχιστον οπτικά, είναι ότι ανέπτυξαν πιο σκουρόχρωμη απόχρωση στην επιδερμίδα τους και επομένως το φωτεινό πράσινο που συνήθως έχουν έχει αντικατασταθεί από σκούρο πράσινο που αγγίζει το μαύρο. Πιθανολογείται ότι σε μία προσπάθεια να προστατευτούν από την ακτινοβολία αναπτύχθηκε η μελανίνη.

Οι ερευνητές, όμως, δεν περιορίστηκαν στην εμφάνιση του βατράχου, αλλά μελέτησαν τις πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της ακτινοβολίας, αναλύοντας τη σύνδεσή της με τη γήρανση του είδους.

Είναι γνωστό ότι είδη σε ορεινές περιοχές μπορεί να ζήσουν ακόμα και ως 20 χρόνια, ενώ άλλα μόλις δύο. Στο διάστημα τριών ετών και μελετώντας τα 200 άτομα της αποικίας, οι επιστήμονες κατέληξαν ότι ο γηραιότερος βάτραχος έφτασε την ηλικία των εννέα ετών, ενώ οι υπόλοιποι τα τρία ή τέσσερα χρόνια.

Επομένως, η ακτινοβολία δεν επηρέασε αρνητικά το προσδόκιμο ζωής τους αφού κατά μέσο όρο άτομα από μη ραδιενεργές περιοχές ζουν περίπου 3,6 έτη. Επιπλέον, διαπίστωσαν ότι ούτε ο ρυθμός γήρανσης επηρεάζεται, αφού μελετώντας τις αλληλουχίες του DNA δεν εντοπίστηκαν σημαντικές διαφορές με άτομα σε μη αποκλεισμένα σημεία. Τέλος, δεν παρατηρήθηκε αύξηση των επιπέδων του στρες, ούτε υπήρξε σημαντική απορρόφηση ακτινοβολίας από μύες και οστά.

Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι τα επίπεδα ακτινοβολίας στο Τσερνομπίλ σήμερα δεν είναι αρκετά υψηλά για να προκαλέσουν χρόνια βλάβη σε αυτά τα πλάσματα με τους ερευνητές να αναφέρουν πως μελέτες όπως αυτή «είναι θεμελιώδεις για την κατάρριψη του μύθου ότι η ζώνη αποκλεισμού είναι εχθρική για τη ζωή, δείχνοντας ξεκάθαρα ότι η περιοχή έχει γίνει ένα εξαιρετικά σημαντικό καταφύγιο για την απειλούμενη άγρια ​​ζωή στην Ευρώπη».

Ο επικεφαλής της μελέτης και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Estación Biológica de Doñana στη Σεβίλλη της Ισπανίας, Πάμπλο Μπουράκο, μιλώντας στο IFLScience και θέλοντας να δώσει ένα παράδειγμα για τα ποσοστά ραδιενέργειας στην περιοχή δήλωσε ότι στις δύο εβδομάδες όπου εργάστηκαν σε πολύ επιβαρυμένα σημεία –για μερικές ώρες την ημέρα- «συγκεντρώσαμε το ίδιο επίπεδο ακτινοβολίας που λαμβάνει κανείς σε μία μόνο επίσκεψη στον οδοντίατρο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα πιο επικίνδυνα ραδιοϊσότοπα που απελευθερώθηκαν τη στιγμή του ατυχήματος στο Τσερνόμπιλ έχουν πολύ μικρό χρόνο ζωής, επομένως τα επίπεδα ακτινοβολίας έπεσαν γρήγορα μετά από αρκετούς μήνες ή χρόνια».

Βέβαια, διευκρίνισε ότι πράγματι το επίπεδο είναι χαμηλό σήμερα, αλλά και οι ίδιοι οι βάτραχοι προσαρμόστηκαν για να επιβιώσουν σε ιστορικά υψηλά ποσοστά ραδιενέργειας.

Πηγήnewmoney.gr

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα