Γαλοπούλα γεμιστή με κάστανα, χοιρινό με δαμάσκηνα, πατάτες, σπαράγγια και μανιτάρια για γαρνιτούρες… Η λίστα με τα εδέσματα που θα περιλαμβάνει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι μας σιγά-σιγά συμπληρώνεται.
Αυτό που πολλοί καταναλωτές αγνοούν όμως είναι πως αρκετές από τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για να ετοιμαστούν τα γιορτινά τους πιάτα έχουν φτάσει να κάνουν μέχρι και τον «γύρο του κόσμου» ώσπου να καταλήξουν τελικά στο τραπέζι τους. Eνα ταξίδι που κοστίζει ακριβά στο περιβάλλον.
Κατεψυγμένες γαλοπούλες από τη Γαλλία, χοιρινό και βόειο κρέας από την Ολλανδία. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως τα τροφοχιλιόμετρα, η απόσταση δηλαδή την οποία διανύουν τα τρόφιμα από τον τόπο παραγωγής τους μέχρι το σημείο της τελικής κατανάλωσής τους, είναι πολλές χιλιάδες.
Κάποια μάλιστα «ταξιδεύουν» ακόμα και 11.000 χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν στο πιάτο μας.
Κι αν νομίζει κανείς πως αυτό συμβαίνει μόνο για τη ζωική πρωτεΐνη, κάνει λάθος, καθώς ακόμα και τρόφιμα που μπορεί κανείς εύκολα να βρει στη χώρα μας προέρχονται από άλλες χώρες. Ο κατάλογος λοιπόν είναι μεγάλος: πατάτες Κύπρου, λεμόνια Αργεντινής, σπαράγγια και βατόμουρα Περού, χουρμάδες από το Ισραήλ και κουκουνάρι από την Κίνα.
Πόσο κακό όμως μπορεί να κάνει ένα… πολυταξιδεμένο φαγητό στο πιάτο μας;
Οι ειδικοί απαντούν πως το θέμα που ανακύπτει, εκτός από ηθικό, καθώς τα περισσότερα από αυτά τα προϊόντα παράγονται στη χώρα μας, είναι κυρίως περιβαλλοντικό. Αρκεί κανείς να υπολογίσει πως για τη μεταφορά των λάιμ από τη Βραζιλία μέχρι την Ελλάδα απαιτείται να καλυφθούν 9.720 χιλιόμετρα, μεταφορά όμως που «κοστίζει» στο περιβάλλον 2 τόνους CO2.
Η ιδέα μάλιστα για τα ταξιδιωτικά χιλιόμετρα ενός τροφίμου δεν είναι καινούργια αλλά πάει πίσω στη δεκαετία του ’90. Βέβαια από τότε μέχρι σήμερα ολοένα και περισσότερα τρόφιμα κάνουν τον γύρο του κόσμου, τις περισσότερες, δε, φορές με αεροπλάνο, το οποίο μπορεί να είναι το πιο γρήγορο μέσο αλλά ταυτόχρονα είναι το πιο επιβλαβές περιβαλλοντικά.
Συγκεκριμένα, στη Μεγάλη Βρετανία εκτιμάται πως οι αεροπορικές μεταφορές τροφίμων εκπέμπουν περίπου 2 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα ετησίως, ενώ στην περίπτωση που τα τρόφιμα τα οποία μεταφέρονταν αεροπορικά από άλλες χώρες αγοράζονταν τοπικά, χωρίς να υπάρχει μεταφορικό κόστος, η εξοικονόμηση θα ήταν 16 εκατ. τόνοι διοξειδίου του άνθρακα τον χρόνο.
Υπολογίζεται, δε, πως το συνολικό αποτύπωμα των μεταφορών αποτελεί το 11% του συνολικού αποτυπώματος της διατροφής. Παλαιότερες μελέτες, μάλιστα, έδειχναν ότι τα συστατικά για το χριστουγεννιάτικο γεύμα μπορεί και να έχουν κάνει πάνω από 10 φορές τον γύρο της Γης μέχρι να φτάσουν στο καλάθι του έλληνα καταναλωτή.Τα τελευταία χρόνια διεθνώς έχει επικρατήσει η τάση του περιορισμού των τροφοχιλιομέτρων, με πολλούς να ακολουθούν την πρωτοβουλία της «δίαιτας των 100 μιλίων».
Σύμφωνα με αυτή, μεμονωμένα νοικοκυριά, αλλά κυρίως επιχειρήσεις εστίασης και ξενοδοχεία, προσπαθούν να χρησιμοποιούν τρόφιμα που παράγονται σε μια ακτίνα 100 μιλίων, μειώνοντας έτσι τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις μεταφορές των τροφίμων.
Οπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, για τους έλληνες καταναλωτές η λύση είναι πολύ απλή: η μεσογειακή διατροφή, με επιλογή λαχανικών και φρούτων εποχής καθώς και τοπικών προϊόντων. Μάλιστα, τα εγχώρια προϊόντα εκτός από την ασφάλεια που παρέχουν συχνά σε θέματα υγείας του καταναλωτή – τα μεγάλα ταξίδια, σύμφωνα με το WWF Ελλάς, ευθύνονται συχνά για τη μειωμένη φρεσκάδα των τροφών και τις απώλειες σε βιταμίνες – αναδεικνύονται ως ο καλύτερος τρόπος μείωσης του αποτυπώματος από τα τροφοχιλιόµετρα. «Αγοράζοντας τοπικά και εποχικά προϊόντα, δεν μειώνεται μόνο η ποσότητα του καυσίμου που απαιτείται για τη μετακίνησή τους, μειώνονται οι φορές που πρέπει να συσκευαστούν ενώ μειώνεται και η τιμή τους» λένε εκπρόσωποι της οργάνωσης.
Η χριστουγεννιάτικη σπατάλη τροφίμων
Οι γιορτές των Χριστουγέννων όμως είναι και μια περίοδος όπου η σπατάλη τροφίμων… ξεφεύγει. Μάλιστα, οι επιστημονικές εκτιμήσεις κάνουν λόγο για αύξηση του φαινομένου κατά 15% τις ημέρες των γιορτών, με την εικόνα των μισογεμάτων πιάτων μετά την ολοκλήρωση του γεύματος να είναι κοινή σε πολλές γωνιές του κόσμου.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας, όπου τα νοικοκυριά πετούν στα σκουπίδια, σύμφωνα με έρευνα, ανήμερα τα Χριστούγεννα ποσότητα φαγητού ίση με αυτήν που θα κάλυπτε 4,2 εκατομμύρια δείπνα! Οι Βρετανοί λοιπόν αφήνουν στο… πιάτο και μετά στον κάδο των σκουπιδιών 263.000 γαλοπούλες, 740.000 χριστουγεννιάτικες πουτίγκες και περισσότερα από 17 εκατομμύρια λαχανάκια Βρυξελλών.
Αντίστοιχα, στις ΗΠΑ την περίοδο μεταξύ των Ευχαριστιών και της Πρωτοχρονιάς καταλήγουν στα σκουπίδια επιπλέον 5 εκατομμύρια τόνοι τροφίμων. «Η σπατάλη τροφίμων είναι μια τριπλή πρόκληση – περιβαλλοντική, οικονομική αλλά και κοινωνική. Και μάλιστα, η εμπειρία μάς δείχνει πως τις ημέρες των γιορτών το πρόβλημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο» επισημαίνει στο «Βήμα» η επίκουρη καθηγήτρια Κυκλικής Οικονομίας στο Τμήμα Οικονομίας και Βιώσιμης Ανάπτυξης, στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Χριστίνα Χρόνη.
Τα απόβλητα ανά κάτοικο
Αξίζει να σημειωθεί πως κάθε χρόνο παράγονται στην ΕΕ 59 εκατομμύρια τόνοι αποβλήτων τροφίμων. Αυτή η ποσότητα αντιστοιχεί σε 131 κιλά ανά κάτοικο. Σύμφωνα, μάλιστα, με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, το 69% της σπατάλης τροφίμων στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 27 κρατών-μελών το 2020 προήλθε από τα νοικοκυριά, τις υπηρεσίες εστίασης αλλά και το λιανικό εμπόριο.
Ερευνα της ομάδας του Χαροκοπείου, με επικεφαλής την καθηγήτρια Κάτια Λαζαρίδη, που απαρτίζεται μεταξύ άλλων από τον καθηγητή Κώστα Αμπελιώτη και τη Χριστίνα Χρόνη, έδειξε πως το 2020 στη χώρα μας η συνολική παραγωγή αποβλήτων τροφίμων ανήλθε στα 192 κιλά ανά κάτοικο. Τα νοικοκυριά, σύμφωνα με την κυρία Χρόνη, παρήγαγαν το 54% των συνολικών απορριμμάτων τροφίμων (70 κιλά ανά κάτοικο), ενώ ακολουθούν η επεξεργασία – μεταποίηση τροφίμων, η πρωτογενής παραγωγή, η εστίαση και τέλος το λιανεμπόριο – διανομή.
«Αυτό που προσπαθούμε να περάσουμε ως συμβουλή είναι να αξιοποιηθούν τα φαγητά που έμειναν και να τα εκμεταλλευθούν οι καταναλωτές. Θα πρέπει να γίνουν απλές κινήσεις αλλαγής της καταναλωτικής συμπεριφοράς για να μην καταλήγουν τα τρόφιμα στους κάδους απορριμμάτων» σημειώνει η κυρία Χρόνη. Προσθέτει, δε, πως το πρόβλημα της σπατάλης τροφίμων, το οποίο έχει αναγνωριστεί από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, δυστυχώς εντείνεται την ώρα που 800 εκατομμύρια άνθρωποι διεθνώς δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκή ποσότητα τροφίμων, περισσότερα από 2 εκατομμύρια άτομα έχουν ανεπάρκειες μικροθρεπτικών συστατικών, ενώ περίπου 32,6 εκατομμύρια πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν μπορούν για οικονομικούς λόγους να έχουν ένα ποιοτικό γεύμα μέρα παρά μέρα.