Σε έξι χρόνια, η Νέα Δημοκρατία έχει αποδομήσει συστηματικά κρίσιμες δικλείδες προστασίας της εργασίας, γέρνοντας την πλάστιγγα υπέρ της εργοδοσίας και υπονομεύοντας κατακτήσεις δεκαετιών που κερδήθηκαν με αγώνες. Μέσα από μια σειρά μεταρρυθμίσεων —από τη συρρίκνωση των συλλογικών ρυθμίσεων μέχρι την ατομική διευθέτηση του χρόνου και την καθιέρωση της υπερεργασίας— δημιουργείται ένα επισφαλές τοπίο: πιεσμένοι μισθοί, αυξανόμενη επισφάλεια και φθίνοντα κοινωνικά δικαιώματα. Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο φαίνεται να αποτελεί το επόμενο βήμα στην κανονικοποίηση της εντατικοποίησης, χωρίς ουσιαστικά αντίβαρα προστασίας.
Ο νόμος 4635/2019, που ψηφίστηκε το 2019, έφερε μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο ρύθμισης των συλλογικών σχέσεων. Ο χώρος άνοιξε για την ενίσχυση των επιχειρησιακών ρυθμίσεων σε βάρος των κλαδικών συμβάσεων, δυσχεραίνοντας την επέκταση ευνοϊκότερων όρων. Ως αποτέλεσμα, αλλοιώθηκε η δυναμική της συλλογικής διαπραγμάτευσης και ενθαρρύνθηκε μια «κούρσα προς τα κάτω» στους μισθούς και στις συνθήκες εργασίας, παρά το αφήγημα περί προσέλκυσης επενδύσεων και αύξησης της ανταγωνιστικότητας.
Το 2021, ο νόμος 4808/2021 «Για την Προστασία της Εργασίας» εισήγαγε σημαντικές αλλαγές στον χρόνο εργασίας και στις διαδικασίες του. Η δυνατότητα διευθέτησης του ωραρίου μέσω ατομικής συμφωνίας και η διεύρυνση των υπερωριών καθιστούν εφικτή την υπέρβαση του καθημερινού ωραρίου, με την υπόσχεση ότι ο χρόνος εργασίας θα «ισορροπείται» εκ των υστέρων με ρεπό. Παράλληλα, οι νέες ηλεκτρονικές υποχρεώσεις και η τήρηση μητρώων μεταθέτουν μεγάλο μέρος της ευθύνης στον εργαζόμενο και περιορίζουν τον πρακτικό χώρο για συνδικαλιστική δράση.
Το 2023, ο νόμος 5053/2023 συνέχισε στην ίδια πολιτική κατεύθυνση. Η εισαγωγή της 6ης ημέρας εργασίας σε κλάδους συνεχούς λειτουργίας, η δυνατότητα παράλληλης απασχόλησης και η δοκιμαστική περίοδος των έξι μηνών ενισχύουν την εργασιακή επισφάλεια. Παρά το γεγονός ότι το πληροφοριακό πλαίσιο και η ψηφιακή κάρτα παρουσιάζονται ως εργαλεία διαφάνειας, παραμένει έντονος ο προβληματισμός ότι η υπερεργασία κανονικοποιείται, συρρικνώνοντας τον πραγματικό χρόνο ανάπαυσης και υπονομεύοντας την ουσία της συλλογικής ρύθμισης.
Στο τρίπτυχο των νόμων 4635/2019, 4808/2021 και 5053/2023 συγκεντρώνεται η κύρια κριτική: περισσότερη «ευελιξία» χωρίς ουσιαστικά αντίβαρα, με έμφαση στην ατομική ρύθμιση του χρόνου εργασίας και τη χρήση ψηφιακών εργαλείων συμμόρφωσης, σε βάρος της συλλογικής διαπραγμάτευσης και της διασφάλισης του σταθερού χρόνου ανάπαυσης.
Το υπό διαβούλευση σχέδιο παρουσιάζεται ως απλοποίηση και καλύτερη προστασία, δηλαδή ωμή παραδοχή ότι 6 χρόνια τώρα, η ΝΔ δεν έχει κατορθώσει να προστατεύσει με τα ήδη ψηφισμένα νομοσχέδια τους εργαζομένους. Κεντρικός όρος είναι η διευθέτηση χρόνου εργασίας: περισσότερες ώρες κάποιες ημέρες και λιγότερες άλλες, με έλεγχο σε περίοδο αναφοράς ώστε να «βγαίνει» ο μέσος όρος. Η ψηφιακή κάρτα υπόσχεται διαφάνεια στην καταγραφή, ενώ οι ψηφιακές προσλήψεις/δηλώσεις μειώνουν τη γραφειοκρατία. Προβλέπονται επίσης ευέλικτη προσέλευση και κατάτμηση άδειας σε περισσότερα τμήματα, κατόπιν συνεννόησης.
Η διευθέτηση και η διεύρυνση υπερωριών οδηγούν σε πραγματική αύξηση του ημερήσιου χρόνου (μέχρι και συζητήσεις περί «13ης ώρας»), με την ατομική συμφωνία να αποδυναμώνει τη συλλογική διαπραγμάτευση. Η κατάτμηση άδειας και η «ευελιξία» μετατρέπουν τη ξεκούραση σε παζάρι, ενώ η αντιστάθμιση υπερωριών με ρεπό καλλιεργεί κουλτούρα μόνιμης υπερεργασίας. Επιπλέον, εκφράζονται φόβοι για ευκολότερες απολύσεις, πίεση στη συνδικαλιστική δράση και μετακύλιση του ρίσκου στον εργαζόμενο.
Το διακύβευμα είναι σαφές: θα αποδειχθεί η «απλοποίηση» εργαλείο δικαιότερης οργάνωσης της εργασίας ή θεσμοποίηση της εντατικοποίησης;
Αν αφήσουμε τις λέξεις να πουν την αλήθεια τους, η «απλοποίηση» που προβάλλεται ως ουδέτερη τεχνική ρύθμιση καταλήγει να θεσμοποιεί την εντατικοποίηση. Πρώτον, ο συνδυασμός ατομικής διευθέτησης με περίοδο αναφοράς μεταφέρει το βάρος στο παρόν: οι μακρύτερες βάρδιες γίνονται τώρα, με την υπόσχεση ότι «θα ισοφαριστούν» αργότερα. Σε ένα εργασιακό περιβάλλον άνισης ισχύος, αυτή η «συναίνεση» σπανίως είναι πραγματικά ελεύθερη—και το έκτακτο γίνεται εύκολα κανόνας.
Δεύτερον, η επιλογή ρεπό αντί χρηματικής προσαύξησης αδειάζει την υπερωρία από το μοναδικό αντικίνητρό της: το κόστος. Όταν η επιμήκυνση του ημερήσιου ωραρίου «πληρώνεται» με χρόνο και όχι με χρήμα, η πίεση να τραβιέται το ωράριο στις αιχμές γίνεται συστημική, ενώ ο εργαζόμενος χάνει εισόδημα και προβλεψιμότητα στο πρόγραμμά του.
Τρίτον, η κατάτμηση άδειας, η «ευέλικτη» προσέλευση και, όπου προβλέπεται, η 6η εργάσιμη διαβρώνουν τη συνεχόμενη ανάπαυση και το δικαίωμα αποσύνδεσης. Το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς περισσότερες ώρες, αλλά μια νέα κανονικότητα μόνιμης ετοιμότητας που σωρεύει κόπωση, λάθη και επαγγελματική εξουθένωση. Με άλλα λόγια, πίσω από την τεχνική αρχιτεκτονική κρύβεται μια σαφής πολιτική επιλογή: περισσότερο «λάστιχο» στον χρόνο εργασίας, λιγότερα ουσιαστικά αντίβαρα προστασίας.
Αξίζει η υπενθύμιση της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ που απαιτεί 11 ώρες ημερήσιας ανάπαυσης και 48 ώρες εβδομαδιαίο ανώτατο ως μέσο όρο. Αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως νόμιμο 13ωρο σε κάθε χώρα· πολλές θέτουν χαμηλότερο ημερήσιο όριο στην εσωτερική τους νομοθεσία.
Η Γαλλία διατηρεί 35ωρη τυπική εβδομάδα και 10ωρο ημερήσιο όριο, με έγκριση επιθεώρησης εργασίας, μόνο σε κατεπείγουσα ανάγκη (προσωρινός φόρτος), ή αν το προβλέπει η συλλογική σύμβαση για λόγους οργάνωσης/αυξημένης δραστηριότητας. Η Ισπανία έχει 9ωρο ημερήσιο όριο και ελάχιστη 36ωρη συνεχόμενη εβδομαδιαία ανάπαυση. Η Γερμανία ορίζει 8 ώρες ημερησίως (έως 10 με αυστηρό μέσο όρο) και γενική απαγόρευση Κυριακάτικης εργασίας. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία έχουν θεσπίσει «δικαίωμα αποσύνδεσης» εκτός ωραρίου. Οι σκανδιναβικές χώρες, μέσω ισχυρών συλλογικών συμβάσεων, κρατούν 40ωρη ή χαμηλότερη εβδομάδα και αυστηρά ετήσια πλαφόν υπερωριών.
Το συμπέρασμα είναι σαφές: αν η πολιτεία επιδιώκει πραγματικά μια «δικαιότερη εργασία», πρέπει να αποκαταστήσει τη συλλογική διαπραγμάτευση, να θεσπίσει αδιαπραγμάτευτα όρια ημερήσιας απασχόλησης, να πληρώνει την υπερωρία σε χρήμα, να εξασφαλίζει συνεχόμενη ανάπαυση και να πραγματοποιεί ουσιαστικούς ελέγχους μέσω της επιθεώρησης. Χωρίς αυτά τα μέτρα, η «απλοποίηση» παραμένει ένα σύνθημα, ενώ οι εργαζόμενοι βυθίζονται σε μόνιμη επισφάλεια, κούραση και φτωχοποίηση. Η επιλογή, σε κάθε περίπτωση, είναι ξεκάθαρα πολιτική.