Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024
20.7 C
Ηρακλείου

Δες τον καιρό

Το ΟΧΙ που δεν ήταν όχι, αλλά μια ρητορική ερώτηση του 1940 – Προσχεδιασμένη η εισβολή των Ιταλών και δικαιολογία το τελεσίγραφο

Πρέπει να διαβάσετε

Ελευθερία Νιονάκη (Δάνδολο)
Ελευθερία Νιονάκη (Δάνδολο)
Ακτιβίστρια
Η Ελευθερία Νιονάκη (Δάνδολο) είναι Διπλωματούχος Μηχανικός Ιατρικής Τεχνολογίας και κάτοχος MSc στην Οργάνωση και Διοίκηση για Μηχανικούς. Ως ακτιβίστρια και Μέλος του Συνδέσμου Γυναικείων Σωματείων Ηρακλείου και Νομού Ηρακλείου εργάζεται με θέματα ισότητας και ασφάλειας των γυναικών και των παιδιών. Συγχρόνως, ασχολείται ενεργά με εθελοντικές δράσεις και οργανισμούς που προστατεύουν τις κοινωνικά ευάλωτες ομάδες και την καταπολέμηση της βίας σε οποιαδήποτε μορφή της.

Λίγο μετά τις 03:00 το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 η Ελλάδα δέχτηκε τελεσίγραφο από την ιταλική κυβέρνηση, μέσω του Ιταλού πρέσβη στην Αθήνα τον Εμανοέλε Γκράτσι. Το τελεσίγραφο ανέφερε ότι απαιτούταν η ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού μέσω της Ελληνοαλβανικής μεθορίου, προκειμένου να καταλάβει λιμένες, αεροδρόμια και άλλα στρατηγικά σημεία του τότε Βασιλείου της Ελλάδας, για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και λοιπών διευκολύνσεων των στρατευμάτων τους για την μετέπειτα προώθησή τους στην Αφρική.

Ο Ιωάννης Μεταξάς, αφού διάβασε το κείμενο, απάντησε στην γαλλική, που τότε ήταν η επίσημη διπλωματική γλώσσα) με την περίφημη ερώτηση «Alors, c’est la guerre?» (Δηλαδή, αυτό σημαίνει πόλεμο;).

Η Ιταλική απαίτηση απαντήθηκε με ερώτημα από την πλευρά της Ελλάδας, με την Ιταλίας να εισβάλει στην Ήπειρο αιφνιδιαστικά στις 05.30 το ξημέρωμα της ίδιας μέρας (στο τελεσίγραφο οριζόταν ότι η επίθεση, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, θα ξεκινούσε στις 06.00 π.μ.).

Η Ελλάδα ξαφνικά βρέθηκε αμυνόμενη να πολεμά και να εισέρχεται, αρχικά με νίκες επί των Ιταλών, στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Ενώ εμείς τιμούμε το ηρωϊκό ΟΧΙ της χώρας μας στις ορέξεις του Μουσολίνι, με υψηλό το εθνικό φρόνημα, με σχολικές γιορτές, εθνική αργία και παρελάσεις, στα ψιλά γράμματα της ιστορίας έχουν περάσει τα πραγματικά γεγονότα πίσω από την θρυλική «άρνηση» του Μεταξά προς τους Ιταλούς.

Ο Ιωάννης Μεταξάς, όπως αποδεικνύεται δεκαετίες αργότερα μέσα στις ιστορικές πηγές, ήταν υπέρ της εγκατάστασης ενός κλασικού φασιστικού καθεστώτος στην Ελλάδα, που θα του επέτρεπε να έχει το πάνω χέρι στην συγκυβέρνηση με τον Βασιλιά Γεώργιο τον Β’. Αφού κατάφερε και διέλυσε τις προγενέστερες ελληνικές φασιστικές οργανώσεις, όπως την «Τρία Έψιλον» και τα αιματοβαμμένα τάγματα εφόδους της, του «Χαλυβδόκρανους» δημιούργησε το δικό του κίνημα, την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ), στην οποία υποχρέωση είχαν να εγγραφούν όλες οι νέες και οι νέοι της εποχής εκείνης. Η ΕΟΝ στελεχώθηκε και οργανώθηκε στα πρότυπα των σκληρών φασιστικών οργανώσεων νεολαίας εκείνης της εποχής. Η κατεπείγουσα δημιουργία της στηρίχτηκε στο πρόσχημα της προάσπισης «του ελληνικού πολιτισμού απέναντι στην κουμμουνιστική επιθετικότητα».

Την ίδια εποχή το προσκοπικό κίνημα ήταν εξίσου καλά οργανωμένο και τελούσε υπό την σκέπη του Βασιλιά Γεωργίου. Τα εγγεγραμμένα προσκοπικά στελέχη δεν υποχρεούταν να εγγραφούν στην ΕΟΝ, κατόπιν διαταγής του Βασιλιά Γεωργίου, ο οποίος ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Προσκοπικού Κινήματος. Ο προσκοπισμός, εκείνη την περίοδο, υπήρξε η διέξοδος για όσους νέους και νέες δεν επιθυμούσαν να ενταχθούν στην ΕΟΝ.

Ο Μεταξάς, με όχημα την ΕΟΝ, διακήρυξε την δημιουργία του «Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού» και την αρχή του «αλάθητου και παντοδύναμου αρχηγού», του εαυτού του. Ουδέποτε χρησιμοποίησε τους όρους «φασιστικός» ή «εθνικοσοσιαλιστικός» για να μην προκαλέσει την απέχθεια της κοινωνίας απέναντι στο έργο του, αφενός, αλλά και για να αποφύγει τις προστριβές με την «προστάτιδα» Αγγλία.

Στις 20 Σεπτέμβρη του 1936, σύμφωνα με άρθρο ελληνικής εφημερίδας της ίδιας ημέρας την ίδια μέρα, η δικτατορία Μεταξά, μόλις ενάμιση μήνα αφ’ ότου έχει αναλάβει την εξουσία, προσκάλεσε μέσω του Υπουργού της κυβέρνησης του Κοτζιά τον Τζ. Γκαίμπελς, ο οποίος ήταν Υπουργός Προπαγάνδας των Ναζί και «η πιο ισχυρή προσωπικότητα του Γ’ Ράιχ μετά τον Φύρερ», στην χώρα μας. Το ξεκίνημα της έκτοτε συνεχούς διπλωματικής προσέγγισης του Μεταξά προς τη Γερμανία δηλώθηκε επισήμως μέσα από την πρόσκληση εκείνη.

Το 1938 ο δικτάτορας Μεταξάς παρότρυνε τον βασιλιά Γεώργιο να επισκεφθεί τον Χίτλερ στη Γερμανία, ιδέα που ο βασιλιά απέρριψε. Είναι η εποχή που οι σχέσεις και οι ισορροπίες μεταξύ του βασιλιά και του πρωθυπουργού στην χώρα μας έχουν αρχίσει να δοκιμάζονται και να κλυδωνίζονται.

Ο ελληνικός στρατός, στο μεταξύ, είχε εκκαθαριστεί από όλα τα βενιζελικά και δημοκρατικά στοιχεία, ενώ είχε στελεχωθεί από στρατιωτικούς που είχαν ως πρότυπο τους SS και την Βέρμαχτ. Η ΕΟΝ, κατά τα πρότυπα της χιτλερικής νεολαίας, διέδιδε τις αξίες της μοναρχίας και την «αφοσίωση και λατρεία» στον αλάθητο «ηγέτη Μεταξά». Οι υπόγειες επικοινωνιακές διασυνδέσεις του ελληνικού καθεστώτος προς το Γ’ Ράιχ, φαίνεται ότι παρέμειναν μόνιμες ακόμη και με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ελλάδα.

Στο πολιτικό παρασκήνιο, ο Μεταξάς συγκυβερνούσε την Ελλάδα με τον παλάτι που επί της ουσίας ήταν το «κράτος εν κράτη». Το παλάτι ήταν ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, ο οποίος ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στην Βρετανία.

Εκείνη την περίοδο, από το 1932 ακόμη, η Ελλάδα είχε εξωτερικό χρέος ύψους 1,022 δισεκατομμυρίων χρυσών φράγκων, ενώ το εσωτερικό χρέος της χώρας μας έφτανε τα 144 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Βασικοί δανειστές μας ήταν ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου, το συγκρότημα «Speyer and Co» της Ν. Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους της χώρας μας ανήκαν σε αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ανήκαν σε κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% σε γαλλικά, το 5,40% σε σουηδικά, ενώ το 3,44% σε βελγικά κεφάλαια. Τέλος, το 1,7% του εξωτερικού χρέους ανήκαν σε γερμανικά και το 1,65% σε ιταλικά κεφάλαια.

Τα παραπάνω οικονομικά στοιχεία αποδεικνύουν την τεράστια υποχρέωση της Ελλάδας στην Αγγλία, και την οικονομική χρεωστική δέσμευση που είχε απέναντι ακόμη και στον εχθρό, την εποχή εκείνη. Μαζί με το γεγονός της πίστης του Βασιλιά Γεωργίου Β’ στην Αγγλία, κάνει σαφές το γεγονός ότι το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά δεν θα μπορούσε να σταθεί ενάντια στις επιταγές της χώρας που επί της ουσίας μας διοικούσε, την Αγγλία.

Παραδοχή και του ίδιου σε δημοσιογράφους, όταν στις 30.10.1940 ρωτήθηκε για την ιταλική επίθεση, και ο Μεταξάς απάντησε ότι εάν δεχόταν το αίτημα για στρατιωτική κατάληψη των στρατηγικών σημείων της χώρας απ’ τον ιταλικό στρατό, θα επενέβαινε στρατιωτικά η Αγγλία και θα διχοτομούταν η Ελλάδα, με αποτέλεσμα, ούτως ή άλλως, να μετατραπεί η ελληνική επικράτεια σε πεδίο μάχης.

Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, ούτε ο ίδιος ο Μεταξάς ούτε οι στρατηγοί του πίστευαν ότι οι Έλληνες θα κατάφερναν να αποκρούσουν την ιταλική επίθεση. Πίστευαν ότι σε 3 ημέρες η Ελλάδα θα είχε πέσει στην μπότα του κατακτητή. Χαρακτηριστικές ήταν οι φράσεις του Παπάγου στον επιτελάρχη του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας τον Συνταγματάρχη Γεωργούλη «θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές διά την τιμήν των όπλων» και του Υπουργού Ναυτιλίας του Μεταξά, Αμβρόσιο Τζίφο, ο οποίος δήλωσε κατά την κυβερνητική σύσκεψη το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου «Εξάλλου η προθεσμία του τελεσιγράφου ήτο τρίωρος, ήτοι ώς τας 6 το πρωί, ώστε δεν εδίδετο καν καιρός διά οιανδήποτε ενέργειαν, έστω και αν υπήρχε η παραμικρά διάθεσις». Οι προθέσεις της δικτατορίας Μεταξά ήταν να πολεμήσουν οι στρατιώτες μας για τρεις ημέρες και να παραδοθεί ο λαός στον εχθρό άνευ όρων.

Άλλωστε, μόνο νίκη δεν μπορούσε να περιμένει κανείς από έναν στοιχειωδώς προετοιμασμένο στρατό, παρά τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες της δικτατορίας. Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του ΓΕΣ, τα αποθέματά των στρατιωτών μας σε πυρομαχικά, καύσιμα και τρόφιμα δεν υπερέβαιναν τους 1-2 μήνες πολέμου, ενώ καλυπτόταν μόλις το 8% των αναγκών του σε αυτοκίνητα (600 αντί για 7.000), ενώ η αεροπορία διέθετε μόνο κάποια δευτεροκλασάτα και απαρχαιωμένα αεροσκάφη PZL πολωνικής κατασκευής, αν και είχαν γίνει άπειροι έρανοι και είχαν κατασχεθεί οι τραπεζικές καταθέσεις χιλιάδων πολιτών με μικρές καταθέσεις εκείνης της εποχής, με πρόσχημα την ανανέωση του ιπτάμενου στόλου της πατρίδας μας.

Οι στρατιώτες μας είχα στην διάθεση τους λίγα αντιαρματικά και αντιαεροπορικά όπλα, ενώ δεν υπήρχαν θωρακισμένες μονάδες ή εκπαιδευμένες μονάδες αρμάτων. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Floyd Spenser, στο βιβλίο του “War and postwar Greece” «Τουφέκια, όλμοι, κανόνια που έπρεπε να είναι τελευταίου τύπου… σκάζουν στα πρόσωπα των στρατιωτών μόλις επιχειρούν να τα χρησιμοποιήσουν. Τα πυρομαχικά που υποτίθεται πως είναι σε μεγάλη ποσότητα, δεν είναι καθόλου.»

Η Ελλάδα έμπαινε σε έναν πόλεμο ενώ διέθετε «ελλιπέστατη εδαφική οχύρωση, αποθέματα τροφίμων και ένα απίστευτα μικρό και πεπαλαιωμένο πολεμικό υλικό», καθ’ ομολογία των ίδιων των ηγετών του ελληνικού στρατού, όπως τον Παπάγος και τον Ναύαρχο Σακελλαρίου. Οι μισοτελειωμένες οχυρώσεις στα βουλγαρικά σύνορα σταματούσαν στα 70 χλμ ανατολικά του Αξιού, με σχεδιαστικές αστοχίες που δεν εμπόδιζαν ικανοποιητικά την διέλευση των αντίπαλων στρατευμάτων στα εδάφη μας. Στην Ήπειρο, από όπου ξεκίνησε ο πόλεμος δεν υπήρχε σιδηροδρομική γραμμή, το μοναδικό αεροδρόμιο στα Γιάννενα ήταν σε κακή κατάσταση και οι δύο δρόμοι ήταν κακοφτιαγμένοι.

Η πραγματική ιστορία της εκκίνησης του Έπους του 1940 βρίσκεται στην «Λευκή Βίβλο» του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, και κάνει γνωστό πλέον ότι οι κυβερνώντες γνώριζαν από τον Ιούνιο του 1940 για την επικείμενη επίθεση της Ιταλίας. Η ιταλική εισβολή στην χώρα μας ήταν προσχεδιασμένη και όταν παραδόθηκε το τελεσίγραφο στον αγουροξυπνημένο Μεταξά, ήταν τελείως αδύνατη ακόμη και η άνευ όρων παράδοση της χώρας μας στους Ιταλούς.

Η λογική διαπίστωση του Μεταξά ενώπιον του Ιταλού Πρέσβη ήταν ότι η εισβολή των Ιταλών στην χώρα μας θα γινόταν σε λίγες ώρες, ούτως ή άλλως, ενώ το γραπτό κείμενο ήταν απλά η ωμή ενημέρωση της Ελλάδας ότι θα υποδουλωνόταν στους Ιταλούς, ακόμη και αν πολεμούσε. Στο τελεσίγραφο δεν υπήρξαν ερωτήσεις, δεν υπήρξαν εκβιασμοί, υπήρξε «στεγνά» η ανακοίνωση της έναρξης του πολέμου σε λίγες μόλις ώρες.

Ο Μεταξάς ουδέποτε απάντησε ΟΧΙ, ο Μεταξάς απλά ρώτησε: «Alors est que c’est la guerre?» (Δηλαδή, έχουμε πόλεμο;) Το «ΟΧΙ» ως λέξη ουδέποτε ακούστηκε, ουδέποτε καταγράφηκε στα επίσημα αρχεία. Το «ΟΧΙ» είναι ο θρύλος και η ερμηνεία μιας ρητορικής ερώτηση, η οποία έπρεπε να αποδοθεί στον κόσμο, μέσω των φιλικών στο καθεστώς Μεταξά εφημερίδων, και να εξηγήσει τον πόλεμο που μόλις είχε ξεσπάσει στα σπίτια τους.

Το «Έπος του Σαράντα», που τιμάμε κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, αφορά ξεκάθαρα όσους έδωσαν την ζωή τους για την πατρίδα και τα ιδανικά. Τιμούμε την επανάσταση και την δύναμη της ελληνικής ψυχής. Τιμούμε την αντίσταση και την ενότητα του δικού μας του λαού, που στα δύσκολα ξέρει να «στένει μπέτη» και να πεθαίνει όρθιος.

Η σημερινή επέτειος μας θυμίζει ότι μια χούφτα ψυχή είναι ικανή να σηκώσει ψηλά το μεγαλείο και το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας.

Η σημερινή επέτειος αφορά τις Ελληνίδες και του Έλληνες που υπέφεραν, που έχασαν την ζωή τους και τους δικούς τους, έχασαν το βίος τους, θυσίασαν τα πάντα και ουδέποτε μάθαμε τα ονόματά τους. Με την σημερινή επέτειο τιμούμε τις άγνωστες ηρωΐδες που χάρισαν τα παιδιά τους στον βωμό της μεγαλειώδους ιδέας της σημαίας και της πατρίδας. Κάθε 28 του Οκτώβρη τιμούμε τους άγνωστους ήρωες που πέθαναν για την ελευθερία. Τιμούμε όλους εκείνους τους άγνωστους, στρατιώτες και μη και όλες εκείνες τις καθημερινές γυναίκες που κοίταξαν ίσα στα μάτια τον κατακτητή, δεν δείλιασαν μπροστά στον θάνατο για να απολαμβάνουμε εμείς σήμερα την ελευθερία μας και να βλέπουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν ελεύθερα.

Το Έπος του 40 είναι το Ελληνικό Έπος προς την ελευθερία. Αυτό τιμούμε σήμερα, 84 χρόνια μετά, αυτό ας διδάξουμε στα παιδιά μας να τιμούν κάθε 28η Οκτωβρίου των δικών τους χρόνων ζωής στην δική τους πορείας: να τιμούν όσες και όσους θυσιάστηκαν τότες για να γεννηθούν στην Ελλάδα «Ελεύθεροι και Έλληνες».

Άλλα Πρόσφατα