ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ
Της ΕΛΕΝΑΣ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ
Μια αναδοχή παιδιού στην ActionAid, 13 χρόνια πίσω, μια πηγαία ανησυχία και ευαισθησία, ένα αθώο «Μπαμπά, θέλω να βοηθήσω τα παιδάκια στην Αφρική» κι ένα mail που ήρθε τη σωστή στιγμή λίγους μήνες πριν, έκαναν τη φράση αυτή να πάρει μορφή και ουσία στα βάθη της Τανζανίας.
Ένα mail λοιπόν, μια συνάντηση, μια ομαδική στο viber, δυο πτήσεις, πολλές αναμονές και μια 10ωρη διαδρομή με πούλμαν, οδήγησαν 45 γνωστούς-αγνώστους στη Dodoma, την πρωτεύουσα της Τανζανίας. Ομολογουμένως, το ταξίδι ήταν κουραστικό και πρωτόγνωρο και καμία απολύτως σημασία δεν έχει αυτό.
Με βασικό μεταξύ τους κοινό την αναδοχή παιδιών, γνώμονα την ουσιαστική ανάγκη για βοήθεια και προσφορά, αλλά και με «κότσια», τα μέλη της ομάδας, πλέον, της Actionaid, οι «άνθρωποι με τα κόκκινα μπλουζάκια» ξεκινήσαμε το έργο μας. Σ’ ένα μικρό και ξεχασμένο χωριό του πλανήτη, το Ματέμπε, αποστολή μας να χτίσουμε τουαλέτες σ’ ένα δημοτικό σχολείο. Κάτι τόσο αυτονόητο για μας, ενώ σε ολόκληρη την Τανζανία μόνο το 31% του πληθυσμού έχει πρόσβαση σε ασφαλείς για την υγεία τουαλέτες. Και ο πληθυσμός της χώρας είναι 65 εκατομμύρια…
Αυτά, μόνο για να σας κατατοπίσω κάπως.
Το ταξίδι αυτό είναι ιδανικό παράδειγμα της φράσης «τι να σου εξηγώ και τι να καταλάβεις», παρόλα αυτά θα κάνω μια προσπάθεια…
«Στη μέση του πουθενά άνθρωποι σε χαιρετούν σαν να σε ξέρουν»
Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να περιγράψω εν είδει ημερολογίου αυτή την εμπειρία, τι ώρα ξυπνούσαμε, πού ακριβώς πηγαίναμε, τι ακριβώς κάναμε κάθε μέρα.
Από τη στιγμή που πατάει κανείς το πόδι του σε αυτή τη γη, σε αυτόν τον «άλλο πλανήτη» (ή μήπως σύμπαν;), ο χρόνος αλλάζει. Κυλάει αργά και εύχεσαι να κυλούσε ακόμη πιο αργά. Ακόμα και όταν τρως κάτι σαν μακαρόνια μαζί μ’ ένα κομμάτι καρπούζι στις 6 το πρωί.
Είσαι στη μέση του πουθενά, σ’ έναν τόπο κοκκινωπό, τροπικό και κάπως ξερό, με χωματόδρομους, καλύβες για σπίτια, τρικαβαλιές σε μηχανάκια και ανθρώπους με σκισμένα ρούχα, σκούρο δέρμα και λευκά χαμόγελα να σε χαιρετούν.
Οι οποίοι δεν έχουν ιδέα ποιος είσαι αλλά σε χαιρετούν. Σε χαιρετούν λες και σε ξέρουν. Λες και τους έχεις λείψει, λες και είχαν πολύ καιρό να σε δουν και ανταμώσατε ξανά. Σε χαιρετούν λες και η ύπαρξή σου μόνο αρκεί για να τους φτιάξει τη μέρα. Και χαιρετάς κι εσύ, γιατί εκείνοι όντως σου έφτιαξαν τη μέρα…
«Σε κοιτάζουν στα μάτια – γράψε λάθος, σε κοιτάζουν στην ψυχή»
Μέσα από την αφρικανική σκόνη που σηκώνει το πούλμαν, σαν να βλέπεις το σχολείο να αχνοφαίνεται, σαν να βλέπεις κάποιες μορφές στο τέλος του δρόμου και σαν να ακούς και κάτι. Αυτό το «κάτι» ήταν οι φωνές των παιδιών. Ένα πλήθος παιδιών που τραγουδούν και χορεύουν για να σε υποδεχτούν. Άνθρωποι που γιορτάζουν τον ερχομό σου. Αμήχανος και συγκινημένος, περπατάς ανάμεσά τους. Έχουν φτιάξει διάδρομο για να περάσεις, και αυτά, στημένα δεξιά και αριστερά, σε κοιτάζουν στα μάτια – γράψε λάθος, σε κοιτάζουν στην ψυχή. Έναν διάδρομο, για να αναρωτιέσαι αν τ’ αξίζεις αυτό… Και τ’ αμέτρητα αυτά παιδιά συνεχίζουν να τραγουδούν κουνώντας κλαδιά στον αέρα, να σε κοιτούν και να απλώνουν τα χεράκια τους να σε αγγίξουν. Λες κι είσαι νικητής; σωτήρας; θεός; Κάτι που σίγουρα δεν είσαι. Αρχίζεις, πόσο μάλλον, να αναθεωρείς όλα όσα είσαι. Και μοιάζεις λίγος, πολύ λίγος μπροστά τους. Κι ας έχεις πολλά, πραγματικά πολλά παραπάνω. Μάλλον όμως όσα περισσότερα, τόσο φτωχότερος… Συνεχίζεις να αναρωτιέσαι αν ο ερχομός σου είναι όντως κάτι τόσο σημαντικό. Συνεχίζεις να περπατάς μέχρι να φτάσεις στη μεγάλη γιορτή. Μια γιορτή που προετοιμάζεται μέρες πριν, τραγούδια καλωσορίσματος, χοροί και ομιλίες. Όλα αυτά για σένα. Και συ παρακολουθείς, λες και είσαι σε ταινία. Δεν μοιάζει αληθινό όλο αυτό. Δεν γίνεται να το βιώνεις. Για πρώτη φορά λες «η καρδιά μου θα σπάσει από αγάπη». Προτρέχω λίγο και σας λέω πως, μέχρι το τέλος του ταξιδιού, το ένιωσα αυτό πάνω από 10 φορές τη μέρα – και κάθε φορά έκανε τη προηγούμενη να μοιάζει λίγη.
Κι ακόμα δεν είδες τίποτα.
«Τα παιδιά σε κρατούν με όλη τους την δύναμη, λες και δεν θα σ’ αφήσουν ποτέ»
Τώρα είναι οι άνθρωποι εκείνοι που σηκώνουν το χώμα, και γεμίζει η ατμόσφαιρα σκόνη, καθώς ασταμάτητα χορεύουν ξυπόλητοι. Άνθρωποι φωτεινοί, ρούχα πολύχρωμα, παιδιά με μπλε ή μπεζ φορεσιά σχολείου. Και απέναντι εσύ, με το κάργκο παντελόνι και το κόκκινο μπλουζάκι σου, ακόμα να συνειδητοποιήσεις τι συμβαίνει και πού βρίσκεσαι.
Προτρέχω πάλι και σας λέω πως ακόμη βρίσκομαι σε διαδικασία συνειδητοποίησης του τι στο καλό βίωσα δέκα μέρες σ’ ένα χωριό στα βάθη της Τανζανίας.
Η φωνή τους, ο τρόπος κίνησης, ο ρυθμός, είναι φαίνεται κάτι έμφυτο σ’ αυτούς. Δεν γίνεται όλοι, μα όλοι ανεξαίρετα, να χορεύουν ασύλληπτα, να δημιουργούν μουσική και να τραγουδούν, λες και έχουν χρόνια σπουδών και εμπειρίας, είτε είναι τεσσάρων ετών είτε ογδόντα τεσσάρων. Κι όμως γίνεται.
Πας να επισκεφθείς άλλο σχολείο, φτου κι απ’ την αρχή.
Αυτή τη φορά, μια μπάλα βρίσκεται στον αέρα και ο χρόνος σταματάει: για εκατοντάδες παιδιά που την κοιτούν, μοιάζει η απόλυτη και μόνη ευτυχία της ζωής. Μάλλον γι αυτά είναι. Την ίδια στιγμή, γίνεται και για σένα. Και το παιχνίδι ξεκινάει. Φωνές, γέλια, ζωγραφιές, κυνηγητό και φυσικά ποδόσφαιρο, ποδόσφαιρο με πολλά, μα πολλά σπρωξήματα. Πολλοί μικροί κύκλοι, δημιουργημένοι από χέρια που κρατιούνται τόσο σφιχτά. Σε κρατούν με όλη τους τη δύναμη, λες και δεν θα σ’ αφήσουν ποτέ. Τα κρατάς κι εσύ. Με όση δύναμη και με όση τρυφερότητα έχεις μαζί. Και πάλι, εύχεσαι να είχες περισσότερη. Τραγουδάμε ταυτοχρόνως, και χοροπηδάμε, παιδιά αυτά, παιδιά κι εμείς. Το ελληνικό ρεπερτόριο παιδικών τραγουδιών είχε παραδόξως μεγάλη επιτυχία και απήχηση. Αλλά σαν τα Τανζανικά τους τραγούδια… Λίαν συντόμως, αυτά γίνανε τα hit του καλοκαιριού μας.
Είσαι ανάμεσα στα παιδιά, τα κοιτάς, σε κοιτάνε, χαμηλώνεις κι έρχεσαι στο ύψος τους. 1,2,3,.. απλώνεις το χέρι σου, σε κοιτάνε. 4,5,6. Βρίσκεσαι σχεδόν οριζοντιωμένος στο έδαφος από τις αγκαλιές. Εύχεσαι να μπορούσε η αγκαλιά σου να χωρέσει όλο τον κόσμο. Τσακώνονται για το ποιο θα σε πρωτοαγγίξει. Σε χαϊδεύουν με λατρεία και σου τραβάνε, τα περίεργα γι’ αυτούς, μακριά και απαλά μαλλιά σου. Σου δίνουν φιλιά. Και συ, πιο πολύ από ποτέ γεμάτη, και γεμάτη χώμα, στέκεσαι ανάμεσά τους, κι αυτά να σε ξεσκονίζουν… Μα γιατί με αγαπούν τόσο; Δεν έχει σημασία, κι εγώ τ’ αγαπώ.
Ανοίγω παρένθεση: παρόλο που η αγάπη ή έστω η έννοια της αγάπης μεταφράζεται και εκφράζεται με πολλούς τρόπους και «γλώσσες», συχνά δυσκολεύομαι να τη νιώσω.
Εκείνη τη στιγμή όμως, μια απ’ τις άπειρες φορές στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, η καρδιά μου ήταν έτοιμη να σπάσει από αγάπη, ανιδιοτελή αγάπη. Κι αυτό είναι κάτι για το οποίο είμαι απολύτως σίγουρη.
Να σου δίνουν τόση χαρά απλόχερα και να πολλαπλασιάζουν τη δική σου. Ίσως μια καλή προσέγγιση περιγραφής τους να είναι αυτή: είναι σαν πολλαπλασιαστές. Τους δίνεις ένα χαμόγελο και σου το κάνουν 100 φορές μεγαλύτερο καθώς σου γελούν. Δίνεις μια αγκαλιά και σε πνίγουν με 20 δικές τους, αρνούμενα να σε αφήσουν. Από χαρούμενο σε κάνουν ευτυχισμένο. Και από απλό ον, σε κάνουν άνθρωπο.
«Ντρέπεσαι να κρατήσεις το πλαστικό σου μπουκαλάκι με το εμφιαλωμένο νερό»
Φοράς γαλότσες, το κόκκινο καπέλο και γάντια εργασίας. Χωρίζεστε σε ομάδες και ξεκινάτε. Κάτω από τον καυτό ήλιο της Αφρικής, τη μια κουβαλάς άμμο, την άλλη τσιμέντο και πέτρες, την άλλη μέρα σκάβεις και χτίζεις. Γίνεσαι μέρος μιας ανθρώπινης αλυσίδας για να μεταφέρεις νερό από χέρι σε χέρι, γιατί η απόσταση είναι μεγάλη. Οι κουβάδες είναι 10λιτροι. Πονάνε τα χέρια σου, έχεις ιδρώσει, έχεις κουραστεί. Περνάει δίπλα σου μια γυναίκα της κοινότητας, με έναν κουβά στο κεφάλι, έναν στο χέρι κι ένα μωρό στην πλάτη, κάνοντας όλη την απόσταση που εμείς, 15 άτομα, μοιραζόμαστε. Ξεχνάς κάθε κούραση. Τα βάζεις με τον εαυτό σου. Αναθεωρείς. Επαναπροσδιορίζεσαι. Και συνεχίζεις ακάθεκτος.
Γεμίζεις κουβάδες από κάτι λιμνάζοντα νερά -ας τα πούμε νερά, λασπωμένα, βρώμικα, γεμάτα έντομα και ακαθαρσίες. Κάθε τρεις και λίγο σταματάς, να πας πιο κει, να περάσει το κοπάδι με τις αγελάδες… Μαθαίνεις λοιπόν πως αυτό ακριβώς το νερό είναι και αυτό που πίνουν. Ντρέπεσαι να κρατήσεις το πλαστικό σου μπουκαλάκι με το εμφιαλωμένο νερό.
Είσαι εκεί για να τους βοηθήσεις. Γεμίζεις τους κουβάδες άμμο με το φτυάρι. Ένα άλλο φτυάρι πιο κει αφημένο. Μια γυναίκα μ’ ένα μωρό δεμένο στο στήθος της, έρχεται, σκύβει, πιάνει το φτυάρι και ξεκινάει, για να σε βοηθήσει. Εσένα. Εσένα, που είσαι εκεί για να βοηθήσεις. Εσύ να βοηθήσεις εκείνους. Την παρακαλάς να σταματήσει. Για τέτοιους ανθρώπους μιλάμε.
Κάθε πρωί βρίσκεσαι εκεί και κάθε φορά που φτάνεις γιορτάζουν τον ερχομό σου. Και κάθε φορά που φεύγεις, κυνηγάνε το βανάκι καθώς σε χαιρετάνε μέχρι να μη μπορούν να τρέξουν άλλο. Ανατριχιάζεις, συγκινείσαι, δεν βλέπεις την ώρα να ξαναπάς. Ποιος θα περίμενε πως, στριμωγμένη σ’ ένα βανάκι, σε όχι ιδιαίτερα «βατούς» χωματόδρομους, τέσσερις ώρες πήγαινε-έλα καθημερινά, θα γινόταν η αγαπημένη μου διαδρομή. Πέφτεις για ύπνο με χαμόγελο και το πρωί το χαμόγελο είναι ακόμη εκεί. Γελάνε μέχρι και τα μάτια σου και τ’ αυτιά σου. Γιατί αυτά που παίρνω είναι ασύγκριτα περισσότερα από εκείνα που δίνω;
«Έχεις γίνει ένα με τους ανθρώπους με το σκούρο δέρμα και τα λευκά χαμόγελα»
Γιορτή, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είναι μόνο ο ερχομός σου. Τρως φαγητό από την κοινότητα, σου έχουν μαγειρέψει, και με «αμερικανικού» στυλ μπουφέ, σε περιμένουν για να σε σερβίρουν καθώς περνάς. Ένα έχω να πω: οι τηγανιτές μπανάνες με γάλα καρύδας είναι η νέα μου γευστική ανακάλυψη. Α! έχω να πω κι ένα δεύτερο: λέμε λέμε για την ελληνική φιλοξενία, αλλά μάλλον η Τανζανική την ξεπερνά κατά πολύ. Κάθεσαι να φας, κι όσο είσαι εκεί, γυναίκες, υπέροχες γυναίκες αλλά και παιδιά, με παραδοσιακές φορεσιές αλλά και με τα καθημερινά τους, γεμάτα χρώματα και μοτίβα ρούχα, δεμένα φτερά σε χέρια και κεφάλι, παραδοσιακά κρουστά ανάμεσα στα γόνατα τους, ξεκινούν. Χορός και τραγούδι, σαν εθιμοτυπικό, σαν ιεροτελεστία. Πάντα μεγάλη τους χαρά, έως και τιμή, να συμμετέχεις. Κι ακόμα πιο μεγάλη η δικιά σου. Το πόσο χαίρονται όταν χορεύεις, ή μάλλον προσπαθείς να χορέψεις και να τραγουδήσεις μαζί τους, δεν περιγράφεται.
Έχεις γίνει ένα με τους ανθρώπους με το σκούρο δέρμα και τα λευκά χαμόγελα. Τους μιλάς στα ελληνικά, εκείνοι στα Σουαχίλι. Κι όμως επικοινωνείτε. Βλέπετε, το θέμα της επικοινωνίας, μάλλον πως πιο πολύ με τη γλώσσα του σώματος έχει να κάνει, παρά με του στόματος. Είναι κάτι ενεργειακό, που δε σχετίζεται με τις λέξεις. Άλλη μεγάλη κουβέντα αυτό, γι αυτό και την κλείνω πριν την ανοίξω.
«Βιώνεις κάτι τόσο εσωτερικά, και το βιώνουν κι άλλοι 44 μαζί σου»
Από την πρώτη κιόλας μέρα του ταξιδιού, η ομάδα αγνώστων έχει γίνει πλέον ομάδα γνωστών, φίλων – οικογένεια. Βλέπεις, όταν σε συνδέει κάτι τόσο δυνατό και ουσιαστικό, ο χρόνος που γνωρίζεις κάποιον δεν έχει παντελώς καμία σημασία. Βιώνεις κάτι τόσο εσωτερικά, και το βιώνουν κι άλλοι 44 μαζί σου. Και ξέρεις πως κανείς άλλος δε θα καταλάβει όπως εκείνοι.
Και να βρίσκεσαι εξοντωμένος στο τέλος της μέρας, σε μια ατέλειωτη σειρά «κολλημένων» μεταξύ τους τραπεζιών, πίνοντας μπύρες «Safari» και «Kilimanjaro», σε μια προσπάθεια να εξηγήσεις τα ανεξήγητα. Και εκείνοι να καταλαβαίνουν. Όταν μοιράζεσαι τη χαρά σου, αυτή πολλαπλασιάζεται, λένε. Ε, ισχύει. Εκείνη η ομαδική στο viber, που ανέφερα στην αρχή, αν και δημιουργημένη για τυχόν απορίες πριν το ταξίδι, μετατράπηκε σταδιακά σε κέντρο… διαλογής όλων των στιγμών που «τραβούσε» καθημερινά ο καθένας από τη δική του οπτική. Ένα μήνα αργότερα, η ομαδική αυτή ζει και βασιλεύει, για χαζά, για έξυπνα και για αστεία. Πρωτίστως αστεία. Για ραντεβού επανενώσεων και για ποιήματα -πολλά ποιήματα, αφιερωμένα στους νέους μας πια εαυτούς, μετά την εμπειρία του Ματέμπε. Πολλές οι καλλιτεχνικές φύσεις στην ομάδα ομολογώ, αλλά… πόση συγκίνηση να μας δώσει τώρα η Πολυδούρη; πώς να μας συνεπάρει πια η Ελλάδα του Ελύτη;
«Κι όμως, μιζέρια δεν υπήρχε. Υπήρχε ζωή»
Πολλή φτώχεια στην Τανζανία. Φτώχεια σκληρή, ελλείψεις αδιανόητες για τα δικά μας δεδομένα. Κι όμως, μιζέρια δεν υπήρχε. Υπήρχε ζωή. Μπορεί οι άνθρωποι να μην έχουν σχολεία, νοσοκομεία, εγκαταστάσεις υγιεινής, καθαρό πόσιμο νερό, δρόμους… βεβαιώνω όμως ότι δεν έχουν και μιζέρια. Δίνουν τον καθημερινό τους αγώνα με αξιοπρέπεια. «Προϊόν» ενός άλλου πολιτισμού εγώ -ίσως και μέσα από ένα φίλτρο ενθουσιασμού- είδα πώς, με τα χρώματα και τους ρυθμούς τους, συντονισμένοι με τη φύση τους, διατηρούν τη χαρά της ζωής.
Πέρα βέβαια από τη χαρά, από την οποία κι εσύ ξεχειλίζεις σ’ αυτό το ταξίδι, αμέτρητες σκέψεις – και θλίψη – σε διαπερνούν όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με τις συνθήκες αυτές, που είχες ανέκαθεν αποθηκευμένες στο πίσω μέρος του μυαλού σου ως συνώνυμες με την Αφρική. Ίσως και ντροπή… Ίσως κι ένα αίσθημα ενοχής, ακόμα κι αν εσύ προσωπικά δεν έχεις φταίξει.
Είναι κι αυτοί άνθρωποι σαν κι εμάς με τις ίδιες ανάγκες ή και όχι;
Σύμφωνα με τη θεωρία ιεράρχησης των ανθρώπινων αναγκών του Maslow, τη γνωστή ως «πυραμίδα του Maslow», η δημιουργία μιας νέας ανάγκης-επιθυμίας έχει ως προαπαιτούμενο την έστω και σ’ ένα βαθμό ικανοποίηση μιας «κατώτερης», θεμελιωδέστερης ανάγκης. Το αρχικό μοντέλο αυτό θέτει στη βάση της πυραμίδας τις βιολογικές ανάγκες -τροφή, νερό, ύπνος κ.ά.- και ανεβαίνει περνώντας απ’ τις ανάγκες της ασφάλειας, του ανήκειν, της αναγνώρισης και τέλος της αυτοπραγμάτωσης του ατόμου. Έρχεται ο ίδιος αργότερα να συμπληρώσει, ως νέα πλέον κορυφή της πυραμίδας, τις ανάγκες υπερβατικότητας, που αναφέρονται στην ανάγκη του ατόμου να προσφέρει βοήθεια σ’ έναν τρίτο, με σκοπό να φτάσει και εκείνος στη δική του αυτοπραγμάτωση.
Κι εγώ, βρίσκομαι στην Τανζανία συνειδητοποιώντας πως από τύχη έχω σκαρφαλώσει στην κορυφή της πυραμίδας, πασχίζοντας να βοηθήσω ανθρώπους που παλεύουν στη βάση της.
…δεν έχουν νερό να πιουν, κι εμείς «πνιγόμαστε» στα άγχη μας
**Σημ. Η Έλενα Χαλκιαδάκη είναι ανάδοχος παιδιού στο πρόγραμμα της ActionΑid και συμμετείχε στο ταξίδι αλληλεγγύης στην Τανζανία (29/06-07/07) με σκοπό τη κατασκευή τουαλετών και safe room σε δημοτικό σχολείο.
Αν θέλετε να ζήσετε κι εσείς ένα τέτοιο ταξίδι, μπορείτε να γίνετε Ανάδοχοι και να στηρίξετε το έργο της ActionAid. Μάθετε περισσότερα εδώ.