«Πρωταθλήτρια» η Ελλάδα στο ενεργειακό κόστος – Έρευνα ΙΝΕ/ΓΣΕΕ

Πρέπει να διαβάσετε

Την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική κοινωνία το τελευταίο διάστημα αποτυπώνει το νέο δελτίο οικονομικών εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, με τίτλο «Η κρίση κόστους ζωής στην Ελλάδα».

Μεταξύ άλλων, στην έρευνα γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο ενεργειακό κόστος. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται πως τόσο στους οικιακούς καταναλωτές, όσο και στους μη οικιακούς, η Ελλάδα κατέγραψε μακράν τις υψηλότερες προ δημοσιονομικής παρέμβασης τιμές στην Ε.Ε., ενώ παράλληλα η τιμή μετά τη δημοσιονομική παρέμβαση παραμένει η υψηλότερη στην περίπτωση των μη οικιακών καταναλωτών με μεγάλη διαφορά από το μέσο όρο της Ε.Ε.

«Δεν έχουμε αποφύγει ως ελληνική αγορά φαινόμενα αισχροκέρδειας, την αποτύπωση της πυροδότησης του πληθωρισμού μέσα από το ενεργειακό κόστος. Υπάρχουν πολύ μεγάλα περιθώρια κέρδους. Εκμεταλλεύονται αυτήν την ενεργειακή κρίση, προκειμένου να επαυξήσουν ανάλογα τα κέρδη τους. Μέσα από την έρευνά μας, εμείς αποδεικνύουμε πως είναι η κατάσταση σήμερα στην ελληνική οικονομία και ποιες είναι οι επιπτώσεις στους εργαζόμενους. Το α’ εξάμηνο του 2022 παρατηρούμε ότι η Ελλάδα έχει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. όσον αφορά στην επιβάρυνση των νοικοκυριών», δήλωσε χαρακτηριστικά στην εκπομπή ΣΚΑΪ Τώρα και τη Φαίη Σφακιωτάκη, ο γραμματέας τύπου & δημοσίων σχέσεων της ΓΣΕΕ, Δημήτρης Καραγεωργόπουλος.

Σύμφωνα με την έρευνα η υψηλή τιμή της ενέργειας στην Ελλάδα οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις αγοραίες ιδιαιτερότητες του ελληνικού χρηματιστηρίου ενέργειας, στην κυριαρχία του φυσικού αερίου στην τελική διαμόρφωση της τιμής της ενέργειας και στα πολύ υψηλά ενδιάμεσα κόστη.

Το 2020 η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη εξάρτηση από το εισαγόμενο φυσικό αέριο στην Ε.Ε. Το πρώτο μισό του 2022 οι Έλληνες πάροχοι φυσικού αερίου διατήρησαν το δεύτερο υψηλότερο περιθώριο κέρδους στην Ευρώπη.

«Υπήρξε σημαντική επιβάρυνση στο μηνιαίο λογαριασμό και του φυσικού αερίου, όπου η Ελλάδα κατέγραψε την τρίτη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε., με το κόστος να είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα, περίπου 13,4% σε μονάδες αγοραστικής δύναμης», τόνισε ο κ. Καραγεωργόπουλος, για να συμπληρώσει: «Δεν υπάρχει και έλεγχος στον τρόπο διαμόρφωσης των τιμών. Τουλάχιστον όχι αυστηρός έλεγχος στα περιθώρια κέρδους των εταιρειών ενέργειας. Να υπάρχει ένα ανώτατο όριο στις τιμές και μια αυστηρή φορολόγηση σε υπερβολικά κέρδη σε εισαγωγείς, προμηθευτές, παραγωγούς. Δεν είναι δυνατόν την ίδια στιγμή που τα νοικοκυριά πλήττονται από τη δυσθεώρητη αύξηση του ενεργειακού κόστους, να κομπάζουν διοικητές οργανισμών και παρόχων ενέργειας για τα κέρδη τα οποία αποφέρει αυτή η πολιτική στους μετόχους των εταιρειών αυτών».

Παράλληλα, στην έρευνα αποτυπώνεται η όξυνση της οικονομικής ανισότητας. Ενδεικτικά αναφέρεται πως το φτωχότερο 40% του πληθυσμού κατέχει όλο και μικρότερο μέρος του συνολικού πλούτου (4,5% το 2019 από 6,5% το 2009), ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού φαίνεται σταθερά υψηλότερο από την προ οικονομικής κρίσης περίοδο (41,3% του 2019 έναντι 38,8% το 2009).

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα