Προς ένα νέο εξαγωγικό μοντέλο

Πρέπει να διαβάσετε

Είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι η επιστροφή στην ανάπτυξη προϋποθέτει την ενίσχυση της εξωστρέφειας. Η οικονομική πολιτική καλείται, λοιπόν, να απαντήσει δύο βασικά ερωτήματα: Ποιοι κλάδοι της οικονομίας έχουν τις μεγαλύτερες δυνατότητες αύξησης εξαγωγών; Ποιες δημόσιες πολιτικές μπορούν να ενισχύσουν την εξαγωγική τους δραστηριότητα;

Η ανάλυση του σημερινού μείγματος των ελληνικών εξαγωγών αναδεικνύει τις δυσκολίες του εγχειρήματος. Το 40%, σχεδόν, των εξαγωγών προέρχεται από τα πετρελαιοειδή και τη ναυτιλία, κλάδοι οι οποίοι εξάγουν περιορισμένο εύρος προϊόντων/υπηρεσιών και είναι σε μεγάλο βαθμό κορεσμένοι. Επιπλέον το εξαγωγικό τους εισόδημα είναι εξαιρετικά ασταθές λόγω της εξάρτησής τους από τις διακυμάνσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Συνεπώς, η συνεισφορά δύο σημαντικότατων εξαγωγικών κλάδων στην περαιτέρω σταθερή αύξηση των εξαγωγών δεν αναμένεται να είναι καθοριστική.

Ποιοι κλάδοι, λοιπόν, μπορούν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στην εξωστρέφεια; Οι εξαγωγές υπηρεσιών (πέραν της ναυτιλίας) έχουν προοπτικές ανάπτυξης αλλά μάλλον όχι στα απαραίτητα μεγέθη, καθώς ο κλάδος του τουρισμού είναι ήδη πολύ ώριμος ενώ οι κλάδοι των υπόλοιπων υπηρεσιών (υγεία, επαγγελματικές υπηρεσίες κ.λπ.) ξεκινούν από πολύ χαμηλή βάση. Αναπόφευκτα, λοιπόν, οι εξαγωγές προϊόντων και, πιο συγκεκριμένα, βιομηχανικών προϊόντων θα βρεθούν στην αιχμή της προσπάθειας (τα αγροτικά προϊόντα είναι πολύ μικρότερος κλάδος). Ο κλάδος των βιομηχανικών προϊόντων, ο οποίος αποτελεί το 25% των ελληνικών εξαγωγών, περιλαμβάνει μεγάλο εύρος προϊόντων (από την κλωστοϋφαντουργία και τα επεξεργασμένα μέταλλα μέχρι τη φαρμακοβιομηχανία και τον μηχανολογικό εξοπλισμό) και, άρα, είναι εφικτό να βρεθούν συγκριτικά πλεονεκτήματα σε κάποια από αυτά.

Οι δημόσιες πολιτικές, συνεπώς, πρέπει να επικεντρωθούν στην ενίσχυση του βιομηχανικού κλάδου και εμπίπτουν σε δύο βασικές κατηγορίες. Πρώτον, στις οριζόντιες πολιτικές οι οποίες διασφαλίζουν την οικονομική σταθερότητα και την πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Στις περιόδους 2000-2008 και 2013-2019 που επικράτησαν τέτοιες συνθήκες, τουλάχιστον σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων αυξήθηκαν με ιδιαίτερα γοργούς ρυθμούς, υψηλότερους από σχεδόν όλες τις δυτικές χώρες της ΕΕ, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης.

Δεύτερον, στις στοχευμένες πολιτικές με στόχο την άμβλυνση των ειδικών δυσκολιών που συναντούν οι εξαγωγείς προϊόντων. Οι δυσκολίες αυτές αφορούν κυρίως το διοικητικό κόστος της εξαγωγικής διαδικασίας, το οποίο υπολογίζεται ότι είναι τριπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και το κόστος απόκτησης κατάλληλης πληροφόρησης (έρευνα αγοράς στο εξωτερικό, εύρεση εμπορικών εταίρων και διανομέων κ.λπ.) το οποίο πλήττει ιδιαιτέρως τις επιχειρήσεις που αποπειρώνται να εξάγουν νέα προϊόντα ή που είναι μικρομεσαίου μεγέθους, επιχειρήσεις απαραίτητες για την εξαγωγική στροφή της οικονομίας. Μια υπηρεσία «μιας στάσης» για τις διοικητικές διαδικασίες των εξαγωγών και ένας φιλόδοξος Οργανισμός Προώθησης Εξαγωγών, κατά τα πρότυπα του αντίστοιχου φορέα της Δανίας, ο οποίος να παρέχει πληροφορίες εξειδικευμένες στις ανάγκες των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, μπορούν να αμβλύνουν ουσιαστικά τις δυσκολίες αυτές.

Οι πολιτικές αυτές, οι οποίες δεν έχουν ακολουθηθεί με συνέπεια στο παρελθόν, είναι απαραίτητες για την υπέρβαση των προηγούμενων εξαγωγικών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας και την ουσιαστικής στροφής προς την εξωστρέφεια.

Άλλα Πρόσφατα