Η έλλειψη στήριξης της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας αποτελεί κοινό τόπο. Όχι μόνον σήμερα, αλλά εδώ και δεκαετίες. Στο γενετικό κώδικα τούτου του κράτους το γονίδιο της επιχειρηματικότητας είναι πλήρως μεταλλαγμένο. Το επιχειρείν θέλει να έχει καλές σχέσεις με το εκάστοτε γκουβέρνο είτε γιατί ζει από αυτό (κρατικοί προμηθευτές, δημόσιες συμβάσεις) είτε γιατί δεν θέλει να διαλυθεί από ανερμάτιστες κρατικές επιλογές. Ειδικά, ο δευτερογενής τομέας ανήκει, συνήθως, στη δεύτερη κατηγορία.
Γιατί άραγε ασχολούμαστε στη σημερινή μας παρέμβαση με τη βιομηχανία; Μήπως είναι μια συζήτηση παρωχημένη; Τα τελευταία 30 κυριάρχησαν οι δοκησίσοφοι δημοσιολογούντες. Νεόκοποι πολιτικοί, αναλυτές και δημοσιογράφοι θεωρούσαν … πασέ οποιαδήποτε συζήτηση για τη βιομηχανία. Πράγματι, πριν τρεις δεκαετίες το επιχείρημα ότι στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες δεν μπορούμε να μιλάμε για το δευτερογενή τομέα, αλλά πρέπει να επενδύσουμε στη γνώση και στην καινοτομία ακουγόταν ρεαλιστικό και ελπιδοφόρο, συνάμα. Ρεαλιστικό διότι η επανάσταση της πληροφορικής συγκλόνιζε τους πάντες και ελπιδοφόρο γιατί η Ελλάδα ήταν μια ημιβιομηχανική χώρα. Το αποτύπωμα ήταν σχετικά μικρό και οι εθνικοί «πρωταγωνιστές» λίγοι. Πόσο λάθος αποδείχθηκε αυτή η θεώρηση στην πράξη.
Για ποιο λόγο ήταν ολέθριο σφάλμα; Πρώτα πρώτα, διότι δεν είχαμε κανένα εχέγγυο ότι μπορούσαμε να πρωταγωνιστήσουμε στον τομέα της πληροφορικής. Μια μικρή χώρα, με ελάχιστους διαθέσιμους πόρους για την έρευνα και την καινοτομία ήταν ευχολόγιο να πρωταγωνιστήσει, όχι ρεαλιστικός στόχος. Δεύτερον, διότι βιομηχανία και καινοτομία πηγαίνουν μαζί. Δεν είναι αντίθετες έννοιες. Κάθε αλλαγή, κάθε καινοτομία μπορούσε να βρει άμεση εφαρμογή στο βιομηχανικό τομέα. Τρίτον, διότι η Ελλάδα είχε βιομηχανία, έστω και μικρή. Ζητούμενο ήταν να διατηρούσε το συγκεκριμένο τομέα και να τον επαύξανε. Τέταρτον, γιατί δεν υπάρχει σύγχρονο κράτος μονοδιάστατο. Αντιθέτως, τα ισχυρά και ευημερούντα κράτη παρουσιάζουν ανάπτυξη (ισόρροπη ή μη) όχι μόνον στο δευτερογενή τομέα αλλά και στον πρωτογενή (αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή), όπως και στον τριτογενή (υπηρεσίες). Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι μια αύξηση του μεριδίου της Ελληνικής βιομηχανίας στο σύνολο της απασχόλησης κατά 10% οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 2,4%. Όμως, η συνεισφορά της βιομηχανίας στο ΑΕΠ της χώρας βρίσκεται μόλις στο 9,5%, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 15%.
Για ποιο λόγο «θυμηθήκαμε» στη σημερινή μας παρέμβαση τα ανωτέρω; Διότι οι τελευταίες εξελίξεις θέτουν σε άμεσο κίνδυνο και ό,τι έχει απομείνει στο συγκεκριμένο τομέα. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία και δη οι ενεργοβόρες βιομηχανίες πλήττονται σφοδρά από το ενεργειακό κόστος. Ιδίως από την αρχή του τρέχοντος έτους παρατηρείται ουσιαστική υποχώρηση έναντι του παγκόσμιου ανταγωνισμού, ενώ η επιβολή δασμών και ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πλήξει βάναυσα το συγκεκριμένο τομέα.
Σημειωτέον ότι η ελληνική βιομηχανία σήμερα έχει κόστος ηλεκτρικής ενέργειας 70% ακριβότερο από την Ιταλία και 175% ακριβότερο από τη Γαλλία. Στη γειτονική Ιταλία – που δεν έχει πυρηνική ενέργεια σε αντίθεση με τους Γάλλους – η πράσινη ενέργεια προσαρμόζεται στους κανόνες της αγοράς. Πιο συγκεκριμένα, οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, συγκέντρωσαν συλλογικά την κατανάλωσή τους, υπογράφοντας σύμβαση CfD (contract for difference) με την κρατική εταιρεία GSE (αντίστοιχη του Ελληνικού ΔΑΠΕΕΠ) που είναι ο διαχειριστής των ΑΠΕ στη γειτονική χώρα με σταθερή τιμή ανά μεγαβατώρα για το 25% της κατανάλωσης για τρία έτη έναντι επιστροφής ισόποσης ποσότητας σε ίδια τιμή από ΑΠΕ εντός εικοσαετίας. Ο ρόλος των Ιταλικών δημόσιων φορέων στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία υπήρξε καθοριστικός. Στη χώρα μας αναλαμβάνουν οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς αντίστοιχες πρωτοβουλίες;