Ένας άνδρας από το Μίσιγκαν πέθανε από λύσσα μετά από μεταμόσχευση νεφρού από έναν άλλο άνδρα που είχε πεθάνει από την ίδια ασθένεια, όταν τον γρατσούνισε ένας μεφίτης (σκανκ) ενώ υπερασπιζόταν ένα γατάκι. Πρόκειται για ένα περιστατικό που οι Αρχές περιγράφουν ως «εξαιρετικά σπάνιο».
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), ο ασθενής από το Μίσιγκαν υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση νεφρού σε νοσοκομείο του Οχάιο τον Δεκέμβριο του 2024.
Περίπου πέντε εβδομάδες αργότερα, άρχισε να εμφανίζει αδυναμία στα κάτω άκρα, σύγχυση και ακράτεια. Σύντομα νοσηλεύτηκε και τέθηκε σε αναπνευστική υποστήριξη και στη συνέχεια πέθανε. Η μεταθανάτια εξέταση επιβεβαίωσε τη λύσσα, σύμφωνα με την έκθεση του CDC, προκαλώντας αμηχανία στις Αρχές, καθώς η οικογένεια του λήπτη είχε δηλώσει ότι δεν είχε έρθει σε επαφή με ζώα, σύμφωνα με τον Guardian.
Στη συνέχεια, οι γιατροί εξέτασαν τα αρχεία σχετικά με τον δωρητή νεφρού από το Άινταχο και ανακάλυψαν ότι στο ερωτηματολόγιο της Συνέντευξης Αξιολόγησης Κινδύνου Δωρητή είχε δηλώσει ότι είχε γρατσουνιστεί από έναν μεφίτη.
Στη συνέχεια ρώτησαν την οικογένεια που εξήγησε πως τον Οκτώβριο, ενώ κρατούσε ένα γατάκι σε ένα υπόστεγο στην εξοχική του κατοικία, ένας μεφίτης πλησίασε, δείχνοντας «επιθετική συμπεριφορά προς το γατάκι».
Ο άνδρας απώθησε το ζώο το οποίο σύμφωνα με την αναφορά «έμεινε αναίσθητο», ωστόσο πριν τον είχε γρατζουνίσει στο πόδι και είχε αιμορραγία, χωρίς να πιστεύει πως τον είχε δαγκώσει. Πέντε εβδομάδες αργότερα, σύμφωνα με ένα μέλος της οικογένειας, ο άνδρας άρχισε να παρουσιάζει σύγχυση, δυσκολία στην κατάποση και στο περπάτημα, παραισθήσεις και δυσκαμψία στον αυχένα. Δύο ημέρες αργότερα, βρέθηκε αναίσθητος στο σπίτι του, πιθανώς λόγω καρδιακής ανακοπής. Αν και ανανήφθηκε και νοσηλεύτηκε, δεν ανέκτησε ποτέ τις αισθήσεις του και μετά από αρκετές ημέρες, «κηρύχθηκε εγκεφαλικά νεκρός και αποσυνδέθηκε από τον αναπνευστήρα». Η έκθεση αναφέρει ότι πολλά από τα όργανα του, συμπεριλαμβανομένου του αριστερού νεφρού του, δωρίστηκαν.
Αφού υπήρξε υποψία λύσσας στον λήπτη του νεφρού, οι αρχές επανέλαβαν τις εργαστηριακές εξετάσεις των δειγμάτων του δότη, τα οποία ήταν αρνητικά για λύσσα. Ωστόσο, τα δείγματα βιοψίας που ελήφθησαν απευθείας από τους νεφρούς του ανίχνευσαν ένα στέλεχος «συμβατό με λύσσα νυχτερίδας», υποδηλώνοντας ότι είχε πράγματι πεθάνει από λύσσα και την είχε μεταδώσει στον δότη.
Η έρευνα έδειξε μια «πιθανή αλυσίδα μετάδοσης τριών σταδίων», στην οποία μια νυχτερίδα μόλυνε έναν μεφίτη, ο οποίος με τη σειρά του μόλυνε τον δότη, ο νεφρός του οποίου στη συνέχεια μόλυνε τον λήπτη.
Το CDC δήλωσε ότι ήταν μόνο η τέταρτη αναφερόμενη περίπτωση λύσσας που μεταδόθηκε μέσω μεταμόσχευσης ΗΠΑ από το 1978. Σημείωσε ότι ο κίνδυνος για οποιαδήποτε λοίμωξη που μεταδίδεται μέσω μεταμόσχευσης, συμπεριλαμβανομένης της λύσσας, είναι εξαιρετικά χαμηλός.
Αφού ανακάλυψαν ότι τρία άτομα είχαν επίσης λάβει μοσχεύματα κερατοειδούς από τον ίδιο δότη, οι αρχές τα αφαίρεσαν και χορήγησαν προφύλαξη για την πρόληψη της λοίμωξης. Τα τρία άτομα παρέμειναν ασυμπτωματικά, σύμφωνα με την έκθεση.
Η έκθεση του CDC ανέφερε ότι στις ΗΠΑ, τα μέλη της οικογένειας συχνά παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου μολυσματικών ασθενειών ενός υποψήφιου δότη, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης σε ζώα. Η λύσσα συνήθως «εξαιρείται από τις συνήθεις εξετάσεις παθογόνων παραγόντων των δοτών λόγω της σπανιότητάς της στους ανθρώπους στις ΗΠΑ και της πολυπλοκότητας των διαγνωστικών εξετάσεων».
«Σε αυτή την περίπτωση, το νοσοκομειακό προσωπικό που περιθάλψε τον δότη δεν είχε αρχικά αντιληφθεί την γρατζουνιά και απέδωσε τα συμπτώματα που παρουσίαζε πριν από την εισαγωγή του σε χρόνιες συννοσηρότητες», αναφέρεται στην έκθεση.


