Στο κορυφαίο περιοδικό Nature (Impact Factor: 49,9) δημοσιεύτηκε πρόσφατα μελέτη που εξετάζει την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης των κινδύνων από πλημμύρες και ξηρασίες σε παγκόσμια κλίμακα με τη συμμετοχή του Αναπληρωτή Καθηγητή Αριστείδη Κουτρούλη και του Ερευνητή Δρ. Μανώλη Γρυλλάκη από τη Σχολή Χημικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος (ΧΗΜΗΠΕΡ) του Πολυτεχνείου Κρήτης. Η δημοσίευση ανοιχτής πρόσβασης, με τίτλο “The challenge of unprecedented floods and droughts in risk management”, υπογράφεται από 92 επιστήμονες και είναι ελεύθερα προσβάσιμη.
Εμπειρικά δεδομένα από πλημμύρες και ξηρασίες που έπληξαν το ίδιο μέρος δύο φορές, έδειξαν ότι η διαχείριση κινδύνου από μόνη της δεν είναι ικανή να μειώσει τις επιπτώσεις των ακραίων γεγονότων, ειδικά όταν τα ακραία γεγονότα είναι πρωτοφανούς έντασης. Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η παρατηρούμενη δυσκολία διαχείρισης είναι ανησυχητική, δεδομένης της μεγαλύτερης πιθανότητας ακραίων υδρολογικών γεγονότων λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Αναλύθηκαν συνολικά 26 ζεύγη πλημμυρών και 19 ζεύγη ξηρασιών που συνέβησαν μεταξύ 1947 και 2019, με κάθε ζεύγος να έχει συμβεί στην ίδια περιοχή. Τα δύο γεγονότα κάθε ζεύγους συγκρίθηκαν ως προς: τη δριμύτητα του κινδύνου, την έκθεση του πληθυσμού (ποιοι ήταν σε κίνδυνο), την ευπάθεια (ικανότητα αντιμετώπισης της καταστροφής), τις ισχύουσες στρατηγικές διαχείρισης κινδύνου (όπως συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, ταμιευτήρες ή αναχώματα) και τον αντίκτυπο (απώλειες ζωής και οικονομικές ζημιές). Η εκτενής τεκμηρίωση και η ταξινόμηση κάθε ζεύγους γεγονότων κατέληξε σε ένα πολύτιμο σύνολο δεδομένων σχετικά με τις αλλαγές στις επιπτώσεις των υδρολογικών ακραίων διαχρονικά, διαθέσιμο στην επιστημονική κοινότητα για περαιτέρω ανάλυση.
Τα βασικότερα ευρήματα της μελέτης είναι ότι:
• Σε πολλές περιπτώσεις η εφαρμογή στρατηγικών διαχείρισης κινδύνου μετά την πρώτη φυσική καταστροφή μετρίασε τις επιπτώσεις μιας αντίστοιχης δεύτερης.
• Δεν συνέβη όμως το ίδιο σε περιπτώσεις που το δεύτερο συμβάν ήταν σημαντικά πιο δριμύ από το πρώτο, εκθέτοντας τις τοπικές κοινότητες σε πρωτοφανή για την περιοχή κίνδυνο. Αυτό δείχνει ότι οι υφιστάμενες υποδομές και οι στρατηγικές διαχείρισης κινδύνου δεν έχουν σχεδιαστεί με γνώμονα μελλοντικά πρωτοφανή ακραία καιρικά φαινόμενα – αυτό σημαίνει ότι είναι πιθανό να αστοχήσουν παρόλα τα μέτρα πρόληψης.• Είναι χαρακτηριστικό ότι υπήρξαν μόνο δύο παραδείγματα, στα οποία οι στρατηγικές διαχείρισης κινδύνου μείωσαν το αντίκτυπο μιας δεύτερης καταστροφής, η οποία ήταν πολύ πιο ακραία από την πρώτη. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της βελτιωμένης διακυβέρνησης στη διαχείριση του κινδύνου και της υψηλής επένδυσης στην ολοκληρωμένη διαχείριση. Ο σχεδιασμός περιελάμβανε ένα σύνολο από δράσεις: υψηλές επενδύσεις τόσο σε υποδομές (νέα δίκτυα ομβρίων), όσο και σε άλλα στοιχεία όπως αυστηρότερους οικοδομικούς κανονισμούς, σημαντικές βελτιώσεις σε συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.
• Τα μέτρα πρόληψης μπορεί μερικές φορές να έχουν το αντίθετο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Εάν, για παράδειγμα, σε μια πλημμυροπαθή περιοχή κατασκευάσουν αντιπλημμυρικά έργα, αυτό ενδέχεται να δημιουργήσει μία ψευδή αίσθηση ασφάλειας και να ενθαρρύνει την ανοικοδόμηση. Αυτό καθιστά την περιοχή άμεσα ευάλωτη εάν τα κατά τη διάρκεια ενός μεταγενέστερου πρωτοφανούς γεγονότος τα έργα αποτύχουν.
Η μελέτη καταλήγει σε τρεις παράγοντες επιτυχίας: (1) αποτελεσματική διακυβέρνηση της διαχείρισης κινδύνου και έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων διακρατικών συνεργασιών, όπως στην περίπτωση διασυνοριακών ποταμών, (2) υψηλές επενδύσεις σε διαρθρωτικά και μη διαρθρωτικά μέτρα, και (3) βελτιωμένα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και παρακολούθησης σε πραγματικό χρόνο. Η καθολική και προληπτική εφαρμογή αυτών των παραγόντων θα συμβάλει στην εξουδετέρωση της τρέχουσας τάσης αυξανόμενων επιπτώσεων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.