Το κυρίαρχο κυβερνητικό αφήγημα των τελευταίων ετών είναι ότι η Ελληνική οικονομία ανθεί. Όχι ότι έχει βελτιωθεί σημαντικά, αλλά ανθεί. Το ερώτημα είναι συγκρίνοντας τι; Την περίοδο της εισόδου στην κρίση το 2010 ή την περίοδο της ανερμάτιστης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ; Εάν συγκρίνουμε με το 2013 ή το 2015 προφανώς τα πράγματα είναι καλύτερα. Εάν συγκρίνουμε με το περασμένο έτος (ήτοι το 2024) θα αντιληφθούμε ότι όχι μόνον δεν επιβεβαιώνεται η άποψη της τοπικής πολιτικής νομενκλατούρας, αλλά μάλλον ηχούν καμπανάκια που πρέπει να μας θέσουν σε επαγρύπνηση. Η αλλαγή ρότας αποτελεί ζητούμενο. Όσοι δεν το βλέπουν είτε εθελοτυφλούν είτε απλώς ψεύδονται.
Πόθεν προκύπτει η ανωτέρω – σχεδόν «αφοριστική» – κρίση; Ας δούμε τα δεδομένα που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα. Πρώτα πρώτα, η κατακρήμνιση της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Σε μια χώρα που το παραγωγικό μοντέλο ουδόλως άλλαξε μετά την κρίση, ίσως ήταν αναμενόμενη η ολισθηρή πορεία. Η συρρίκνωση της Ελληνικής ανταγωνιστικότητας αποτυπώνεται στην Παγκόσμια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας 2025 (με έτος αναφοράς το 2024) που καταρτίζει το International Institute for Management Development. Σύμφωνα με αυτό, η Ελλάδα υποχώρησε κατά τρεις θέσεις, με αποτέλεσμα να βρίσκεται στην 50η μεταξύ 69 οικονομιών.
Ας εξετάσουμε και τη ρευστότητα της αγοράς. Σύμφωνα με το Βαρόμετρο Πρακτικών Πληρωμών 2025 μεγάλης εταιρίας ασφάλισης πιστώσεων, το 55% της συνολικής αξίας των τιμολογίων εξοφλείται εκπρόθεσμα στη χώρα. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2023 ήταν 35%. Η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος είναι προφανής.
Το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο – που κομπορρημονεί ότι εξοφλεί γρηγορότερα του ξένους πιστωτές του – δεν πληρώνει τους ημεδαπούς προμηθευτές του. Τα ληξιπρόθεσμα χρέη του αυξήθηκαν τον Απρίλιο του 2025 κατά 225 εκατομμύρια ευρώ. Το συνολικό «φέσι» του Δημοσίου στην αγορά ανέρχεται σε 3,1 δις ευρώ. Μπορεί να μην έχει πρόβλημα ρευστότητας το κράτος, αλλά ουδόλως έχει υιοθετήσει μια σοβαρή κουλτούρα πληρωμών (γρήγορη εκκαθάριση και έλεγχος, σύγχρονη μηχανογράφηση, ταχεία διεκπεραίωση πληρωμών κλπ). Το αποτέλεσμα είναι ότι στερεί την αγορά από σημαντικούς πόρος μεταθέτοντας, συνεπακόλουθα, σημαντικά το χρόνο αποπληρωμής των οφειλών μεταξύ των ιδιωτών. Την ίδια ώρα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι οι οφειλές των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης εκτινάχθηκαν από 280 εκατομμύρια ευρώ το Φεβρουάριο του 2025, σε 405 εκατομμύρια ευρώ στο τέλος Μαΐου. Όλα τα ανωτέρω δεν προσιδιάζουν σε μια ανθούσα οικονομία.
Την ίδια ώρα οι μισθωτοί βλέπουν οι αποδοχές τους να «εξαφανίζονται» με «εξωγαλαξιακή ταχύτητα». Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, το 2009, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα ανέρχονταν στο 82,5% του αντίστοιχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα ανέρχεται στο 52%. Εάν συνυπολογίσουμε την εκτόξευση του κόστους ζωής (ακρίβεια), τότε γίνεται άμεσα αντιληπτό γιατί οι μισθωτοί (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) στην Ελλάδα αδυνατούν να αποδεχθούν την κυβερνητική θέση ότι η «οικονομική κατάσταση βελτιώνεται σημαντικά και αδιαλείπτως». Άλλωστε, όλοι (μισθωτοί ή μη) το διατυμπανίζουν στις δημοσκοπήσεις. Το 43% των Ελλήνων δηλώνει ότι η οικονομική τους κατάσταση το πρώτο πεντάμηνο του 2025 χειροτέρευσε σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η πλειοψηφία δεν τσιμπάει ούτε από δημοσκοπήσεις ούτε από την κυβερνητική παρόλα. Βλέπει το πορτοφόλι της και καταλαβαίνει. Αυτό λέει τη μια και μοναδική αλήθεια…