Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Για τον Νίκο Παππά, τον ευρωβουλευτή που χτύπησε τον εξαιρετικό συνάδελφο Νίκο Γιαννόπουλο σε μπαρ στο Στρασβούργο, είχα γράψει και στο παρελθόν, όταν ήταν ακόμα εν ενεργεία μπασκετμπολίστας του Παναθηναϊκού. Αφορμή τότε είχε υπάρξει μια διαμάχη του Παππά με τον Βασίλη Σκουντή, για την οποία δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα, εφόσον ο ίδιος ο Βασίλης έχει επιλέξει να μην δημοσιοποιήσει λεπτομέρειες. Ήταν όμως, εκείνη η διαμάχη και ο τρόπος που λειτούργησε ο Παππάς απολύτως ενδεικτικά του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του.
Στο εν λόγω κείμενο λοιπόν που είχε δημοσιευτεί στο sdna.gr ανέφερα: “Ένα από τα πράγματα που με ενοχλεί διαχρονικά στην Ελλάδα είναι η κοινή αντίληψη ότι η αγένεια, η επιθετικότητα αποτελούν δείγματα «ειλικρίνειας», «αυθεντικότητας» και μιας απροσδιόριστης «επαναστατικότητας απέναντι στο κατεστημένο», η οποία μας γοητεύει ως λαό – οι «Τσε Γκεβάρα» της πορδής, ήταν πάντα πιο δημοφιλείς στη χώρα μας από τους συνεπείς, εργατικούς, σοβαρούς και χαμηλών τόνων ανθρώπους”.
Σήμερα ο Νίκος Παππάς είναι ευρωβουλευτης,. Ανεξάρτητος πια, αφού ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελος κινήθηκε πολύ γρήγορα και τον διέγραψε, πάντως ευρωβουλευτής, με την ψήφο 130.000 και πλέον συμπολιτών μας.
Η πλήρης επιβεβαίωση εκείνου του παλιότερου άρθρου δεν μου προκαλεί την παραμικρή ικανοποίηση. Παρά μονάχα θλίψη.
Το ποιος ακριβώς είναι ο Νίκος Παππάς, το γνωρίζει η δημοσιογραφική πιάτσα καλά. Αλλά ακόμα και χωρίς την δημοσιοποίηση διαφόρων επεισοδίων που είχε κατά καιρούς και οι εμπλεκόμενοι καλώς ή κακώς προτίμησαν να μην αποκαλύψουν, θα αρκούσε η δημόσια παρουσία του για να γίνει αντιληπτό περί τίνος πρόκειται. Αγένεια, επιθετικότητα, τοξική ματσίλα, εύκολος και κενός περιεχομένου αντισυστημισμός, ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο με το βάθος τσιγαρόχαρτου, υπερήφανη αμορφωσιά, πασπαλισμένη με κοινωνικές δράσεις, ψευτοαριστερούλικη “ευαισθησία” και δήθεν “γενναιότητα” του είδους που ψεύδεται ανοιχτά και το βάζει και στα πόδια μπροστά στις συνέπειες των πράξεών της (η “γενναιότητα” ντε).
Να που είναι μέσες – άκρες το “πακέτο” Παππά. Ένα “θορυβώδες τίποτα” όπως εύστοχα τον χαρακτήρισε ο δημοσιογράφος Γιάννης Ανδρουλιδάκης.
Τα περισσότερα από τα παραπάνω όμως δεν ήταν κρυφά – ο ίδιος ο Παππάς μας τα σέρβιρε στο πιάτο να τα δούμε και τα φάμε. Πολλοί τα έφαγαν. Ξεγελάστηκαν άραγε;
Μπα. Ο Νίκος Παππάς, όπως και κάμποσοι άλλοι, δεν ψηφίστηκε παρά τα χαρακτηριστικά που μόλις περιέγραψα. Ψηφίστηκε σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας αυτών.
Επειδή οι ψηφοφόροι ήθελαν κάποιον να τα “χώνει” στο πολιτικό σύστημα και επιμένουν να περνάνε την χυδαιότητα για μαγκιά. Ασφαλώς η ευθύνη ανήκει σε εκείνους που επιλέγουν τέτοια φαιδρά πρόσωπα για το ψηφοδέλτιό τους. Τον Αλέξη Τσίπρα που ήθελε τον Παππά για Δήμαρχο Αθηναίων, τον Στέφανο Κασσελάκη που τον έβαλε στο ευρωψηφοδέλτιο αλλά όχι μόνο – “Παππάδες” με παρόμοια χαρακτηριστικά υπάρχουν σε όλους τους πολιτικούς χώρους.
Η ευθύνη ανήκει όμως και σε όσους ψηφίζουν – δεν γίνεται πάντα να τους αθωώνουμε με το πρόσχημα του σοφού λαού. Ο σοφός λαός, ενίοτε (όχι σπάνια) ψηφίζει σαχλαμάρες καμαρωτές.
Ασφαλώς οι πολιτικοί, όσοι σέβονται τον εαυτό τους τέλος πάντων και οι αναλυτές οφείλουν να ψάξουν και να καταλάβουν τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν σε τέτοιες επιλογές. Ο Παππάς αποτελεί άλλωστε το σύμπτωμα, όχι την ασθένεια. Η ασθένεια είναι η διολίσθηση της αξιοπιστίας της πολιτικής στα τάρταρα και οδηγεί τους ψηφοφόρους σε ένα πλατό μιζέριας και χαιρεκακίας όπου ο μόνος τους στόχος όταν μπαίνουν στο παραβάν είναι το “π…να όλα!”.
Κυρίως, η ασθένεια είναι η καταβύθιση της κοινωνίας σε μια “μαύρη τρύπα” άρνησης και εθελοτυφλίας και σε σκοτάδια μέσα στα οποία πολλοί νιώθουν πώς η μόνη τους ελπίδα για να επιβιώσουν είναι εκείνος που φωνάζει πιο δυνατά.
Η θεραπεία, απαιτεί πρώτα την αναγνώριση της αρρώστιας. Όχι από τις πολιτικές ελίτ, που δεν ενδιαφέρονται, μάλλον βολεύονται κόλας. Από την ίδια την κοινωνία. Και τούτο είναι το δυσκολότερο όλων.
