Μύθοι και αλήθειες για τις υποκλοπές

Πρέπει να διαβάσετε

Αργύρης Αργυριάδης
Αργύρης Αργυριάδης
Δικηγόρος
Ο Αργύρης Αργυριάδης είναι Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω – Φορολογικός Σύμβουλος

Σε τούτη τη χώρα, τελικά, κάθε Αύγουστο έχουμε ειδήσεις ασχέτως εάν μερίδα των μέσων ενημέρωσης προσπαθεί να τις υποβαθμίσει. Η υπόθεση των υποκλοπών – που κάλλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί ως σκάνδαλο με απρόβλεπτες συνέπειες – αποτελεί είδηση μεγατόνων που έρχεται να ταράξει τη θερινή μας ραστώνη. Ωστόσο, πολλά γράφηκαν και περισσότερα ειπώθηκαν. Ποια η αλήθεια και ποιο το ψέμα;

Μύθος πρώτος: «Η άρση του απορρήτου γίνεται μόνον για σοβαρά ποινικά αδικήματα». Τούτο είναι αναληθές. Άρση απορρήτου γίνονταν πάντοτε όχι μόνον σε όσες περιπτώσεις προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας αλλά και για λόγους εθνικής ασφάλειας. Τα τελευταία χρόνια, όμως, το νομοθετικό πλαίσιο άρσης έχει διευρυνθεί σε μέγιστο βαθμό, περιλαμβάνοντας ακόμη και παραβιάσεις του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, την προστασία περιβάλλοντος τη νομοθεσία περί κεφαλαιαγοράς ακόμη και ζητήματα που άπτονται της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Ίσως είναι καλύτερο, πλέον, να σκεφτόμαστε σε ποιες περιπτώσεις ΔΕΝ αίρεται το απόρρητο. Η πλέον αόριστη έννοια είναι εκείνη της «εθνικής ασφάλειας», καθώς δίνει περιθώρια πλειάδα περιπτώσεων να οδηγηθούν σε άρση του απορρήτου, ιδίως εάν οι εφαρμοστές του νόμου δεν λάβουν υπόψη τους την αρχή της αναλογικότητας.

Μύθος δεύτερος: «η περίπτωση παρακολούθησης από τον ΕΥΠ ενός ευρωβουλευτή είναι παράνομη, λόγω της ιδιότητας του πολιτικού». Πρόκειται για παρανόηση και εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 61 του Συντάγματος. Πουθενά δεν προβλέπεται εξαίρεση ενός πολιτικού. Είναι δυνατόν ένας πολιτικός να είναι υπεράνω του Συντάγματος και των νόμων; Εάν, πράγματι, υπάρχει κίνδυνος εθνικής ασφάλειας για ποιο λόγο θα πρέπει να εξαιρείται οποιασδήποτε παρακολούθησης αποκλειστικά λόγω της πολιτικής του ιδιότητας; Το άρθρο 61 παρ. 3 του Συντάγματος (βουλευτικό απόρρητο) απαλλάσσει τους βουλευτές από την υποχρέωση μαρτυρίας για γεγονότα που περιήλθαν σε γνώση τους λόγω της βουλευτικής τους ιδιότητας. Δεν τους καθιστά – και ορθώς – ανέλεγκτους. Άλλωστε, μόνον η Βουλή είναι αρμόδια να κρίνει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος. Ούτε ο Πρωθυπουργός ούτε ο Διοικητής της ΕΥΠ. Σε κάθε περίπτωση, η άρνηση μαρτυρίας, ουδόλως καθιστά ανέλεγκτο ένα βουλευτή ή ευρωβουλευτή σε περίπτωση ζητήματος εθνικής ασφάλειας. Αυτό που επιτάσσει η ανωτέρω διάταξη είναι ο σεβασμός του βουλευτικού απορρήτου. Δηλαδή εάν αρνηθεί, βάσιμα, ένας βουλευτής να καταθέσει ως μάρτυρας για γεγονότα που περιήλθαν σε γνώση του στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του δεν μπορεί το δικαίωμα αυτό να καταλυθεί στο πλαίσιο μιας παρακολούθησης. Τούτο, όμως, ελάχιστη σχέση έχει με τις περιπτώσεις εθνικής ασφάλειας.

Μύθος τρίτος: «Η παρακολούθηση του Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ ήταν νόμιμη πράξη, αλλά εσφαλμένη». Η ρήση αυτή ανήκει στον Πρωθυπουργό και διακρίνεται για τη λογική της ανακολουθία. Εάν ήταν νόμιμη γιατί ήταν λάθος; Να ξεκαθαρίσουμε, όμως, κάτι σημαντικό. Η τήρηση της τυπικής νομιμότητας (αίτηση από τα στελέχη της ΕΥΠ και άδεια/διάταξη από την αρμόδια Εισαγγελέα) ουδόλως καθιστά την πράξη a priori νόμιμη. Απαιτείται ο ουσιαστικός έλεγχος της νομιμότητας της πράξης. Το άρθρο 5 του Ν. 2225/1994 απαιτεί αιτιολογία της διάταξης από τον Εισαγγελέα Εφετών που είναι αποσπασμένος στην ΕΥΠ. Επιπροσθέτως απαιτεί να αναφέρεται το όνομα του προσώπου ή των προσώπων των οποίων ζητείται η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. Ωστόσο, στην πράξη πολλές φορές οι αρμόδιες αρχές εισφέρουν στο αίτημά τους μόνον αριθμούς κινητών τηλεφώνων αποδίδοντάς τους σε «άγνωστα πρόσωπα» με αποτέλεσμα η διάταξη/άδεια να είναι ιδιαίτερα ευχερής.

Τι έγινε στην προκειμένη περίπτωση; Τα εύλογα ενδεχόμενα είναι τα ακόλουθα: είτε τα στελέχη της ΕΥΠ δεν ανέφεραν το όνομα και την ιδιότητα του Ανδρουλάκη είτε το ανέφεραν διανθίζοντας το αίτημά τους με αναληθή στοιχεία είτε το ανέφεραν απλώς και η Εισαγγελέας έκρινε και αιτιολόγησε ότι συντρέχουν λόγοι «εθνικής ασφαλείας» που δικαιολογούν την άρση του απορρήτου. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις μιλάμε για εξαπάτηση της εισαγγελικής αρχής (είτε δια της απόκρυψης της αλήθειας είτε δια της ψευδούς αναφοράς), ενώ στην τρίτη περίπτωση μιλάμε για εξόχως εσφαλμένη αιτιολογία που δικαιολογεί δίωξη της Εισαγγελέως ακόμη και για παράβαση καθήκοντος. Υπάρχει και μια τέταρτη, αλλά εφιαλτική περίπτωση. Η αίτηση να υποστηρίζονταν σε αληθή στοιχεία οπότε ΕΥΠ και Εισαγγελέας έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Τότε δεν την κάνει σωστά ο Πρωθυπουργός που συγκαλύπτει τον Αρχηγό της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Και στα τέσσερα ενδεχόμενα, όμως, δεν έχουμε απλά λάθος. Έχουμε καραμπινάτη παρανομία.

Μύθος τέταρτος: «η παρακολούθηση από την ΕΥΠ διεκόπη μόλις συμπληρώθηκε ο νόμιμος χρόνος και η χρονική ταύτιση με την απόπειρα παράνομης παγίδευσης με το λογισμικό Predator είναι τυχαίο γεγονός».  Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 6 του Ν. 2225/1994 η άρση του απορρήτου δεν έχει χρονικό όριο, όταν τούτη διατάσσεται για λόγους εθνικής ασφάλειας. Συνεπώς, όσοι διαδίδουν ότι η άρση διακόπηκε λόγω συμπλήρωσης του νόμιμου χρόνου απλώς ψεύδονται. Η αλήθεια είναι ότι ήδη από το Δεκέμβριο του 2021, η εταιρία Meta (ιδιοκτήτρια του Facebook, του WhatsApp κλπ), όπως και το εργαστήριο Citizen Lab του Πανεπιστημίου του Τορόντο είχαν δημοσίως ανακοινώσει ότι το παράνομο λογισμικό παρακολουθήσεων Predator έχει εντοπιστεί να λειτουργεί στην Ελλάδα. Επίσης, αληθές είναι ότι η όλη συζήτηση σήμερα για τη «νόμιμη» συνακρόαση της ΕΥΠ λειτουργεί αποπροσανατολιστικά εάν μείνουμε μόνον σε αυτήν. Την ίδια περίοδο, τους ίδιους στόχους (Κουκάκη – Ανδρουλάκη) είχε και το παράνομο λογισμικό Predator. Πόσο τυχαίο ήταν αυτό; Για ποιο λόγο, εθνικές μυστικές υπηρεσίες και «άγνωστοι» στοχοποίησαν τα ίδια πρόσωπα; Και για ποιο λόγο, η ΕΥΠ δεν μπορεί να εντοπίσει αυτούς τους αγνώστους; Η αντικατασκοπεία είναι μια από τις βασικές αρμοδιότητες της ΕΥΠ. Πώς είναι δυνατόν να επιτρέπει την κατασκοπεία σε βάρος ενός ερευνητή δημοσιογράφου και ενός Έλληνα ευρωβουλευτή και αρχηγού της ελάσσονος αντιπολίτευσης; Πώς είναι δυνατό να μην μπορεί να εντοπίσει που, πότε και σε ποιον πουλήθηκε το συγκεκριμένο λογισμικό όταν η πωλήτρια εταιρία (Interllexa AE) έχει έδρα στην Αθήνα και μπορεί να πληροφορηθεί πολλά για τον ιδιοκτήτη της με μια ερώτηση στις αρχές της Κύπρου;  Η αλήθεια είναι ότι ανάμεσα στην προσπάθεια παράνομης παγίδευσης κινητών τηλεφώνων δημοσιογράφων και πολιτικών με το Predator και την κατ’ επίφαση νόμιμη παρακολούθηση από την ΕΥΠ υπάρχει μια «γύψινη» μεσοτοιχία. Και πρέπει να κατεδαφιστεί πάραυτα, πριν μπει όλη η κοινωνία στο γύψο …

Άλλα Πρόσφατα