Το 2022 τελείωσε με αυξήσεις-ρεκόρ στα τρόφιμα στη Βρετανία και το 2023 μπήκε με χειρότερες διαθέσεις και τους καταναλωτές ακόμη πιο προσεκτικούς.
Τα στατιστικά δείχνουν ότι καταγράφεται εδώ και μήνες πτώση στις πωλήσεις των τροφίμων λόγω των ανατιμήσεων.
Το φαινόμενο, αλλά και οι αιτίες του, δεν είναι αποκλειστικά βρετανικές. Σε όλη την αλυσίδα της παραγωγής, από το χωράφι ως τον καταναλωτή, οι αυξήσεις σε πρώτες ύλες, στο κόστος της παρασκευής και στην ενέργεια είναι πλέον εκτός ορίων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η εικόνα που παρατηρείται πλέον στη Βρετανία, με τα ράφια που είναι γεμάτα προϊόντα που μένουν αδιάθετα, έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο συχνή.
Η πτώση του όγκου των πωλήσεων είχε αρχίσει από το 2021 είχε αναφέρει το βρετανικό Εθνικό Γραφείο Στατιστικής, ένα φαινόμενο που εξηγείται από την «αύξηση του κόστους διαβίωσης και των τιμών των διατροφικών προϊόντων». Τον Οκτώβριο του 2022 ο όγκος των πωλήσεων ήταν μάλιστα χαμηλότερος κατά 4,1% από το επίπεδο πριν από την πανδημία της Covid-19.
Τον Δεκέμβριο η κατάσταση ήταν ακόμη πιο δύσκολη.
Ο ετήσιος πληθωρισμός των τροφίμων κινήθηκε στο 13,3% τον τελευταίο μήνας του 2022, από 12,4% τον Νοέμβριο, το υψηλότερο μηνιαίο ποσοστό από την αρχή καταγραφής των δεδομένων το 2005. Αιτία οι υψηλές τιμές στις ζωοτροφές, τα λιπάσματα και την ενέργεια που φτάνουν ως τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Οι αναλυτές δεν είναι μάλιστα καθόλου αισιόδοξοι για την εικόνα μέσα στο 2023 και προβλέπουν μεγαλύτερες αυξήσεις.
Η άλλη όψη του προβλήματος είναι οι προειδοποιήσεις των παραγωγών ότι σύντομα θα δούμε ελλείψεις ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης.
Τον περασμένο Δεκέμβριο οι παραγωγοί προειδοποιούσαν για ελλείψεις στα αυγά, που πωλούνταν σε κάποια καταστήματα με το δελτίο και σε υψηλότερες τιμές. Θα ακολουθούσαν, προειδοποιούν οι παραγωγοί, οι ντομάτες και τα αχλάδια. Αιτία -και εδώ- η αύξηση του κόστους σε συνδυασμό με τη μείωση της παραγωγής και την εξάρτηση από τις εισαγωγές.