Αγαπητοί μου φίλοι, το κοινωνικό φαινόμενο της κακοποίησης και της ενδοοικογενειακής βίας είναι μια πληγή που πραγματικά αιμορραγεί για την ίδια την κοινωνία, με δύσκολες και επικίνδυνες προεκτάσεις. Αφορά ένα ζήτημα που τις περισσότερες φορές εξελίσσεται πίσω από κλειστές πόρτες, γιατί ακριβώς το κεντρικό του σημείο είναι η σκοτεινή και αθέατη πλευρά. Σε πολλά κείμενα του υπογράφοντα, έχει γίνει αναφορά σε τέτοια θέματα και καταστάσεις με την εξέταση από κάθε πρίσμα.
Στο παρόν κείμενο, κατ’ επιλογή δεν θα γίνει ανάλυση επιστημονική αλλά ανθρώπινη και ουσιαστική. Θα γίνει αναφορά στην ιστορία ενός μικρού αγοριού, που τώρα μεγάλωσε (αρκετά) και μπορεί να βλέπει το όλον θέμα από διαφορετική οπτική. Πλέον, μπορεί να μιλάει ελεύθερα και να ξορκίζει αυτό το «κακό», χωρίς να νιώθει το βάρος του παρελθόντος.
Η ιστορία εκτυλίσσεται πριν χρόνια σε ένα ορεινό χωριό του Ηρακλείου. Η οικογένεια αυστηρώς πατριαρχικού χαρακτήρα. Ο πατέρας (της οικογένειας) είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο και η μητέρα κι ακόμα περισσότερο τα παιδιά, έπρεπε να ακολουθούν τις εκάστοτε αποφάσεις ή μάλλον εντολές.
Ο μικρός μας «πρωταγωνιστής», εκτός από τις διάφορες μορφές μπούλινγκ που έπρεπε να διαχειριστεί στο χώρο του σχολείου για τη «διαφορετικότητα» του που στην πραγματικότητα ισούται με κανονικότητα, αλλά είθισται να γίνεται χρήση του όρου… υπήρχαν και δυσκολίες με τις οποίες ερχόταν καθημερινώς κατ’ αντιπαράσταση στο οικογενειακό περιβάλλον και στον περίκλειστο χώρο της σπιτικής στέγης.
Ο πατέρας της οικογένειας, δεν αργούσε και πολύ από την κατάσταση νηφαλιότητας να μεταφερθεί σε κατάσταση έκρηξης, με χαρακτηριστικά επιθετικότητας και αγριότητας. Για παράδειγμα, ήταν πολύ δεμένος με τη μητέρα του (η οποία χήρεψε νωρίς), όμως σε τέτοιο σημείο που ξεπερνά το φυσιολογικό. Επέστρεφε από τις αγροτικές εργασίες, και η πρώτη του κουβέντα προς τη γυναίκα και τα παιδιά του ήταν «ήρθε η μάνα μου από εδώ;». Αν η απάντηση ήταν αρνητική, τότε το αμέσως επόμενο ερώτημα ήταν «πήγατε να τη δείτε ή την πήρατε τηλέφωνο;». Αν πάλι η απάντηση ήταν αρνητική, δηλαδή δεν ήταν η απάντηση που θα ήθελε να ακούσει εκείνος, τότε άρχιζε ο «εξάψαλμος» με βαρείς χαρακτηρισμούς. «Είστε άχρηστοι, είστε ανίκανοι… εγώ τρέχω από το πρωί στα χωράφια κι εσείς κάθεστε εδώ και δεν ενδιαφερθήκατε για το τι κάνει μια ηλικιωμένη γυναίκα μόνη της».
Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο, γιατί υπήρχαν πιο δύσκολα περιστατικά. Όταν η μητέρα (της οικογένειας) «τολμούσε» να διαφωνήσει για το οτιδήποτε και να φέρει στο τραπέζι την αντίρρηση της για κάτι (ειδικά αν αυτό το κάτι αφορούσε τους συγγενείς του πατέρα) τότε άρχιζαν ύβρεις και σκληρές κουβέντες προς το μέρος της και ορισμένες φορές σωματικά χτυπήματα στο σώμα (στην πλάτη) και στο κεφάλι.
Το μικρό αγόρι, που βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο για τη μελέτη των μαθημάτων του σχολείου, ακούγοντας τις φωνές έτρεχε έντρομο προς την κουζίνα του σπιτιού, για να συμπαρασταθεί στη μητέρα του. Παρά το μικρό της ηλικίας του (και το μικρό σωματότυπο του επίσης) ύψωνε ανάστημα. Δεν έκανε πίσω, λέγοντας στον πατέρα του ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα να φέρεται έτσι και ότι είναι άδικος. Τότε, τα άκουγε κι ο μικρός και μάλιστα «χοντρά» που υπερασπίστηκε τη μάνα… ενώ είχε συμβεί σε αρκετές περιπτώσεις να μπει μπροστά στο σώμα της μητέρας του (ως ασπίδα προστασίας), λαμβάνοντας ο ίδιος τα βίαια χτυπήματα. Κι η μητέρα, μετά το ξέσπασμα… έλεγε στο αγόρι «είδες, είχε δίκιο πατέρας σου… δεν έπρεπε να φέρουμε αντίρρηση στα λόγια του». Δηλαδή, τον δικαιολογούσε γι’ αυτή τη συμπεριφορά, παρότι ήταν θύμα της υπόθεσης.
Όμως το «κακό» της βίας, δυστυχώς δεν σταματούσε μόνο σε αυτά τα περιστατικά. Όταν τα καλοκαίρια ή τα Σαββατοκύριακα το μικρό αγόρι, βοηθούσε στις αγροτικές εργασίες τον πατέρα του, αν τυχόν εξέφραζε αδυναμία να ανταποκριθεί σε κάτι (όπως να σηκώσει ένα κάνιστρο γεμάτο νερό) ή αν έκανε κάποιο λάθος… τότε ξεκινούσε το στόλισμα «…είσαι ανίκανος, είσαι άχρηστος, είσαι ένα μηδενικό. Δεν είσαι άξιος για τίποτα και δεν θα προκόψεις ποτέ στη ζωή σου». Επίσης, όταν συνέβαινε το μικρό αγόρι να «καβγαδίσει» ή να διαφωνήσει με τη μεγαλύτερη αδερφή του στο παιδικό τους παιχνίδι, εκείνη έβαζε με το παραμικρό τα κλάματα. Ο πατέρας, επειδή της είχε τεράστια αδυναμία λόγω του ότι έφερε το όνομα της μητέρας του, μόλις την έβλεπε δακρυσμένη κυνηγούσε το μικρό αγόρι για να το συνετίσει με τον τρόπο του. Δεν μιλάμε για μικρά χτυπήματα στον ποπό ή στα χεράκια, αλλά έντονα και βίαια χτυπήματα μέχρι και με τη ζώνη του παντελονιού.
Η μανία της βίας, δεν έκανε διακρίσεις σε μέρες και ώρες. Ήταν αισθητή η παρουσία της ακόμα και σε γιορτινές στιγμές. Για παράδειγμα, όταν ήταν Χριστούγεννα ή Πάσχα και μαζεύονταν οι συγγενείς του πατέρα (που δεν έμεναν στο χωριό) με τα συμπεθέρια τους μαζί και τον κάθε λογής ξένο ως καλεσμένο στο σπίτι της πατρικής γιαγιάς, αν το αγόρι ομολογούσε την επιθυμία του να παραμείνουν στο δικό τους σπίτι ως οικογένεια και να γιορτάσουν σε πιο κλειστό κύκλο, τα άκουγε ξανά. Οι συνήθεις φράσεις του πατέρα προς το αγόρι «είσαι μια ανθρωποφοβία – είσαι άρρωστος». Ο πατέρας, ήθελε όλοι στην οικογένεια να λένε τα καλύτερα και τα πιο θετικά για τους δικούς του και να παραρίχνουν τους συγγενείς της μητέρας. Αν γινόταν το αντίθετο, το κρατούσε μέσα του και το επανέφερε σε επόμενο χρόνο.
Βέβαια, επειδή το κάθε νόμισμα έχει δυο όψεις. Η κατάσταση εξισορροπούσε κάπως. Ο πατέρας της οικογένειας δεν ήταν αποκλειστικά και μόνο επιθετικός ή βίαιος. Σε αρκετές έως πολλές περιπτώσεις στέκονταν υποστηρικτικά προς τη σύζυγο και τα παιδιά του. Έδειχνε τρυφερότητα και αγάπη. Προτιμούσε να στερηθεί εκείνος το καθετί αναγκαίο για να το παρέχει στα παιδιά του. Σε κάτι τέτοια η αλήθεια είναι ότι γινόταν θυσία. Δεν ήταν τόσο «κακός» όπως θα έλεγε κάποιος, γιατί ούτε έπινε και ούτε κάποια ατιμία έκανε. Από το πρωί μέχρι το βράδυ στα χωράφια γυρνούσε. Όποιον και να ρωτούσε κανείς, θα έλεγε τα πιο θετικά για εκείνον και την εντιμότητα του. Απλά, δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί το κομμάτι οικογένεια συνολικά και σε όλες τις εκφάνσεις του, δίχως αυτό να δικαιολογεί τη βιαιότητα.
Σήμερα, το μικρό εκείνο αγόρι της ιστορίας μας (που μεγάλωσε πια!) έχει βρει το δρόμο του. Έδωσε συγχώρεση για ό,τι άσχημο του παρελθόντος και με ελαφριά ψυχή περπατά τη δική του διαδρομή. Μάλιστα, όσο περνάει από το χέρι του, στέκεται υποστηρικτικά σε κάθε άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη… ίσως γιατί ξέρει τι θα πει ανάγκη, ίσως γιατί ενδόμυχα έτσι ξεπληρώνει ένα παιδικό χρέος προς τον ίδιο τον εαυτό του.
Φίλοι μου, η παραπάνω ιστορία καταδεικνύει σημεία που αφορούν το κομμάτι της ενδοοικογενειακής βίας αλλά ενέχει και την ανάγκη και τη σπουδαιότητα η κάθε γυναίκα ή το κάθε παιδί που βιώνουν κακοποίηση να μιλούν (σε οικείους, σε αρμόδιους, σε ειδικούς, σε δασκάλους, σε καθηγητές) ειδικά τώρα που οι εποχές και οι συνθήκες άλλαξαν. Η ενδοοικογενειακή βία δεν εμπίπτει στο φάσμα και το πλαίσιο των θεμάτων «τα εν οίκω μη εν δήμο». Αντιθέτως, το όποιο θύμα χρειάζεται να βρει τη δύναμη να μιλήσει και περισσότερο να βρει τη θέληση για το άνοιγμα της κλειστής πόρτας, που θα οδηγήσει στη σωτήρια μετάβαση από το σκοτάδι της βίας στο φως της ζωής.