Κυριακή, 27 Ιουλίου, 2025
34.4 C
Ηρακλείου

Δες τον καιρό

in_article_1_mobile

Κλείνω τα μάτια!

Πρέπει να διαβάσετε

Γιώργος Σαριδάκης
Γιώργος Σαριδάκης
Κοινωνικός Λειτουργός
Ο Γιώργος Σαριδάκης είναι Κοινωνικός Λειτουργός και επικεφαλής της «Κοινωνικής Αφύπνισης»
in_article_1_mobile

Κι επειδή είναι καλοκαίρι και μιας και μπαίνει αισίως ο Αύγουστος σε λίγες ημέρες, κατ’ επιλογή το εν λόγω κείμενο διαφέρει από τα προηγούμενα, καθότι καταγράφει σημεία ποιητικής έμπνευσης του υπογράφοντα.

Συναισθήματα με τη μορφή στίχων τυπωμένων πρώτα στη σκέψη και μετά στο χαρτί ή τη σελίδα του υπολογιστή. Γεννήματα της ψυχής όπως συνηθίζω τα ονομάζω, που γυρεύουν να βρουν τη στοργή στα εγκόσμια και την έξω ζωή.

 

in_article_1_mobile

Κλείνω τα μάτια.

Κλείνω τα μάτια και παραδίνομαι σε σκέψεις φαντάσματα

στου νου τα λημέρια

έρμαιο στέκομαι φτερό στον άνεμο

- Διαφήμιση -

μήπως προφτάσουν τα καλοκαίρια.

Κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω

μακριά πολύ με ξέχωρους τρόπους

επισκέπτης απρόσκλητος εισβάλλω με θράσος

σε ολάνθιστους κι ανθομύριστους τόπους.

Κλείνω τα μάτια μα όταν ανοίξουν

στο ίδιο σημείο μένει η θωριά μου

λίγο που κράτησε αυτή η φυγή μου

ίσα που γλύκανε η δόλια καρδιά μου.

 

Περπατώ

Περπατώ σε έναν δρόμο μακρύ

γεμάτο σημάδια

δύσκολη η μέρα καθώς απλώνει

οδηγεί ανεμπόδιστα σε ουδέτερα βράδια.

Περπατώ σε μια πόλη

αιχμάλωτη στων ήχων τα γκάζια

κι  εικόνες βαριές γεννήματα σκέψης

στου νου τα γρανάζια.

Περπατώ δίχως τέρμα

να φτάσω όπου φτάνει η θωριά μου

με μόνη κατεύθυνση αυτή που προστάζει η καρδιά

και τα άπιαστα τα όνειρα μου.

 

Σαν κύμα

Σαν κύμα το όνειρο σε θάλασσες ήσυχες

μέσα στη νύχτα να ταξιδεύει

μα σαν προβάλλει το φως της μέρας

ορμή να παίρνει και να θεριεύει

Σαν κύμα απλωμένο σε ανοιχτάδα

μοιάζει η ελπίδα ηλιοκαμένη

ζωής μελλούμενα και μοίρας δώρα

να λάβει κρυφά με αγωνία προσμένει

Σαν κύμα που ψάχνει να βρει λιμάνι

να ξαποστάσει και τη σκυτάλη να παραδώσει

η ψυχή τη γαλήνη γυρεύει

μήπως σταθεί τυχερή και τη βρει και τη νιώσει.

 

Ν’ αγαπάς το δίκιο

Ν’ αγαπάς το δίκιο, να το κυνηγάς

σε κάθε βήμα, σε κάθε δρόμο, σε κάθε αύριο.

Τη ματιά μην αφήσεις ποτέ να θολώσει

σαν έρθει αντάμα με οτιδήποτε ξένο και άγριο

Ν’ αγαπάς το δίκιο, να θες να λουστείς

μ’ αυτό το υπέρλαμπρο φως που αναβλύζει δικαιοσύνη.

Κάθε σου σκέψη να προβάλλει στον ήλιο μπροστά

με αξίες πολύτιμες και καλοσύνη

Ν’ αγαπάς το δίκιο που είναι για σένα

και μη λησμονάς να πράττεις ενάντια

σε όσες του άδικου ασχήμιες

προσφέρουν βάρος και πίκρα πολλή στον καθένα.

 

Θα ξαναβρεθούμε

Θα ξαναβρεθούμε μες το χειμώνα, το καλοκαίρι.

Μες το φθινόπωρο, σε άνοιξης μέρη.

Γιορτινά θα ηχήσουν καμπάνες

κεράσματα πλούσια θα απλωθούν

πέρα ως πέρα στην «Οικουμένη».

Για σένα, για μένα.

Θα ξαναβρεθούμε μέρα ή νύχτα.

Αλήθεια ποιος ξέρει;

Το πεπρωμένο ίχνη αφήνει

να διαβαστούν περιμένει.

Δεν χωρούν αυταπάτες

αν οι δύο ευχηθούν ένα να γίνουν

κι η ζωή να προσμένει

με επίσημο ένδυμα ακριβά στολισμένη.

Θα ξαναβρεθούμε σε δρόμους ονείρου

με αρώματα γύρω παντού να σκορπούν

κι υποσχέσεις χιλιάδες στο διάβα

λόγια αγάπης με ευκολία να ομολογούν.

Θα ξαναβρεθούμε χωρίς γιατί, πρέπει και μη

χωρίς φυλακής μαύρα σκοτάδια.

Αν το θες, αν το θέλω δε γίνεται αλλιώς

της αγάπης θα μοιραστούν τα πολύτιμα χάδια.

Θα ξαναβρεθούμε.

 

Τα μυστικά της ψυχής

Καλά κρυμμένα σε τόπο βαθύ

μάτι ανθρώπου μη βρει ψεγάδι

Το φως του ήλιου δεν τα ’χει δει

μα λάμψη κρατούν στο σκοτάδι

Άλλα με θλίψη το πένθος φορούν

κι αλλά γλεντούν την αγάπη

Συντρόφεμα χρόνων πολλών μετρούν

ακούραστα πνίγουν το δάκρυ

Πόρτες κλειστές τα συνορεύουν

κάγκελα που ’χουν χάσει το χρώμα

θυμίζει τόπο φυλακής

μα και φωλιάς που αντέχει ακόμα

Με φωνή δυνατή

σε σιωπητήριου ώρα

Η λύτρωση δρόμος γνωστός

όμως έξω φυσά κι έχει μπόρα

 

Ο μόχθος του έρωτα

Ο πόνος τις νύχτες γλυκός κυνηγός

τα δάκρυα ψάχνουν λιμάνι

νόμιζες άτρωτος πως θα σταθείς

μα τώρα σε βγάζουν φιρμάνι

Κραυγές χαρμολύπης βγάζει η ψυχή

ξύπνημα άγριο του ύπνου την ώρα

Τα πόδια ξεχνάνε την πάτρια γη

για να διαβούν άλλη χώρα

Διάλογο αρχίζεις φανταστικό

κατάληξη πού ’χει τον τσακωμό

Σα μελλοθάνατος μετράς τη ζωή

καρτερικά αναμένοντας τον λυτρωμό

Ο δρόμος ετούτος λογάται μακρύς

παρέα εφόδια να ’χεις πολλά

Κι αν θλίψη σέ βρει και συννεφιά

σώπασε σώπασε μιλά η καρδιά

 

Η παγωνιά της μοναξιάς

Σκεπάσου καλά

τη νύχτα πέφτει κρύο βαρύ.

Μη ξεχάσεις ν’ αφήσεις το φως

σε καντήλι να σιγοκαίει

στο συγχώρεμα των οικείων που λείπουν.

Προσευχή στον Πατέρα Θεό

για το τώρα το αύριο

στης ζωής τις καλύτερες μέρες.

Ύστερα αφήσου ολόκληρος

στο κρεβάτι με το πέτρινο στρώμα.

Κι αν όνειρο ελπίδας

του ύπνου χτυπήσει τη πόρτα

μη δειλιάσεις ν’ ανοίξεις.

Μόνο πρόσεχε

τη νύχτα πέφτει κρύο βαρύ.

 

Ο φόβος της σιωπής

Ξάφνου όλοι χάθηκαν

μάταια ψάχνω μοίρασμα λέξης

Χτυπώ τις πόρτες στη γειτονιά

μα δεν ακούγεται φωνή καμιά

απαντήσεις να φέρει στο κάλεσμα τούτο

Ορφανός συνεχίζω σ’ έναν έρημο τόπο

την ελπίδα κρατώ απ’ το χέρι

μήπως δώσει της λύσης τον τρόπο

Πουλιά ταξιδιάρικα με συναντούν

ερωτήματα ανήσυχα τα διαφεντεύουν

Γυρεύω εξήγηση στην άδεια την πόλη

Αλήθεια φοβάμαι που πήγαν όλοι.

 

Αφέντης έρωτας

Κουρασμένα τα χρόνια μα η σκέψη αντέχει

στον ήλιο να πλάθει ένα απόδημο βλέμμα

Αδειανή η αγκαλιά δίχως παύση γυρεύει

να γεμίσει με κείνο το άγιο σώμα.

Χαραγμένα στη μνήμη τα μάτια σου

να θυμίζουν της νιότης το πιο όμορφο δώρο.

Σα φιτίλι αναμμένο ένα γέλιο παλιό

πυρπολεί τις σιωπές μου.

Στα αποκαΐδια θα στρώσω

γιορτής τραπέζι για δυο.

Το κουράγιο λειψό στης αλήθειας τη θέα

τα χείλη δειλά

δε μιλήσαν της αγάπης τη λέξη.

Τώρα μια ανάσα μονάχη

ζωή ψάχνει νά βρει

μες του χρόνου το σπίτι

 

Το αιώνιο συναίσθημα

Σου ’χα πει η αγάπη για πάντα πως ζει

στην ψυχή των ανθρώπων κρυμμένη

αν κληθεί στον ήλιο να βγει

θα προβάλλει γοργά στολισμένη

Χαρές πολλές θα κεραστεί

πιοτά που γλυκαίνουν το στόμα

μα και σε πόλεμο μέσα θα μπει

με πληγές θα γεμίσει το σώμα

Κι όταν ο χρόνος σκληρός διοικητής

ντύμα του μαύρου προσφέρει

ο ίδιος πάλι καλός γιατρός

το θαύμα θα καταφέρει

 

Ο μονομάχος του εαυτού

Ώρα μεσάνυχτα ο ύπνος αργεί

στο δωμάτιο κλεισμένα τα φώτα

σκέψεις παλεύουν στην άκρη του νου

μα στάσιμες μένουν στα πρώτα

Φωνές δίχως πρόσωπο αφέντες της νύχτας

προσφέρουν κεράσματα θύμισες ήττας

Μάτια θολά που ζητούν την αλήθεια

επαιτεία αρχίζεις μα ίχνος βοήθειας

Η ανάσα βγαλμένη βαριά

τ’ όνειρο ξέχασε νά ’ρθει

σε πόλεμο μόνη η ψυχή

αντίσταση κάνει στα πάθη

 

Το ρολόι της αϋπνίας

Του χρόνου το γύρισμα βυθισμένο στο φάλτσο

το γαλήνιο του χώρου χαλά

γέννημα φόβου την ψυχή θα γιομίσει

και το θάρρος για αντίσταση μικρό μετρά

Εικόνες της λήθης με χρώμα φτωχό

ντύμα στενάχωρο στου νου τα σοκάκια

Πλασμένες μορφές που λοξό δρόμο πήραν

γυρεύουν να βρουν τον σωστό

Όλα μοιάζουν εχθροί που ζητούν το κακό

της νύχτας ο ήχος συνεργός στο μαρτύριο αυτό

Στο πρόσωπο αλμύρα ρέει με ορμή

σα θάλασσα να ξεπλύνει τα πάθη

Η ανάσα καλπάζει την καρδιά να προλάβει

Προσμονή για τον ύπνο σωτήρα που τα μάτια θα κλείσει.

 

Η συντροφιά του φεγγαριού

Ολόγιομο φάνηκε τ’ Αυγούστου φεγγάρι

σκόρπιο το φως του μ’ αλλιώτικη χάρη

Πιστός οδηγός στης νυχτιάς το σκοτάδι

προσφέρει απλόχερα αγάπης χάδι

Σε συντροφεύει μπροστά στο κακό

με τρόπο σωτήριο και βολικό

Φίλος λογάται καρδιακός

αδιάφορα στέκει στα γιατί και τα πως

Πολλά θωρεί μα δε μαρτυρά

πονά στη λύπη γελά στη χαρά

Μα πριν προλάβει η αυγή και σε πάρει

μια απάντηση θέλω σε τούτο φεγγάρι

Πόσοι χαμένοι το δρόμο βρήκαν

σε μέρος γυρίσανε που δεν ανήκαν

Γιώργος Σαριδάκης
Γιώργος Σαριδάκης
Κοινωνικός Λειτουργός
Ο Γιώργος Σαριδάκης είναι Κοινωνικός Λειτουργός και επικεφαλής της «Κοινωνικής Αφύπνισης»

Δημοφιλή

Σχετικά άρθρα

in_article_1_mobile
in_article_2_mobile