Η μεγάλη πρόκληση της κλιματικής αλλαγής και οι γενναίες αποφάσεις που θα πρέπει να ληφθούν στο οικονομικό περιβάλλον του 2024

Πρέπει να διαβάσετε

To 2023 αποτέλεσε ένα αρκετά δύσκολο έτος για την παγκόσμια οικονομία. Η ταχεία ανάκαμψη μετά την πανδημία έχασε τη δυναμική της, ενώ εξαιτίας των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα και στην αγορά της ενέργειας, συνεπικουρούμενες και από ισχυρή γεωπολιτική αστάθεια, οδήγησαν σε μια σημαντική επιβράδυνση των περισσότερων μεγάλων ανεπτυγμένων οικονομιών σε συνδυασμό με πολύ υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού. Με λίγα λόγια, οι περισσότερες μεγάλες οικονομίες του κόσμου βρέθηκαν σε ένα καθεστώς ήπιου στασιμοπληθωρισμού, το οποίο δυσχεραίνει αφενός το επενδυτικό κλίμα και αφετέρου τις δυνατότητες ανάπτυξης, καθώς οι νομισματικές αρχές υποχρεώνονται σε περιοριστική νομισματική πολιτική.

Μέσα σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον, η ανθρωπότητα κλήθηκε για άλλη μια φορά, στην 28η ετήσια «Διάσκεψη των Μερών» (Conference Οf Parties) του ΟΗΕ, να πάρει σημαντικές αποφάσεις για την πιο σημαντική ίσως, πρόκλησή της: τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Και ενώ οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι πιο εμφανής από ποτέ σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, τα αποτελέσματα της COP28 ήταν μάλλον ανεπαρκή. Ενδεικτικά, ενσωματώνεται στις –μη-δεσμευτικές– προτάσεις της διάσκεψης ο τριπλασιασμός της παγκόσμιας παραγωγικής δυνατότητα των ΑΠΕ ως το 2030. Πρόκειται για μια πρόταση που φαντάζει εντυπωσιακή, αν δεν έχει κάποιος μια καλή εικόνα για το μείγμα της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής ενέργειας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Energy Institute,[1] από το σύνολο των περίπου 604 EJ  ενέργειας που καταναλώθηκαν παγκοσμίως το 2022, μόλις τα 85,9 EJ προέρχονταν από ΑΠΕ (συμπεριλαμβανομένων των υδροηλεκτρικών), ένα μερίδιο που οριακά ξεπερνά το 14,2%. Τα αντίστοιχα μερίδια των ορυκτών καυσίμων είναι 31,6% για το πετρέλαιο, 23,5% για το φυσικό αέριο και 26,7% για τους γαιάνθρακες. Ακόμα και αν καταφέρναμε να τριπλασιάσουμε την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (όχι απλά την παραγωγική ικανότητα) ως το 2030, η παραγωγή τους μεν θα αγγίζει τα 257,6 EJ, αλλά το μερίδιό τους πολύ δύσκολα να ξεπεράσει το 36,7%, δεδομένου ενός μέσου ετήσιου ρυθμού μεγέθυνσης της συνολικής παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας περί το 1,92% (η εξέλιξη μεταξύ 2000 και 2019).

Βρισκόμαστε, λοιπόν, πολύ μακριά ακόμα από μια κατάσταση εξισορρόπησης της ανθρωπογενούς επιβάρυνσης της ατμόσφαιρας με αέρια του θερμοκηπίου (ΑτΘ). Είναι, δε, σαφές ότι χρειάζονται πολύ ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά βήματα, από ευχολογικές διατυπώσεις μερικών ανεπαρκών στόχων, για την απεξάρτηση της ανθρωπότητας από τα ανθρακικά καύσιμα και τους ρύπους που αυτά συνεπάγονται. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Όπως απέδειξε περίτρανα η πρόσφατη ενεργειακή κρίση, δεν αποτελεί πραγματική επιλογή μια ad hoc μείωση της εξόρυξης ή της χρήσης ανθρακικών καυσίμων. Μια τέτοια πολιτική, πριν την ανάπτυξη ικανών εναλλακτικών πηγών, θα οδηγούσε σε σημαντική επιβάρυνση στο κόστος και την ασφάλεια της ενέργειας, με προφανείς επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία και το παγκόσμιο βιοτικό επίπεδο.

Τι διαφορετικό θα πρέπει να γίνει λοιπόν; Πρώτον, η πορεία προς την ανθρακική ουδετερότητα (αν θεωρήσουμε ότι η πλήρης απανθρακοποίηση μπορεί να μην είναι ένας εφικτός στόχος) περνά υποχρεωτικά μέσα από μια δραστική επέκταση των ΑΠΕ σε όρους ωφέλιμης παραγωγής και όχι μόνο παραγωγικής ικανότητας. Χρειάζεται, δηλαδή, εκτός από τους πόρους που κατευθύνονται στην εγκατάσταση νέων μονάδων ΑΠΕ, να προσανατολιστούν επιπλέον σημαντικοί πόροι αφενός προς την Ε&Α για τη βελτίωση των τεχνολογιών των ΑΠΕ και αφετέρου προς την απαραίτητη ενίσχυση και διασύνδεση των δικτύων, ώστε ο μέσος συντελεστής χωρητικότητας των –νέων και ήδη εγκατεστημένων– ΑΠΕ να αυξηθεί σημαντικά. Δεύτερον, η διαδικασία μετάβασης προς τις ΑΠΕ δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θίγει τη διάσταση της ενεργειακής ασφάλειας, δηλαδή τη διαθεσιμότητα εξασφαλισμένης παροχής ενέργειας σε λογική τιμή. Αυτό συνεπάγεται ότι θα πρέπει να αποφεύγεται ο προκαταβολικός ή πρώιμος παροπλισμός παραδοσιακών μονάδων και πηγών ενέργειας, πριν υποκατασταθούν με ισοδύναμη ωφέλιμη παραγωγική δυνατότητα από καθαρή πηγή. Τρίτον, η ανθρωπότητα δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί υφιστάμενες και δοκιμασμένες τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας με χαμηλές έως μηδενικές εκπομπές ΑτΘ, όπως είναι η πυρηνική σχάση. Άλλωστε η πυρηνική ενέργεια[2] έχει μέλλον και σε έναν κόσμο που θα στηρίζεται κατά προτεραιότητα στις ΑΠΕ, καθώς μπορεί να αποτελεί αφενός μια σταθερή βάση σε κάθε δίκτυο και αφετέρου μια προνομιακή πηγή παραγωγής καθαρού υδρογόνου, λόγοι με τους οποίους τεκμηριώνεται η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να την ενσωματώσει στο σχέδιο REPowerEU.

Από τις παραπάνω γενικές κατευθύνσεις προκύπτουν και πιο συγκεκριμένοι επιμέρους στόχοι που χρειάζεται να αναληφθούν άμεσα σε εθνικό επίπεδο. Το μακροοικονομικό περιβάλλον του 2024 δεν θα είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό στις ιδιωτικές επενδύσεις και συνεπώς υπάρχει κίνδυνος επιβράδυνσης του ρυθμού κατασκευής υποδομών ΑΠΕ. Αποτελεί, λοιπόν, μέγιστη ανάγκη οι κρατικές αρχές να ενισχύσουν τα κίνητρα για τις ιδιωτικές επενδύσεις σε ΑΠΕ και να συμμετέχουν και οι ίδιες σε αντίστοιχες επενδύσεις, με στόχο κυρίως την αναβάθμιση του δικτύου. Το τελευταίο συνιστά και την ύψιστη προτεραιότητα στην περίπτωση της Ελλάδας, καθώς η παρούσα κατάσταση του ηλεκτρικού δικτύου της έχει ήδη αρχίσει να αποτελεί τροχοπέδη ικανή να εξουδετερώσει την ευνοϊκή μας γεωγραφία. Όσον αφορά στο φλέγον ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας, αυτή δεν επιτυγχάνεται με μια συμπτωματική αντιμετώπιση των υψηλών τιμών για κάποια ενεργειακά αγαθά. Αντίθετα, οι πόροι αυτοί θα πρέπει να ανακατευθυνθούν στην άμεση αντιμετώπιση του ίδιου του προβλήματος, μέσω πολύ μεγαλύτερης διαφοροποίησης στις πρωτογενείς πηγές ενέργειας και στις οδεύσεις τους προς τη χώρα μας, μικρότερης εξάρτησης από εισαγωγές και μεγαλύτερης διασύνδεσης με τα ενεργειακά δίκτυα του πυρήνα της Ευρώπης. Τέλος, σχετικά με το θέμα των τεχνολογικών επιλογών, μπορεί η χώρα μας να μην είναι ιδιαίτερη κατάλληλη για την εγκατάσταση κάποιου πυρηνικού σταθμού –αν και υπάρχουν σοβαρά αντιπαραδείγματα–, όμως διατηρείται το ευρύτερο συμπέρασμα για την αποφυγή δογματικών θέσεων και προκαταλήψεων μεταξύ των τεχνολογικών επιλογών. Το ζήτημα της απαραίτητης τεχνολογικής ουδετερότητας στην πολιτική ενός κράτους είναι αναπόφευκτο ότι θα γίνει επίκαιρο, όπως συμβαίνει κατά κανόνα σε περιόδους ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης και μεγάλων τεχνολογικών μεταβάσεων.

Η Δρ. Φαίη Μακαντάση είναι Διευθύντρια Ερευνών διαΝΕΟσις

[1] Energy Institute. (2023). Statistical Review of World Energy. Διαθέσιμο στο https://www.energyinst.org/statistical-review.

[2] Για μια πολύ αναλυτική και εμπεριστατωμένη συγκριτική ανάλυση των επιπτώσεων που έχουν οι διάφορες πηγές ενέργειας, σε ανθρώπινες ζωές και σε εκπομπές ΑτΘ, βλ.: Hannah, Ritchie. (2020). What are the safest and cleanest sources of energy? OurWorldInData.org. Διαθέσιμο στο https://ourworldindata.org/safest-sources-of-energy.

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα