Παρασκευή, 10 Οκτωβρίου, 2025
21.1 C
Ηρακλείου

Δες τον καιρό

‘Εξι στους 10 νοσηλευτές έχουν κάνει λάθος σε χορήγηση φαρμάκου

Πρέπει να διαβάσετε

Εντεκα σοβαρά περιστατικά σε δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία έχουν δει το φως της δημοσιότητας από τις αρχές του 2025 σχετιζόμενα είτε με ιατρικά λάθη είτε με υλικές ζημιές εντός των εγκαταστάσεων (π.χ. πτώση ασανσέρ). Μετά την τελευταία ΕΔΕ που διατάχθηκε στις 6 Οκτωβρίου από τη διοίκηση του νοσοκομείου Αττικόν κατόπιν αλλεργικού σοκ που υπέστη μία 22χρονη ασθενής εξαιτίας λάθος χορήγησης φαρμάκου, έρευνα πραγματοποιείται και για το αναφυλακτικό σοκ που προκλήθηκε σε 28χρονη έγκυο από χορήγηση αντιβίωσης στο νοσοκομείο της Αρτας.

Είχαν προηγηθεί δύο λάθος μεταγγίσεις αίματος σε Τζάνειο και Ευρωκλινική. Η πρώτη μάλιστα απέβη μοιραία για την ασθενή η οποία κατέληξε έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία στη ΜΕΘ. Στις αρχές του καλοκαιριού είχε παραιτηθεί και ο διοικητής του νοσοκομείου Ρεθύμνου για λανθασμένη μετάγγιση αίματος έπειτα από καταγγελία της οικογένειας 45χρονης ασθενούς.


Με τις ενδεχόμενες παραβάσεις στο πλαίσιο της ορθής λειτουργίας του κάθε νοσοκομείου να ελέγχονται ξεχωριστά, είναι δύσκολο να επιτευχθούν συγκρίσεις μεταξύ των άνωθεν περιστατικών. Ωστόσο ένα ερώτημα το οποίο χρήζει απάντησης είναι ποιοι παράγοντες ανοίγουν τον δρόμο για λάθη στα νοσοκομεία. Η «Κ» ανέτρεξε στα πιο πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα και ζήτησε τη γνώμη των ειδικών προκειμένου να αποτυπώσει τους παράγοντες που συμβάλλουν στην τέλεση των ιατρικών λαθών. Τα ευρήματα δείχνουν ότι το πρόβλημα δεν επαφίεται μόνο στην ατομική ευθύνη των επαγγελματιών υγείας, αλλά σε ένα ευρύτερο πλέγμα οργανωτικών και συστημικών αδυναμιών. Ελλείψεις προσωπικού, επαγγελματική εξουθένωση και φόβος αναφοράς λαθών συνθέτουν ένα περιβάλλον όπου τα σφάλματα είναι ευκολότερο να συμβούν – και δυσκολότερο να καταγραφούν ή να διορθωθούν.

Τα δημόσια δεδομένα παραμένουν λιγοστά, ωστόσο τα ευρήματα πρόσφατης μελέτης (φωτ. αριστερά) που δημοσιεύθηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό AIMS Public Health έπειτα από συνεργασία ερευνητών σε τρία ελληνικά πανεπιστήμια (Θεσσαλίας, Πατρών και Ιωαννίνων), ρίχνει φως στα λάθη που συμβαίνουν στα νοσοκομεία, υποδεικνύοντας πως είναι μεν συχνά αλλά δεν αναφέρονται σε μεγάλο ποσοστό.

Σε δείγμα 514 νοσηλευτών από 4 δημόσια νοσοκομεία (Ευαγγελισμός, Νίκαιας, Πανεπιστημιακό Λάρισας και Γ. Παπανικολάου), το 64,4% των ερωτηθέντων παραδέχτηκε ότι είχε κάνει λάθος στη χορήγηση φαρμάκου τον τελευταίο χρόνο. Τα πιο συχνά λάθη σχετίζονται με λάθος φάρμακο (33,7%), λάθος δόση (16%) ή λάθος ώρα χορήγησης (15,4%). Το 34,0% πιστεύει ότι τα περισσότερα λάθη γίνονται στην απογευματινή βάρδια, ενώ το 26,1% θεωρεί πως δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις βάρδιες.

Την ίδια ώρα το 62,1% δεν ανέφερε ποτέ κάποιο λάθος κατά τους τελευταίους 12 μήνες. Το 41,9% παραδέχτηκε ότι έκρυψε λάθος από φόβο για αρνητικά σχόλια και το 59,0% από ενοχές. Περισσότεροι από τους μισούς (54,7%) προσπάθησαν να βελτιωθούν μέσω εκπαίδευσης, ενώ συζήτησαν τα λάθη με προϊσταμένους (77,6%) ή συναδέλφους (73,0%).

Σχολιάζοντας τα ευρήματα η Μαρία Μαλλιαρού, καθηγήτρια Νοσηλευτικής/Επαγγελματικής Υγείας στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σημειώνει πως το ποσοστό των νοσηλευτών που παραδέχτηκαν πως έχουν διαπράξει λάθος στη χορήγηση φαρμάκου είναι μεγάλο, αλλά και αναμενόμενο. «Αφενός δεν υπάρχει άλλος παρόμοιος τρόπος καταγραφής (σ.σ. ανώνυμα μέσω ερωτηματολογίου), οπότε οι ίδιοι ένιωσαν μεγαλύτερη ασφάλεια στην παραδοχή των λαθών τους. Αφετέρου αισθάνθηκαν ενδεχομένως ότι τα δεδομένα της μελέτης θα μας δώσουν μία σημαντική εικόνα προκειμένου να σχεδιάσουμε μεθόδους πρόληψης», σημειώνει.

Σοβαρά λάθη κατά τη νοσηλεία 

Προβαίνοντας σε μία ανάλυση αναφορικά με τα νοσηλευτικά λάθη (τα οποία αφορούν πράξεις ή παραλείψεις στη νοσηλευτική φροντίδα, δηλαδή στο στάδιο της χορήγησης φαρμάκων, φροντίδας ασθενών ή παρακολούθησης), ο Γιώργος Αβραμίδης, νοσηλευτής και πρόεδρος της Πανελλήνιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας Νοσηλευτικού Προσωπικού, εξηγεί στην «Κ» πως υπάρχει μία κλίμακα σοβαρότητας λαθών, στην κορυφή της οποίας βρίσκονται η λάθος χορήγηση φαρμάκων και η χορήγηση λάθος δοσολογίας, καθώς αυτές μπορεί να επηρεάσουν την υγεία του ασθενή.

Οπως αναφέρει υπάρχουν συγκεκριμένες διαδικασίες για κάθε ιατρονοσηλευτική πράξη. Ωστόσο το πρόβλημα στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έγκειται στην αναγνώριση των διαδικασιών αλλά στην εφαρμογή τους, και υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι γι’ αυτό.

Υποστελέχωση με απαρχαιωμένο διάταγμα

Η πλειονότητα των ειδικών που μίλησαν στην «Κ» αναφέρουν ως νούμερο ένα παράγοντα την υποστελέχωση των δημόσιων νοσοκομείων απο νοσηλευτικό προσωπικό. Ο Πέτρος Γαλάνης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, επικαλείται τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) για τον αριθμό των νοσηλευτών ανά 1.000 κατοίκους στις χώρες της Ε.Ε.

«Στην Ελλάδα ο αριθμός αυτός είναι ο μικρότερος στην Ευρώπη και ανέρχεται σε 4,2 με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 8,5. Την ίδια ώρα ο πληθυσμός των νοσηλευτών είναι γηρασμένος, με το 48% να είναι άνω των 44 ετών», τονίζει ο ίδιος.

Εκτός από τα ανησυχητικά αυτά δεδομένα, το θεσμικό πλαίσιο που θεσπίζει τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται η στελέχωση στα δημόσια νοσοκομεία παραμένει ίδιος εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Ειδικότερα οι συντελεστές καθορισμού δύναμης προσωπικού για τις υπηρεσίες στα Γενικά Νοσοκομεία καθορίζονται απο το άρθρο 9 του Προεδρικού Διατάγματος του 1986 (Π.Δ. 87/1986). «Οι δείκτες που αφορούν την παρουσία της νοσηλευτικής υπηρεσίας στο σύνολο των νοσοκομειακών μονάδων της χώρας θεωρούνται παρωχημένοι. Είναι απαραίτητο τα μοντέλα στελέχωσης να διαμορφώνονται ανά μονάδα και νοσοκομείο, όπως γίνεται στην Κύπρο», σχολιάζει σχετικά ο κ. Αβραμίδης.

Συνέπειες 

Η υποστελέχωση δεν αποτελεί απλώς στατιστικό δεδομένο ή ζήτημα κανονισμών· πρόκειται για ένα υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα που οδηγεί σε αύξηση των ιατρικών λαθών. «Οταν ένας νοσηλευτής είναι υπεύθυνος για 20 ασθενείς, τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο χρόνος χορήγησης φαρμάκων να παραταθεί. Επίσης αυξάνονται και οι πιθανότητες λάθους εκτίμησης της κατάστασης υγείας του, δεδομένου πως ο χρόνος εξατομικευμένης παρακολούθησης μειώνεται αισθητά», εξηγεί ο κ. Αβραμίδης.

Από την πλευρά του ο κ. Γαλάνης προσθέτει πως εκτός από τον αυξημένο φόρτο εργασίας, η υποστελέχωση οδηγεί σε μειωμένη συγκέντρωση, μη εφαρμογή ή λανθασμένη εφαρμογή των πρωτοκόλλων ασφαλείας, κακή επικοινωνία μεταξύ των επαγγελματιών υγείας και βιασύνη στη λήψη αποφάσεων και την εκτέλεση των κλινικών πράξεων. Ενδεικτικά ο ίδιος αναφέρει ότι σε μια πρόσφατη ανασκόπηση 32 μελετών διεθνώς βρέθηκε ότι ο σημαντικότερος λόγος εσφαλμένης χορήγησης φαρμακευτικής αγωγής από τους νοσηλευτές είναι η επαγγελματική εξουθένωση εξαιτίας υπερβολικού φόρτου εργασίας.

Βάρδια αποκλειστικά από βοηθούς 

Ενας ακόμη παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σε νοσηλευτικό λάθος είναι η τέλεση ιατρικών πράξεων από «λάθος» προσωπικό. Αυτό συνέβη και με την 62χρονη ασθενή που έχασε τη ζωή της έπειτα από λάθος μετάγγιση αίματος στο Τζάνειο, καθώς την πράξη τέλεσε βοηθός νοσηλευτή και όχι νοσηλευτής ή νοσηλεύτρια του τμήματος, όπως επιτάσσει το ιατρικό πρωτόκολλο.

Φαίνεται πως αυτό δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Οπως τονίζει ο κ. Αβραμίδης, σε πολλά νοσοκομεία της χώρας στην απογευματινή και νυχτερινή βάρδια υπάρχουν μόνο βοηθοί νοσηλευτών ή μπορεί να υπάρχει ένας και μοναδικός νοσηλευτής στη βάρδια. «Προφανώς η εκτέλεση ιατρικών πράξεων (που δεν ορίζονται από το πρωτόκολλο) από βοηθούς νοσηλευτές αυξάνει τους κινδύνους πρόκλησης λάθους», συμπληρώνει. Την ίδια ώρα η έρευνα των τριών πανεπιστημίων που παρουσιάζει η «Κ» έρχεται να υποστηρίξει το παραπάνω επιχείρημα, καθώς το 34% των ερωτηθέντων απάντησε ότι τα περισσότερα λάθη συνέβαιναν κατά τη διάρκεια της απογευματινής βάρδιας.

Από την πλευρά του ο Κυριάκος Σουλιώτης, καθηγητής Πολιτικής Υγείας και κοσμήτωρ της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, επιβεβαιώνει πως σε μία απογευματινή βάρδια νοσοκομείου είναι μειωμένο το ανθρώπινο δυναμικό όπως και η εποπτεία της προϊσταμένης αρχής, τη στιγμή που ο αριθμός των νοσηλευομένων παραμένει ίδιος.

Ψυχολογική χειραγώγηση και εξουθένωση

Ενα ακόμη σημαντικό στοιχείο της έρευνας είναι πως όσοι εργαζόμενοι παραδέχτηκαν ότι είχαν κάνει λάθος στη χορήγηση φαρμάκων τον τελευταίο χρόνο, εμφάνισαν υψηλότερες βαθμολογίες σε αρκετούς δείκτες του ερωτηματολογίου. Συγκεκριμένα, ανέφεραν μεγαλύτερη πίεση στη δουλειά («ποσοτικές απαιτήσεις»), περισσότερα περιστατικά εκφοβισμού, κουτσομπολιού και συγκρούσεων, καθώς και περισσότερες εμπειρίες σεξουαλικής παρενόχλησης και σωματικής βίας.

Το παραπάνω δεδομένο ενισχύεται και από δύο πρόσφατες ελληνικές μελέτες που ακτινογραφούν το κλίμα που επικρατεί μεταξύ του προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας και αποτελούν τις πρώτες στον επιστημονικό χώρο. «Για τη μία μελέτη μας απευθυνθήκαμε σε 410 νοσηλευτές και βρήκαμε ότι το 65% βιώνει υψηλά επίπεδα ψυχολογικής χειραγώγησης (gaslighting) από τους προϊσταμένους τους. Επίσης το 66% βιώνει υψηλά επίπεδα επαγγελματικής εξουθένωσης, ενώ το 50% θέλει να αποχωρήσει από την υπηρεσία στην οποία εργάζεται ή ακόμη και να αλλάξει επάγγελμα», εξηγεί.

Απόκρυψη ιατρικών λαθών

Πέραν όμως της κακής ψυχολογικής κατάστασης και του κλίματος που δημιουργείται σε συνθήκες αυξανόμενης πίεσης μεταξύ του προσωπικού, οι συνθήκες εκφοβισμού οδηγούν και στην απόκρυψη λαθών από το νοσηλευτικό προσωπικό. «Δεν υπάρχει εμπιστευτικός μηχανισμός αναφοράς λαθών. Οι νοσηλευτές δεν αναφέρουν λάθη όταν φοβούνται κυρώσεις ή στιγματισμό», σημειώνει σχετικά η κ. Μαλλιαρού. «Η ύπαρξη κουλτούρας ασφάλειας, η οποία αναγνωρίζει ότι το ανθρώπινο λάθος είναι απόρροια του συστήματος, δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες όπου το λάθος αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία για μάθηση και όχι ως τιμωρία. Η ασφάλεια, λοιπόν, δεν είναι απλώς πρωτόκολλο· είναι κουλτούρα. Είναι η καθημερινή αίσθηση ότι “αν αναφέρω κάτι, θα ακούσουν για να βελτιωθούμε, όχι για να στιγματιστώ”».

«Το λάθος είναι στο σύστημα»

Ο κ. Σουλιώτης επισημαίνει πως η θέσπιση περισσότερων δικλίδων ασφαλείας και μηχανισμών είναι μονόδρομος για την αποτροπή λαθών. Οπως εξηγεί, η αρχή στην καταγραφή λαθών, συστάσεων και κανόνων έγινε από τον Οργανισμό Διασφάλιση της Ποιότητας στην Υγεία (ΟΔΙΠΥ). Χρειάζεται όμως και η δημιουργία μιας πρότυπης διαδικασίας που θα εφαρμόζεται σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας και στις δομές πρωτοβάθμιας, η οποία δεν θα λειτουργεί τιμωρητικά. «Οι εργαζόμενοι έχουν την αίσθηση πως καταγράφεται το άτομο και όχι το συμβάν και έτσι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί το λάθος», επισημαίνει.

Δεν μπορεί να γίνει λάθος χορήγηση φαρμάκου, όταν διασταυρώνονται οι πληροφορίες ψηφιακά. Γι’ αυτό η κουλτούρα ασφάλειας πρέπει να εμπεριέχει ψηφιακά εργαλεία.
Υιοθετώντας την άποψη πως «το λάθος δεν είναι στο άτομο ή στον οργανισμό αλλά στο σύστημα», ο καθηγητής προτείνει επαναξιολόγηση της κουλτούρας ασφάλειας των νοσοκομείων από τις διοικήσεις, αναλυτική καταγραφή λαθών και θέσπιση μηχανισμού παρακολούθησής τους.

Κλείνοντας ο ίδιος επισημαίνει πως με την αξιοποίηση ψηφιακών εργαλείων και σε αυτόν τον τομέα μπορεί να περιοριστεί σημαντικά η διενέργεια λάθους, βάζοντας δικλείδες ασφαλείας δεύτερου και τρίτου επιπέδου. «Δεν μπορεί να γίνει λάθος χορήγηση φαρμάκου, όταν διασταυρώνονται οι πληροφορίες ψηφιακά. Γι’ αυτό η κουλτούρα ασφάλειας πρέπει να εμπεριέχει ψηφιακά εργαλεία», καταλήγει.

 

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα