Με το «ακριβό χρήμα» θα πρέπει να μάθουν να ζουν πλέον νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η χθεσινή αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατά 75 μονάδες επιβεβαίωσε τους αναλυτές που αφενός είχαν προεξοφλήσει τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, αφετέρου εκτιμούν ότι τα «γεράκια» της ΕΚΤ συνεχίζουν να έχουν τον πρώτο λόγο.
Πλέον, το βασικό επιτόκιο του ευρώ διαμορφώνεται στο 2% ενώ αυτό της αποδοχής καταθέσεων από την ΕΚΤ ανέρχεται σε 1,5%. Και αυτό ενώ πριν τον Ιούλιο, όταν και ξεκίνησε το ντόμινο των αυξήσεων το βασικό επιτόκιο του ευρώ ήταν μηδενικό, ενώ αυτό της αποδοχής καταθέσεων αρνητικό, στο -0,5%.
Μάλιστα, οι αναλυτές εκτιμούν ότι έπεται και συνέχεια, καθώς στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου αναμένεται νέα αύξηση, της τάξης των 50 μονάδων βάσης, φέρνοντας το βασικό επιτόκιο του ευρώ στο 2,5% σε μόλις 6 μήνες από την έναρξη του ανοδικού κύκλου.
Ουσιαστικά, η ΕΚΤ έχει θέσει ξεκάθαρα ως προτεραιότητα την καταπολέμηση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, ο οποίος και έχει καταγράψει ιστορικό ρεκόρ για την εποχή του ευρώ, ως απόρροια της ενεργειακής κρίσης.
Εντούτοις, στην προσπάθειά της αυτή -όπως αναφέρουν οικονομικοί αναλυτές- δείχνει να βάζει σε δεύτερη μοίρα την ανάπτυξη, καθώς το φάσμα της ύφεσης πλέον πλανάται πάνω από την Ευρώπη. Έτσι, παραμένει άγνωστο το τι θα πράξει η ΕΚΤ εντός του 2023, αν δηλαδή θα συνεχίσει το ντόμινο των αυξήσεων στα επιτόκια ή αν θα «πατήσει φρένο», παρακολουθώντας τις επιπτώσεις που έχει ήδη η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής στον πληθωρισμό.
Νέο τοπίο στα ομόλογα
Ανεξάρτητα πάντως από τις μελλοντικές εξελίξεις, ήδη οι αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ έχουν διαμορφώσει ένα νέο τοπίο στο χάρτη τόσο των ομολόγων όσο και των δανείων. Ως προς το κρατικό χρέος, ενδεικτικό είναι ότι η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου διαμορφώνεται σήμερα κοντά στο 4,7%, έχοντας μάλιστα ξεπεράσει και το 5% τις προηγούμενες ημέρες. Μάλιστα, αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική από την ΕΚΤ δεν αποκλείεται να ξεπεράσει ακόμη και το 5,5%, αντανακλώντας τις διεθνείς συνθήκες στο κόστος χρήματος. Σημειώνεται πάντως ότι σε αυτή τη συγκυρία η Ελλάδα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, καθώς δεν έχει άμεσες ανάγκες δανεισμού, άρα δεν είναι αναγκασμένη να πληρώσει ακριβά για ρευστότητα. Εντούτοις, όσο οι αποδόσεις ξεπερνούν το 5%, αυτό έχει συμβολική σημασία για την εγχώρια οικονομία. Αντίστοιχα, η απόδοση για το γερμανικό 10ετές ομόλογο αναφοράς (Bund) ξεπερνά το 2,1%, επιβεβαιώνοντας ότι η αύξηση στο κόστος του χρήματος διαχέεται σε όλο το οικονομικό φάσμα.
Ακριβότερα δάνεια
Αντίστοιχα, «τσουχτερό» είναι πλέον το κόστος δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, καθώς ήδη στα δάνεια με κυμαινόμενα επιτόκια οι δόσεις είναι σαφώς υψηλότερες.
Στο μέτωπο της επιχειρηματικής πίστης, αυτή τη στιγμή τα περισσότερα νέα δάνεια δίνονται με spread της τάξης του 2,5% με 3,5%, γεγονός που μεταφράζεται σε τελικό επιτόκιο της τάξης του 4,5% με 5,5% ανάλογα με τον κλάδο και την εταιρεία. Και αυτό ενώ πριν τις αυξήσεις των επιτοκίων το τελικό κόστος χρήματος ήταν της τάξης του 3%-3,5% για τις περισσότερες επιχειρήσεις.
Όσο για τα νοικοκυριά, χαμένοι είναι όσο έχουν στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο καθώς -ανάλογα με το ύψος και τη διάρκεια του δανείου- βλέπουν τη δόση τους να ανεβαίνει ακόμη και πάνω από 100 το μήνα. Παράλληλα, ήδη έχουν αυξηθεί τα σταθερά επιτόκια για τα νέα δάνεια, ειδικά σε μεγαλύτερες διάρκειες (άνω της 3ετίας) ενώ αν τελικά η σκληρή γραμμή συνεχιστεί και εντός του 2023, οι επιβαρύνσεις αναμένεται να είναι ακόμη μεγαλύτερες.