Νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα σηκώσουν φορολογικό βάρος 10,7 δισ. ευρώ την επόμενη τετραετία, παρά το πακέτο ελαφρύνσεων για τη μεσαία τάξη, τις οικογένειες με παιδιά και τους νέους. Ο πολυετής προϋπολογισμός που παρουσιάστηκε στο υπουργικό Συμβούλιο δείχνει ότι τα έσοδα από φόρους εισοδήματος, ΦΠΑ και ακίνητα θα αυξηθούν στα 81,8 δισ. ευρώ το 2029, από 71,1 δισ. ευρώ φέτος.
Πίσω από αυτά τα μεγέθη κρύβεται μια σημαντική μετατόπιση: για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, τα έσοδα από άμεσους φόρους αυξάνονται περισσότερο από τους έμμεσους, καθώς η κερδοφορία των επιχειρήσεων αλλά και η ωρίμανση των μισθών και των συντάξεων ενισχύουν την φορολογική βάση.
Μόνο από τον ΦΠΑ, τα έσοδα θα φτάσουν τα 31,4 δισ. ευρώ το 2029 από 25,6 δισ. ευρώ το 2025, ενισχυμένα κατά 5,7 δισ. ευρώ. Παράλληλα, οι φόροι εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων θα ανέβουν στα 33,029 δισ. ευρώ από 26,8 δισ. ευρώ σήμερα. Η επιβάρυνση αυτή αποδίδεται στις αυξήσεις μισθών και συντάξεων που «ανεβάζουν» την κλίμακα, όμως οι παροχές προς τους εργαζομένους δεν ακολουθούν τον ίδιο ρυθμό. Οι αποδοχές στο Δημόσιο θα αυξηθούν μόλις κατά 2,1 δισ. ευρώ έως το 2029, στα 27,5 δισ. ευρώ, όταν τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται πέντε φορές περισσότερο.
Οι ελαφρύνσεις της νέας φορολογικής κλίμακας θα αρχίσουν να φαίνονται από το 2026 για τους μισθωτούς, μέσα από τη μειωμένη παρακράτηση φόρου, και από το 2027 για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Οι συντελεστές μειώνονται κατά δύο μονάδες στα εισοδηματικά στρώματα 10.000–40.000 ευρώ, ενώ θεσπίζεται νέος συντελεστής 39% για εισοδήματα 40.000–60.000 ευρώ. Παράλληλα, προβλέπονται σημαντικές μειώσεις για οικογένειες με παιδιά, ενώ για τους νέους έως 25 ετών ο φόρος μηδενίζεται στα πρώτα 20.000 ευρώ. Ωστόσο, το συνολικό ύψος του φόρου εισοδήματος συνεχίζει να ανεβαίνει, καθώς τα υψηλότερα εισοδήματα, η ισχυρή κερδοφορία και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης υπερκαλύπτουν τις ελαφρύνσεις.
Στο μέτωπο της οικονομίας, ο πολυετής προϋπολογισμός δίνει το πρώτο «σήμα» για την εποχή μετά τις μεγάλες ευρωπαϊκές ενισχύσεις. Η επενδυτική δραστηριότητα, που θα εκτιναχθεί στο 10,2% το 2026, πέφτει στο 4,1% το 2027 και σχεδόν μηδενίζεται στο 1% το 2028 και το 2029. Η ανάπτυξη από 2,2% φέτος και 2,4% το 2026 κατεβάζει ταχύτητα σε 1,7% το 2027, 1,6% το 2028 και 1,3% το 2029, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση συνεχίζει να επηρεάζεται από την ακρίβεια. Ακόμη πιο ασθενική είναι η δημόσια κατανάλωση, η οποία από 1,4% φέτος περνά σε αρνητικό έδαφος το 2027 και μηδενίζει εντελώς το 2028–2029.
Παρά τις πιέσεις στην πραγματική οικονομία, το χρέος αποκλιμακώνεται εντυπωσιακά: από 145,9% του ΑΕΠ το 2025 προβλέπεται να πέσει στο 119% το 2029, λόγω των πρόωρων αποπληρωμών δανείων του πρώτου μνημονίου. Οι τόκοι μειώνονται από 3,1% σε 2,6% του ΑΕΠ, ανοίγοντας δημοσιονομικό χώρο, ενώ το «μαξιλάρι» ρευστότητας σταθεροποιείται γύρω στα 30 δισ. ευρώ, παρά τις ανάγκες δανεισμού 8–10 δισ. ετησίως μέσω νέων εκδόσεων.


