Ένα ακόμη ιστορικό κτίριο της Αθήνας αποκαθίσταται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού με στόχο να επαναλειτουργήσει για πολιτιστικές χρήσεις. Ο λόγος για το Ελληνικό Ωδείο, το οποίο θα στεγάσει το ελληνικό Αρχείο Χορού, τη Βιβλιοθήκη της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης, μια μόνιμη έκθεση σχετικά με την ιστορία και στην ταυτότητα του κτηρίου αλλά και εκδηλώσεις με πολιτιστικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα.
Ο προϋπολογισμός της αποκατάσταση του κτιρίου, το οποίο είχε να συντηρηθεί 50 ολόκληρα χρόνια και είχε υποστεί σημαντικές φθορές με αποτέλεσμα τον Ιούλιο του 2022 να καταρρεύσει τμήμα του νότιου τοίχου του προκαλώντας ζημιές και στον γειτονικό κινηματογράφο «Ιντεάλ», ανέρχεται στα 6.000.000 ευρώ και καλύπτεται από το Ταμείο Ανάκαμψης ενώ η επαναλειτουργία του προγραμματίζεται για το 2025.
Το Αρχείο Χορού που θα φιλοξενηθεί στο αποκατεστημένο κτίριο θα περιλαμβάνει αρχειακό υλικό, αφίσες, φωτογραφίες, φιλμ, κοστούμια, καθώς και ιστορικό υλικό από χορευτικές παραστάσεις. Άμεση πρόσβαση σε αυτό θα μπορούν να έχουν τόσο επαγγελματίες, σπουδαστές και ερευνητές του χορού όσο και το ευρύ κοινό.
Το κτίριο της οδού Φειδίου 3 ανεγέρθηκε το 1836 από τον αυστριακό αρχιτέκτονα Κ. Roesner, υπό την επίβλεψη του γερμανού Gustav Adolph Lueders, προκειμένου να στεγάσει την κατοικία του πρώτη πρέσβη της Αυστρίας στην Ελλάδα, Anton Prokesch von Osten, και αποτελεί σπάνιο δείγμα της αρχιτεκτονικής της πρώτης οθωμανικής περιόδου αλλά και ένα από σημαντικότερα νεοκλασικά μνημεία της Ευρώπης.
Κατά την διάρκεια της διαμονής του πρέσβη, μέχρι το 1849, το Μέγαρο Prokesch von Osten αποτελούσε σημείο συνάντησης των μεγαλύτερων προσωπικοτήτων της πολιτικής αλλά και πολιτιστικής ζωής της Αθήνας. Μια πενταετία αργότερα, το κτίριο αγοράστηκε από τη σύζυγο του Μιχαήλ Τοσίτσα, Ελένη, ενώ το 1887 πέρασε στην ιδιοκτησία της κόρης του Ερρίκου Σλήμαν, Ανδρομάχης Σλήμαν-Μελά.
Στη συνέχεια αποτέλεσε στέγη του Ωδείου Λότνερ, το οποίο ο σπουδαίος συνθέτης Μανόλης Καλομοίρης μετονόμασε, το 1919, σε Ελληνικό Ωδείο και λειτουργούσε μέχρι το 1971.
Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού έχει εντάξει, επίσης, στο Ταμείο Ανάκαμψης, με προϋπολογισμό 2.500.000 ευρώ, την αποκατάσταση του κτηρίου της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης, επί της οδού Ομήρου στο Κολωνάκι, με νέες διαρρυθμίσεις και την προσθήκη αίθουσας διδασκαλίας χορού. Επιπλέον, προβλέπονται εργασίες στατικής ενίσχυσης και εξυγίανσης του κτηρίου, προκειμένου να διατηρηθεί η αυθεντικότητα, η ιστορικότητα και τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του.
Το κτήριο της ΚΣΟΤ στο Κολωνάκι, σχεδίασε ο αρχιτέκτονας του μοντέρνου κινήματος Γεώργιος Κοντολέων. Κατασκευάστηκε το 1934 και αποτέλεσε την οικία της διάσημης Ελληνίδας χορογράφου, χορεύτριας και καθηγήτριας χορού Κούλας Πράτσικα (1899-1984), η οποία, το δώρισε (1973) στο Ελληνικό Δημόσιο. Μετά από τον σεισμό του 2019, μόνο οι χώροι του ισογείου και του πρώτου ορόφου κρίθηκαν κατάλληλοι για τις λειτουργίες του κτηρίου.
«Στο πλαίσιο της στρατηγικής μας για την αποκατάσταση, ανάδειξη και επανάχρηση ιστορικών κτηρίων, στο κέντρο της Αθήνας, με στόχο την ανάδειξη του αστικού ιστού με πολιτιστικές χρήσεις, το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ενισχύει για πρώτη φορά -σε αυτόν τον βαθμό- τον χορό» υπογραμμίζει η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη και προσθέτει: «Το κτήριο, με πολλές διαφορετικές φάσεις κατοίκησης και χρήσης, έχει ταυτιστεί με ιστορικές οικογένειες της Αθήνας, αλλά και με τη Μαρία Κάλλας, κατά τη διάρκεια των σπουδών της. Τώρα, έπειτα από πενήντα χρόνια παραμέλησης και μεγάλων φθορών, αποκαθίσταται πλήρως από τις υπηρεσίες του Υπουργείου, για να στεγάσει το Αρχείο Χορού στην Ελλάδα. Παράλληλα, αποκαθιστούμε και το κεντρικό, διατηρητέο κτήριο της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης, στο Κολωνάκι, για να της αποδώσουμε ένα σύνολο αναβαθμισμένων κτηριακών υποδομών, με σύγχρονες εγκαταστάσεις. Με αυτές τις παρεμβάσεις, εκτός από την ενίσχυση της ίδιας της ΚΣΟΤ και της τέχνης του χορού στην Ελλάδα, ταυτόχρονα, διασώζουμε ένα σπάνιο δείγμα της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, υπερτοπικής ακτινοβολίας και ένα κτήριο του μοντερνισμού, με μεγάλο και θετικό πολεοδομικό αντίκτυπο, στο κέντρο της πρωτεύουσας».