Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Η είδηση της απονομής του Νόμπελ Φυσικής στον Τζον Μ. Μαρτίνις (μαζί με τους Τζον Κλαρκ και Μισέλ Ντεβορέ) αντιμετωπίστηκε από τα ελληνικά ΜΜΕ και τα ελληνικά social με ρίγη εθνικής συγκίνησης. Ο τίτλος “δείτε ποιος είναι ο Ελληνοαμερικανός που πήρε το Νόμπελ Φυσικής” κυριάρχησε στα περισσότερα σάιτ και μάλιστα το επώνυμο του επιστήμονα εξελληνίστηκε χρόνο – ρεκόρ: από “Martinis”, έγινε “Μαρτίνης” και αφού έγινε “Μαρτίνης”, μετά άρχισε να κλίνεται κιόλας. Ο Μαρτίνης, του Μαρτίνη κ.ο.κ.
Και αφού είχαμε “ψηθεί” για αυτήν την μεγάλη εθνική επιτυχία και πάλι καλά που δεν βγήκαμε στις πλατείες να πανηγυρίζουμε, ήρθε ο ίδιος ο Μαρτίνις, με δηλώσεις του στο naftemporiki.gr να μας γειώσει κανονικά: “Λυπάμαι, αλλά η καταγωγή μου είναι κροατική. Ο πατέρας μου είναι από την Κόμιζα, στο νησί Βις, κοντά στην πόλη του Σπλιτ. Ωστόσο, μπορώ να φανταστώ ότι η προέλευση της οικογένειας θα μπορούσε να είναι σχεδόν από οπουδήποτε στη Μεσόγειο, αλλά αυτό θα είχε συμβεί πριν από μερικές εκατοντάδες χρόνια “.
Απογοήτευση, αλλά όπως έγραψε και ένας χρήστης στα social: “Εντάξει και οι Κροάτες, Έλληνες θα ήθελαν να είναι…”.
Πέρα από το διασκεδαστικό του πράγματος, εδώ προκύπτουν δυο ενδιαφέροντα ζητήματα: Το πρώτο είναι η βιασύνη στην αναπαραγωγή της είδησης, δίχως έλεγχο. Συμβαίνει πια παγκοσμίως, συμβαίνει φυσικά και στην Ελλάδα. Είδε κάποιος ένα επώνυμο που έμοιαζε ελληνικό και αποφάσισε ότι ο επιστήμονας είναι Ελληνοαμερικάνος, χωρίς την παραμικρή τεκμηρίωση. Αναπαρήχθη λοιπόν ο ίδιος τίτλος σχεδόν παντού, με αποτέλεσμα όποιος θελήσει στο μέλλον να ψάξει το όνομα του ανθρώπου στα ελληνικά ΜΜΕ, να τον βρει καταχωρημένο σαν πατριωτάκι μας.
Το δεύτερο στοιχείο όμως είναι λιγότερο παγκόσμιο και περισσότερο ελληνικό. Αφορά αυτήν την συμπλεγματική σχέση μας με την εθνική υπερηφάνεια. Πώς την αναζητάμε μετά μανίας παντού, με μια αίσθηση ανωτερότητας (οι Έλληνες που διαπρέπουν σε κάθε τομέα, επειδή άλλωστε από εδώ ξεκίνησαν τα πάντα) η οποία στην πραγματικότητα είναι αίσθηση κατωτερότητας. Επειδή ξέρουμε βαθιά μέσα μας πώς ο νεοελληνικός πολιτισμός δεν αποτελεί κάτι για το οποίο μπορούμε να καμαρώνουμε, κρυβόμαστε πίσω από επιτεύγματα του πολύ μακρινού παρελθόντος ή τα κατορθώματα κάποιων σπουδαίων Ελλήνων (ή και …Κροατών) του παρόντος, για να νιώσουμε σημαντικοί.
Βεβαίως, οι περισσότεροι αν όχι όλοι οι εξαιρετικά επιτυχημένοι Έλληνες σήμερα, δεν τα κατάφεραν επειδή είναι Έλληνες. Τα κατάφεραν ,κατά κανόνα, παρά το γεγονός αυτό. Η Ελλάδα δεν τους βοήθησε, δημιουργώντας το κατάλληλο περιβάλλον για διαπρέψουν. Αντιθέτως, τους έβαλε δεκάδες εμπόδια, υποχρεώνοντας τους να φύγουν. Ουδείς λόγος υπερηφάνειας υπάρχει λοιπόν, για τις επιτυχίες άλλων Ελλήνων. Μπορούμε να χαιρόμαστε βέβαια, μα να είμαστε υπερήφανοι για ποιο λόγο αλήθεια;
Για τη χώρα που έχουμε φτιάξει όλοι μαζί;
Υπερήφανοι δικαιούνται να είναι μόνο οι ίδιοι, οι συνεργάτες τους και οι οικογένειές τους.
Και ο Μαρτίνις φυσικά, παρότι ατυχώς για τον ίδιο δεν είναι Έλληνας.