Ζήτημα ωρών είναι πλέον η ανακοίνωση της αύξησης στο βασικό επιτόκιο του ευρώ από την ΕΚΤ, καθώς το μεσημέρι της Πέμπτης η Κριστίν Λαγκάρντ θα δώσει το στίγμα της νέας νομισματικής πολιτικής.
Ήδη η αγορά έχει προεξοφλήσει την αύξηση των επιτοκίων, με το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor να διαπραγματεύεται πλέον σε θετικό έδαφος ενώ και η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ ήδη από τις 9 Ιουνίου είχε διαμηνύσει ότι θα προχωρήσει στην αύξηση.
Πλέον, το ερώτημα είναι αν η αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης αρκεί -με δεδομένο το άλμα του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη- αλλά και πώς θα κινηθεί η ΕΚΤ στις επόμενες συνεδριάσεις της. Ήδη υπάρχουν φωνές που αναφέρουν πως η Ευρώπη έχει «χάσει το τρένο» έναντι των ΗΠΑ, όπου και η νομισματική πολιτική είναι σαφώς πιο επιθετική.
Γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στη συνεχή διολίσθηση του ευρώ έναντι του δολαρίου, με το ενιαίο νόμισμα να βρίσκεται σε χαμηλά 20 ετών, στο επίπεδο της απόλυτης ισοτιμίας.
Από την άλλη, οι φόβοι για ύφεση σε βασικές οικονομίες της Ευρωζώνης, αλλά και το εξαιρετικά ρευστό τοπίο στην ενέργεια λειτουργούν ως τροχοπέδη σε ενδεχόμενες πιο δυναμικές κινήσεις, υπό το φόβο η ευρωπαϊκή οικονομία να γονατίσει πλήρως.
Σε κάθε περίπτωση, το μεσημέρι της Πέμπτης η ΕΚΤ αναμένεται να ανοίξει τα χαρτιά της, ανακοινώνοντας όχι μόνο την αύξηση αλλά πιθανότατα και έναν οδικό χάρτη για το υπόλοιπο του 2022, ή τουλάχιστον να δώσει ένα ισχυρό μήνυμα για το τι θα κάνει στην επόμενη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου.
Τι σημαίνει η αύξηση των επιτοκίων
Όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ αλλά και το γεγονός ότι οι αγορές την έχουν ήδη προεξοφλήσει έχει αντίκτυπο σε επιχειρήσεις, δανειολήπτες, τράπεζες και -λιγότερο- καταθέτες.
Αναλυτικά, ήδη εκατομμύρια νοικοκυριά που έχουν λάβει δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, κυρίως στεγαστικά βιώνουν μια απειροελάχιστη αύξηση στο κόστος δανεισμού τους, καθώς το Euribor πέρασε πλέον σε θετικό έδαφος. Και εφόσον η αγορά προεξοφλεί τις νέες αφίξεις, είναι πολύ πιθανόν να το δούμε να ανεβαίνει ακόμη περισσότερο μέσα στις επόμενες ημέρες και εβδομάδες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τη μεγαλύτερη επιβάρυνση έχουν τα νέα στεγαστικά, καθώς είναι τοκοχρεολυτικά, που σημαίνει ότι οι δανειολήπτες πληρώνουν περισσότερους τόκους στην αρχή ενώ αντίθετα στα πιο παλιά δάνεια η μηνιαία δόση αφορά κυρίως αποπληρωμή κεφαλαίου και άρα επηρεάζεται λιγότερο.
Αντίστοιχα, ανεπηρέαστα μένουν τα παλιά δάνεια με σταθερό επιτόκιο όμως στις νέες συμβάσεις το κόστος χρήματος έχει ανέβει κατά τουλάχιστον 0,25% ή και παραπάνω καθώς οι τράπεζες προεξοφλούν τις αυξήσεις.
Τι ισχύει για τις επιχειρήσεις
Αντίστοιχος είναι ο αντίκτυπος για τις επιχειρήσεις, είτε αυτές δανείζονται μέσω τραπεζών είτε έχουν εκδώσει ομόλογα με κυμαινόμενο επιτόκιο. Ενδεικτικό είναι ότι στις νέες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων το κουπόνι διαμορφώνεται στο επίπεδο του 4,5% περίπου, καταδεικνύοντας τις διαθέσεις των επενδυτών αναφορικά με το κόστος του χρήματος.
Αντίστοιχα, στα επιχειρηματικά δάνεια, η πλειονότητα των οποίων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο η επιβάρυνση είναι ήδη αισθητή και αναμένεται να γίνει ακόμη πιο έντονη. Μάλιστα, το διάστημα πολλές εταιρείες έχουν κάνει κινήσεις αντιστάθμισης κινδύνου, ώστε να «κλειδώσουν» έστω και κατά τι ακριβότερα επιτόκια, προκειμένου να γνωρίζουν επακριβώς τις οικονομικές επιπτώσεις. Εντούτοις, και σε αυτή την περίπτωση, το κόστος το «κλειδώματος» ξεπερνά ακόμη και τις 150 μονάδες βάσης, καθώς η αγορά προεξοφλεί ακόμη υψηλότερα επιτόκια.
Χαμένοι οι μικροκαταθέτες
Στον αντίποδα, χαμένοι παραμένουν -και θα συνεχίσουν να παραμένουν- οι μικροκαταθέτες, καθώς ακόμα τα επιτόκια των καταθέσεων παραμένουν ουσιαστικά μηδενικά. Μάλιστα, εκτιμάται ότι θα παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα τουλάχιστον μέχρι το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ να φτάσει στο 1%, ενώ ακόμα και τότε οι καταθέτες θα λάβουν ένα κομμάτι της αύξησης. Και αυτό σε μια εποχή εξαιρετικά υψηλού πληθωρισμού, ο οποίος «ροκανίζει» την πραγματική αξία των αποταμιεύσεών τους. Γι’ αυτό, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, πολλοί είναι εκείνοι που στρέφονται σε εναλλακτικές μορφές επένδυσης, κυρίως εταιρικά ομόλογα, τα οποία και προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις.
Πηγή: cnn.gr