«Δεν είμαι ψυχοπαθής, βλέπουν πολύ CSI» – Τι έλεγε ο λέκτορας του ΑΠΘ για τη διπλή δολοφονία με αρσενικό

Πρέπει να διαβάσετε

Ήταν Ιανουάριος του 2016 όταν ο 51χρονος (σήμερα) λέκτορας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης περνούσε το πρώτο του βράδυ στη φυλακή, κατηγορούμενος για τη δολοφονία της 34χρονης συζύγου του και της 85χρονης γιαγιάς της, που έχασαν τη ζωή τους από δηλητηρίαση με αρσενικό, το 2013.

Δεκατέσσερις μήνες αργότερα, ο κατηγορούμενος για την πρωτοφανή υπόθεση στα νομικά και αστυνομικά χρονικά της χώρας, θα άκουγε την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου που τον καταδίκασε σε δις ισόβια κάθειρξη για τη διπλή δολοφονία, χωρίς να του αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό. «Χωρίς αποδείξεις…; σε ποιά χώρα ζούμε;», είχε αναφωνήσει, τότε, ο 51χρονος, μονολογώντας στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, λίγα λεπτά πριν οι αστυνομικοί του περάσουν ξανά χειροπέδες και τον οδηγήσουν στην φυλακή.

Σχεδόν έξι χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το μεσημέρι της Τετάρτης (17/5), ο εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, Λεωνίδας Νικολόπουλος, ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος και σε δεύτερο βαθμό – όπως πρωτόδικα – για ανθρωποκτονία από πρόθεση, κατά συρροή, τονίζοντας χαρακτηριστικά στην αγόρευσή του πως: Δυστυχώς η πραγματική ζωή ξεπερνάει κάποιες φορές ακόμη και τον πιο ευφάνταστο και ευρηματικό σεναριογράφο. Με τη συνολική του συμπεριφορά, την σκληρότητα και αναλγησία, επέδειξε πλήρη περιφρόνηση προς το έννομο αγαθό της ανθρώπινης ζωής.

 

Ο εισαγγελέας Εφετών ήταν «καταπέλτης» αναφορικά με την ενοχή του 51χρονου λέκτορα, όπως και η εισαγγελέας της έδρας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η οποία την 9η Μαρτίου του 2018 ζητούσε την ενοχή του 51χρονου για τις «δίδυμες» δολοφονίες με αρσενικό, χαρακτηρίζοντάς τον «αμετανόητο». «Ο κατηγορούμενος όρισε και καθόρισε τη μοίρα της οικογένειας του και άφησε βαριά «προίκα» στα δύο παιδιά του. Ένας πατέρας που τέλεσε δύο φόνους. Μέχρι την τελευταία στιγμή, που έβλεπε τη σύζυγό του να λιώνει, δεν μετάνιωσε. Ήθελε να βλέπει αυτό το θέαμα, ήθελε να ταλαιπωρήσει τη Σοφία. Της έχει στερήσει την τελευταία της επιθυμία. Στέρησε από μια μητέρα να φύγει από τη ζωή και να μην μπορεί να αγκαλιάσει το παιδί της. Αυτός είναι ο κατηγορούμενος: Είναι αμετανόητος ως το τέλος» είχε πει στην αγόρευσή της η εισαγγελέας Πρωτοδικών, Εμμανουέλα Κετσιατζή.

«Δεν είμαι ψυχοπαθής» – Η απολογία του 51χρονου πριν την καταδίκη του

Ο λέκτορας του ΑΠΘ είχε επιχειρήσει και τότε να πείσει το δικαστήριο για την αθωότητά του και σε μία μακρά απολογία, μέρος της οποίας δημοσιεύει παρακάτω το protothema.gr, υποστήριζε ότι δεν έχει καμία σχέση με τους δύο θανάτους, πως υπεραγαπούσε τη σύζυγό του – παρά το γεγονός ότι διατηρούσε ερωτική σχέση με φοιτήτριά του – και απέδιδε τις κατηγορίες σε βάρος του σε σκευωρία, μιλώντας για «φανταστικούς δολοφόνους».

Όπως και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έτσι και στις 28 Φεβρουαρίου του 2018, ο κατηγορούμενος ακολούθησε την γραμμή της πλήρους άρνησης των κατηγοριών, τις οποίες χαρακτήρισε έωλες, αβάσιμες και αναπόδεικτες. Ο ίδιος αμφισβήτησε τις εκτεταμένες εργαστηριακές εξετάσεις που πραγματοποιήθηκαν αφήνοντας αιχμές για αυθαιρεσίες, ενώ διέψευσε ότι ήταν προβληματική η σχέση του με την 34χρονη. Ομολόγησε τη σχέση που είχε συνάψει, λέγοντας ότι ήταν καθαρά σαρκικής φύσεως χωρίς συναισθηματική αξία. Απέδωσε τους θανάτους σε χρόνια δηλητηρίαση από τυχαία έκθεση σε κάδμιο και αρσενικό που δεν αντιμετωπίστηκε άμεσα ιατρικά, ενώ ανέφερε ότι η σύζυγός του κατά την νοσηλεία προσβλήθηκε από μικρόβιο (κλεμπσιέλλα).

«Θα ήθελα να επαναλάβω ότι είμαι αθώος διότι δεν εισήγαγα ποτέ βαρέα μέταλλα στον οργανισμό της συζύγου μου, της γιαγιάς της, της κόρης μας, αλλά ούτε και στον δικό μου οργανισμό προσπαθώντας να αυτοκτονήσω. Είμαι φυσιολογικός άνθρωπος, δεν είμαι ψυχοπαθής, όπως κάποιοι προσπάθησαν να με παρουσιάσουν. Ακόμα και η γελοιότητα έχει τα δικά της όρια και κάποιοι προσπάθησαν να τα ξεπεράσουν», είχε πει στο πρωτόδικο δικαστήριο, ξεκινώντας την απολογία του.

«Με τη γυναίκα μου αγαπιόμασταν πάρα πολύ. Προσπαθούσαμε να κάνουμε παιδί και το 2010 αποκτήσαμε την κόρη μας. Το 2013 ακολούθησα και μία θεραπεία φαρμακευτικής αγωγής για να μπορέσουμε να κάνουμε και δεύτερο παιδί. Δήθεν εκείνη την περίοδο η γυναίκα μου ήθελε να με χωρίσει και εγώ είχα βάλει μπροστά ένα σατανικό σχέδιο», σημείωσε στη συνέχεια, ενώ αναφερθείς στην 85χρονη, την χαρακτήρισε «καλή γιαγιούλα» που του έδειχνε τη συμπάθειά της και δεν είχε κανέναν λόγο να την φονεύσει.

Όπως είχε αναφέρει στην απολογία του, το 2009 κατέλαβε τη θέση του λέκτορα στο τμήμα Γεωλογίας του ΑΠΘ και με τη σύζυγό του γνωρίστηκαν το 2004, όταν ήταν διοικητικός υπάλληλος. «Πολύ σύντομα συνδεθήκαμε συναισθηματικά και ταιριάξαμε σαν χαρακτήρες σε πολλά. Το 2007 παντρευτήκαμε. Υπήρχαν κάποια θέματα, κοινωνικού τύπου, στο γιατί αργήσαμε να παντρευτούμε. Αρχικά μέναμε στο διαμέρισμά που είχα μεγαλώσει εγώ. Ένα μήνα μετά το γάμο μας, πήγαμε στο πατρικό της για να μεταφέρουμε κάποια ρούχα και εκεί άκουσα την πεθερά μου να λέει «είχες δεν είχες μας τον κουβάλησες». Η Σοφία προσπαθούσε να με υπερασπιστεί», είπε, τότε, συνεχίζοντας την απολογία του.

Ο κατηγορούμενος παρουσίαζε τον εαυτό του ως έναν «σωστό» σύζυγο που αγαπούσε την 34χρονη και τη βοηθούσε σε όλα όσα χρειάζονταν και ιδιαίτερα με το παιδί τους, ενώ είχε αναφερθεί και στα πρώτα συμπτώματα που παρουσίασε. «Ξεκίνησαν το Δεκέμβριο του 2012 αλλά δεν τα δώσαμε σημασία. Τον Ιανουάριο του 2013 άρχισαν οι εμετοί, οι διάρροιες, οι πονοκέφαλοι. Πρότεινα να εισαχθεί σε ένα δημόσιο νοσοκομείο να κάνει εξετάσεις. Αρχικά συμφώνησε αλλά μετά από τη συζήτηση με τη μητέρα της αντέδρασε. Η μητέρα της έλεγε «σιγά μη βάλω την κόρη μου με ρωσοπόντιους και γύφτους», και πηγαίναμε σε οικογενειακό τους γιατρό. Ο ίδιος μας παρέπεμψε σε κάποιους γιατρούς, σε γαστρεντερολόγο, σε ΩΡΛ, αλλά εκ των πραγμάτων τα αποτελέσματα ήταν λανθασμένα. Η κατάστασή της χειροτέρευε. Στις 17 Μάϊου του 2013 έκανε εισαγωγή στο νοσοκομείο, αλλά εγώ πώς τη δηλητηρίασα που ήμουν στο γραφείο μου;», είπε.

Τα τελευταία λόγια της 34χρονης, σύμφωνα με τον λέκτορα

Ο 51χρονος στην απολογία του είχε αναφέρει ότι στις 3 Ιουνίου μεταφέρθηκαν οικογενειακώς στο εξοχικό τους στη Χαλκιδική και καθημερινά πήγαιναν στη δουλειά με τη σύζυγό του, στη Θεσσαλονίκη, με το δικό του αυτοκίνητο. «Την έβγαζα έξω από το αμάξι στα χέρια γιατί είχε αρχίσει να έχει προβλήματα βάδισης. Η κατάστασή της επιδεινώθηκε. Κάποια στιγμή αναγκαστήκαμε να βρούμε και έναν γείτονα γιατρό για να της κάνει μια ένεση και για να βρω φαρμακείο διέσχισα σχεδόν όλη τη Χαλκιδική. Στις 25 Ιουλίου η κατάσταση της έφτασε στο απροχώρητο. Δεν μπορούσε καν να σηκωθεί από το κρεβάτι και επέβαλα στη μητέρα της να μεταφερθεί στο νοσοκομείο και συγκεκριμένα στον «Παπανικολάου». Αρχικά ήταν σε ένα τρίκλινο δωμάτιο και αφού πήγε στην παθολογική κατέληξε στη ΜΕΘ. Η μητέρα της ήταν συνεχώς δίπλα της», τόνισε, μεταξύ άλλων.

Πρόσθεσε, δε, πως οι γιατροί τους είχαν ενημερώσει στην αρχή ότι ερευνούν αν η 34χρονη είχε κάποιο αυτοάνοσο νόσημα, ενώ σε διαφορετικό χρόνο τους είπαν ότι μπορεί και να μη κατάφερνε να κρατηθεί στη ζωή. Ωστόσο, όπως είχε πει, η κατάστασή της βελτιώθηκε μόλις βγήκε από την εντατική.

«Μας είχαν πει ότι μπορούσε να τρέφεται και ελεύθερα στο σπίτι. Στις 18 Αυγούστου άρχισε ξαφνικά να τρέμει και να «σπαρταράει». Σήμανε «συναγερμός», αμέσως έγινε καρδιογράφημα και μεταφέρθηκε στην εντατική της καρδιολογικής. Στο ασθενοφόρο ζήτησε από μένα να τη συνοδεύσω. Της έδινα κουράγιο, της χάιδευα τα μαλλιά, της έσφιγγα το χέρι και της έλεγα να μην ανησυχεί, θα τα καταφέρει. Τα τελευταία της λόγια ήταν «αν δεν ζήσω, τη Μαρία και τα μάτια σου». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από τα χείλη της», είπε στην απολογία του.

Η «σύγκρουση» με την οικογένεια μετά τις δολοφονίες

Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε στη στιγμή που έμαθε ότι η σύζυγός του είναι νεκρή, αλλά και στη «ρήξη» της σχέσης του με την οικογένεια της 34χρονης μετά τις δυο δολοφονίες.

«Στις 23 Αυγούστου δέχομαι ένα τηλεφώνημα από τον αδελφό της ότι η Σοφία πέθανε. Πήγα πήρα τον πατέρα της και πήγαμε στο νοσοκομείο να παραλάβουμε τη Σοφία. Μας είπαν ότι πρέπει να γίνει νεκροψία και νεκροτομή και όλοι μας αποφασίσαμε να μη γίνει για να μην ταλαιπωρήσουμε άλλο το σώμα της, ως ένδειξη σεβασμού. Μετά φέραμε το πτώμα στην οικία της και άρχισαν να έρχονται συγγενείς. Ο πεθερός μου και ο κουνιάδος μου έδιωξαν τα αδέρφια μου από το σπίτι όταν ήρθαν για να την κλάψουν. Ο κουνιάδος μου είπε να φύγουν και να μην έρθουν ούτε στην κηδεία. Παρ’ όλα αυτά ζήτησα από τα αδέλφια μου να σεβαστούν αυτήν την επιθυμία. Ας πουν εδώ μπροστά μου ότι λέω ψέματα. Τις επόμενες μέρες ο πεθερός μου είπε: «τώρα μάζευε τα πράγματά σου και φύγε» το οποίο έκανα στα τέλη Σεπτεμβρίου. Παρ’ όλα αυτά συνέχισα να πηγαίνω εκεί το παιδί μου κάθε Σάββατο. Η πεθερά μου είπε «βιάστηκες να μαζέψεις τα πράγματά σου» αλλά αυτό έγινε κατόπιν εορτής», ανέφερε στο πρωτόδικο δικαστήριο.

Ο λέκτορας συνέχισε να υποστηρίζει στην απολογία του πως οι γονείς της 34χρονης διατηρούσαν αρνητική στάση απέναντί του, όμως ήθελαν να βλέπουν το εγγόνι τους. «Μου ζήτησαν να βλέπουν πιο πολύ το παιδί αλλά τους είπα ότι δεν θα σας αφήσω να το βλέπετε χωρίς εμένα. Κάποια στιγμή, ο πεθερός μου, μπροστά στο παιδί, είπε: «την ξεφορτώθηκες τώρα και ησύχασες;». Κάποια στιγμή, η πεθερά μου ήθελε να πάει την κόρη μου στην παιδική χαρά. Η μικρή γύρισε να με ρωτήσει και η πεθερά μου είπε «άστον αυτόν, αυτός μισεί όλο τον κόσμο». Κάποια στιγμή, μου έκαναν αγωγή ότι δεν βλέπουν το παιδί. Λίγες μέρες μετά έγινε και η κλήση μου, η παραλίγο σύλληψή μου και έγιναν περίεργα πράγματα», σημείωσε.

«Η αστυνομία κατάφερε να εντοπίσει όλες τις εξωσυζυγικές μου σχέσεις, αλλά τίποτα άλλο»

Σε άλλο σημείο της απολογίας του, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, πως η ΕΛ.ΑΣ. κατάφερε να εντοπίσει τις εξωσυζυγικές του σχέσεις, όμως δεν κατάφερε να βρει κανένα πραγματικό ενοχοποιητικό στοιχείς εις βάρος του.

«Βρέθηκαν στην κατοχή μου βαρέα μέταλλα; Όχι βέβαια, τίποτα. Ούτε εντοπίστηκε κάποια παραγγελία μου, είτε μέσω τηλεφώνου, είτε μέσω διαδικτύου. Η αστυνομία κατάφερε να εντοπίσει όλες τις εξωσυζυγικές μου σχέσεις, αλλά δεν κατάφερε να εντοπίσει τίποτα άλλο. Το εργαστήριο του πανεπιστημίου δεν παράγγελνε τέτοια πράγματα. Το 2011 είχα πάει στη Βουλγαρία για ένα συνέδριο αλλά τι είπα; Δεν παίρνεις και λίγο αρσενικό; Μπορεί να σου χρειαστεί σε κάνα δυο χρόνια; Πως είναι εγκληματική ενέργεια;», διερωτήθηκε, ενώ πρόσθεσε πως τόσο ο ίδιος, όσο και η κόρη τους, εντοπίστηκαν να είναι δηλητηριασμένοι σε ποσότητές άνω του ορίου.

«Δεν βρέθηκε τίποτα δικής μου ιδιοκτησίας μολυσμένο με αρσενικό. Πως βρέθηκα εγώ κατηγορούμενος; Επειδή είχα γκόμενα; Μπράβο πολύ σοβαρό. Αν πούμε ότι υπάρχει εγκληματική ενέργεια τότε ο φανταστικός δολοφόνος γιατί δεν ρίχνει την υπόλοιπη δόση σε λίγες ημέρες και αφήνει να περάσουν 6-7 μήνες; Άρα είμαι χαζός δολοφόνος; Στο νοσοκομείο έγιναν τρομερές ελλείψεις», είχε υποστηρίξει.

«Στις 12 Αυγούστου υποτίθεται ότι δηλητηρίασα τη γιαγιά. Ότι άνοιξα το ψυγείο, πήρα μια φιάλη νερού της γιαγιάς, ότι αντικατέστησα ή επιμόλυνα την φιάλη της. Όμως δεν ήμουν εκεί. Είχαν πει ότι κίνητρο ήταν οι ερωτικές σχέσεις με την (σ.σ. επώνυμο φοιτήτριας) ή ότι θα έχανα την επιμέλεια του παιδιού αν χώριζα. Πράγματι είχα εξωσυζυγική σχέση, μόνο με κάποιες ερωτικές συνευρέσεις όμως, χωρίς αισθηματική εξάρτηση. Και λοιπόν; Αυτό με κάνει δολοφόνο; Εκεί έξω τόσος κόσμος έχει, αυτό τους κάνει δολοφόνους; Εγώ έμαθα ότι έμεινε έγκυος στον τέταρτο ή πέμπτο μήνα της κύησης και έμεινα μαζί της μετά τη γέννα. Δεν είχα κάποια διάθεση. Εγώ μια γυναίκα αγάπησα. Με την (σ.σ. επώνυμο φοιτήτριας) έμεινα για χάρη του παιδιού και αυτό γιατί η εγκυμοσύνη προέκυψε μετά το θάνατο. Με τη γυναίκα μου δεν θέλουμε να χωρίσουμε, θέλαμε να κάνουμε και δεύτερο παιδί», είχε πει.

Πριν ολοκληρώσει την απολογία του και μιλώντας για τη δολοφονία της ηλικιωμένης, είπε χαρακτηριστικά: «Λένε ότι έκανα και το δεύτερο φόνο για να καλύψω τον πρώτο. Πολύ CSI βλέπουν όλοι. Ήταν μια συμπαθητική γιαγιούλα. Με συμπαθούσε πολύ».

Υπενθυμίζεται ότι, γιαγιά και εγγονή, έχασαν τη ζωή τους τον Αύγουστο του 2013, μετά από νοσηλεία στο Νοσοκομείο Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης, χωρίς όμως να επιβεβαιωθεί αρχικά η δηλητηρίαση από αρσενικό. Πρώτα πέθανε η ηλικιωμένη, που νοσηλεύτηκε για μικρό διάστημα, και λίγες ημέρες αργότερα η εγγονή της. Από την πρώτη στιγμή, οι γονείς της 34χρονης θεώρησαν ότι επρόκειτο για δολοφονία και γι’ αυτό προχώρησαν στην κατάθεση μήνυσης. Οι υποψίες τους επιβεβαιώθηκαν από τα αποτελέσματα των εκτεταμένων εργαστηριακών εξετάσεων και την εκταφή της σορού. Στη συνέχεια, η υπόθεση ερευνήθηκε ποινικά και ως κατηγορούμενος κλήθηκε να λογοδοτήσει στον ανακριτή ο λέκτορας που προφυλακίστηκε τον Γενάρη του 2016.

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα