του Σωτήρη Μεταξά
Το συνέδριο της ΚΕΔΕ στην Αλεξανδρούπολη θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία ενός ειλικρινούς διαλόγου για την πορεία, τις προκλήσεις και τις ανάγκες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αντ’ αυτού, επιβεβαιώνει για ακόμη μία φορά τη στασιμότητα ενός θεσμού που καλείται να λειτουργεί με ευθύνες κράτους, αλλά μέσα σε περιορισμούς δήμου.
Η παρουσία του υπουργού Εσωτερικών Θοδωρή Λιβάνιου δεν έφερε τις απαντήσεις που περίμεναν οι αιρετοί.
Ο πολυαναμενόμενος νέος Κώδικας Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που εδώ και μήνες παρουσιάζεται ως εργαλείο θεσμικού εκσυγχρονισμού, μετατίθεται ξανά. «Ως το τέλος του μήνα», είπε ο υπουργός — μια φράση που οι δήμαρχοι άκουσαν με εμφανή δυσπιστία, έχοντας μάθει πια να μεταφράζουν τις εξαγγελίες σε αναβολές.
Ακόμη πιο αποκαλυπτική, ωστόσο, ήταν η στάση του υπουργείου στα οικονομικά των δήμων. Καμία νέα δέσμευση, καμία πρόβλεψη ενίσχυσης. Το επιχείρημα ότι «δίνονται ήδη περισσότερα από το παρελθόν» μοιάζει σχεδόν ειρωνικό σε μια περίοδο όπου οι ΟΤΑ αγωνίζονται να καλύψουν βασικές ανάγκες, αντιμετωπίζοντας αυξανόμενα κόστη ενέργειας, προσωπικού και υπηρεσιών.
Το κράτος ζητά περισσότερα, αλλά δίνει λιγότερα — μια αντίφαση που υπονομεύει κάθε προσπάθεια ουσιαστικής αποκέντρωσης. Η μοναδική εξαγγελία που προκάλεσε έστω πρόσκαιρο ενδιαφέρον ήταν η δυνατότητα των δήμων να θεσπίζουν επίδομα γέννησης έως 3.000 ευρώ.
Ένα μέτρο που, όσο κι αν φαντάζει κοινωνικά ευαίσθητο, δεν αγγίζει τις βαθύτερες ανάγκες βιωσιμότητας και λειτουργικότητας της Αυτοδιοίκησης. Το φετινό συνέδριο της ΚΕΔΕ κατέδειξε, για ακόμη μία χρονιά, τη διάσταση ανάμεσα στο πολιτικό κέντρο και την τοπική πραγματικότητα.
Η Αυτοδιοίκηση δεν έχει ανάγκη από άλλη μία «παράταση μέχρι το τέλος του μήνα». Έχει ανάγκη από σταθερό θεσμικό πλαίσιο, σαφή και επαρκή οικονομική στήριξη, καθώς και πραγματική πολιτική βούληση για αποκέντρωση.
Όσο αυτά παραμένουν ζητούμενα, κάθε συνέδριο θα μοιάζει περισσότερο με άσκηση δημοσίων σχέσεων παρά με βήμα διαλόγου.
