Μια πλαστική μπάλα, που είχε χαθεί από τη Λήμνο, ήταν το αντικείμενο που βοήθησε στη σωτηρία του Ιβάν στη Χαλκιδική. Ο ίδιος σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» και την Ηλιάνα Μάγρα περιγράφει τις στιγμές που έζησε και παραδέχεται ότι «εκείνο το πρωί αποδέχτηκα ότι μάλλον θα πεθάνω».
Ο Ιβάν περιγράφει ότι με την παρέα του έφτασαν στη Μύτη γύρω στις 3 το απόγευμα. Ήταν Σάββατο 9 Ιουλίου – την προηγουμένη γιόρτασαν τα 30στά γενέθλια του Ιβάν.
Ο ίδιος ήθελε να τα περάσει στη Χαλκιδική, στο μέρος που επισκέπτεται κάθε χρόνο την τελευταία 15ετία. Κι όμως, αυτή ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε στη Μύτη, την εντυπωσιακή παραλία του Ποσειδίου, εκεί όπου τα νερά του Αιγαίου εισχωρούν στον Θερμαϊκό. Μία ώρα και 13 λεπτά αργότερα, έκαναν το πρώτο τηλεφώνημα για βοήθεια.
Ο Μαρτίν είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται
«Στη μία πλευρά της παραλίας είχε κύματα», λέει στην «Κ» ο 30χρονος Ιβάν, «εμείς ήμασταν στην πλευρά που δεν είχε». Εντέλει δεν είχε σημασία. Το ρεύμα παρέσυρε τρεις φίλους του κι όταν ο Ιβάν το αντιλήφθηκε, είδε πως ένας εξ αυτών, ο 31χρονος Μαρτίν Γιοβανόφσκι, είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται. Έσπευσε στη θάλασσα για να τον ηρεμήσει.
«Του είπα πως θα κολυμπήσω πίσω για να φέρω βοήθεια», δηλώνει ο Ιβάν. Αλλά δεν μπόρεσε. Τον πήρε κι εκείνον το ρεύμα. «Το άφησα να με πάρει, κατάλαβα πως δεν είχε νόημα να εξαντλήσω τον εαυτό μου προσπαθώντας», εξηγεί ο μισός Βορειομακεδόνας και μισός Αυστραλός Ιβάν, ο οποίος στην Αυστραλία εξασκήθηκε στο σερφ. Οι ώρες άρχισαν να περνούν, τα κύματα συχνά ξεπερνούσαν τα πέντε μέτρα και ο Ιβάν παρέμενε στη θάλασσα, με έναν μόνο στόχο, να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Δεν έχεις την πολυτέλεια να πανικοβληθείς», εξηγεί στην «Κ», «ήξερα πως έπρεπε να συγκεντρωθώ στην αναπνοή μου, να προσπαθώ να καταπιώ όσο το δυνατόν λιγότερο θαλασσινό νερό και να μη σταματώ να κινούμαι για να μην πέσει πολύ η θερμοκρασία του σώματός μου».
Ρουτίνα επιβίωσης
«Κανείς δεν περίμενε ότι το ρεύμα θα με είχε πάρει 30 χιλιόμετρα από την παραλία, οπότε τους έβλεπα να με ψάχνουν, αλλά ήταν πολύ μακριά», δηλώνει στην «Κ».
Εφάρμοσε μια ρουτίνα επιβίωσης – 20 λεπτά κολύμπι, 10 λεπτά ανάπαυλα, με το διάλειμμα συχνά να διαρκεί ακόμα λιγότερο. Την πρώτη ημέρα, ένα ελικόπτερο πέρασε από πάνω του δύο φορές και έξι φορές πέρασαν πλοία από κοντά του. Αλλά φυσούσε, και τα κύματα ήταν τόσο μεγάλα που δεν τον είδαν ούτε τα ελικόπτερα ούτε τα πλοία. «Ήξερα όμως ότι με έψαχναν, οπότε έπρεπε να μείνω ήρεμος και να επιβιώσω», τονίζει στην «Κ».
Το βράδυ τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα, είχε κρύο. Τις κακές σκέψεις, τις σκέψεις που αφορούσαν ό,τι θα του έλειπε αν πέθαινε, τις έδιωχνε όσο γρήγορα σχηματίζονταν. Τον αποσπούσαν. «Τα κύματα χτυπούσαν το πρόσωπό μου κάθε δύο δευτερόλεπτα και για να αποφύγω κάποια έπρεπε να βουτάω από κάτω τους, δεν είχα χρόνο να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο», συνεχίζει, συμπληρώνοντας πως, καθώς φυσούσε τόσο και είχε τόσα κύματα, δεν υπήρχε ούτε η επιλογή ούτε ο φόβος να κοιμηθεί. Όταν ανέτειλε ο ήλιος, αναπτερώθηκε το ηθικό του – είχε περάσει μια άγρυπνη νύχτα στο νερό και είχε επιβιώσει. Σύντομα όμως απογοητεύτηκε ξανά όταν συνειδητοποίησε πως τον έψαχναν σε λάθος σημεία.
Ακόμα και η μπάλα ήταν ξεφούσκωτη
«Κανείς δεν περίμενε ότι το ρεύμα θα με είχε πάρει 30 χιλιόμετρα από την παραλία, οπότε τους έβλεπα να με ψάχνουν, αλλά ήταν πολύ μακριά», δηλώνει ο Ιβάν, τονίζοντας πως «σε τέτοιες καταστάσεις» είναι καλό να αποδέχεται κανείς τη μοίρα του. «Εγώ εκείνο το πρωί αποδέχτηκα ότι μάλλον θα πεθάνω», αναφέρει στην «Κ», «ήξερα πως αν δεν με έβρισκαν μέχρι το βράδυ, θα ήταν πολύ δύσκολο να ζήσω». Λίγο μετά το ξημέρωμα, είδε στη θάλασσα μια δερμάτινη μπάλα, η οποία, σύμφωνα με δημοσιεύματα, είχε ταξιδέψει από τη Λήμνο, όπου την είχαν χάσει δυο παιδιά. Προς μία ακόμη απογοήτευση του Ιβάν, όμως, ήταν σχεδόν ξεφούσκωτη. «Δεν μπορούσε να κρατήσει ούτε το βάρος τού ενός χεριού μου», σημειώνει. Την έβαλε μέσα στο μαγιό του, για να τον ανασηκώνει έστω και λίγο.
Τον εντόπισε ελικόπτερο
Πέρασαν κι άλλες ώρες, και γύρω στις 12 το μεσημέρι η τύχη τού χαμογέλασε. «Με εντόπισε ένα ελικόπτερο και έδωσε σήμα σε ένα φορτηγό πλοίο», το οποίο ήρθε να τον σώσει. «Ηταν μια πολύ χαρούμενη στιγμή όταν είδα πως σταμάτησε και συνειδητοποίησα ότι σώθηκα», λέει ο Ιβάν. Καθώς το πλοίο ήταν πολύ μεγάλο, δεν μπορούσε να σταματήσει δίπλα του – «έπρεπε να κολυμπήσω, αλλά άξιζε τόσο πολύ να ξοδέψω το τελευταίο απόθεμα της ενέργειάς μου έτσι», σημειώνει. «Ήμουν τόσο χαρούμενος που ήμουν ζωντανός». Η χαρά του δεν κράτησε πολύ. Γρήγορα έμαθε ότι, ενώ ένας φίλος του είχε καταφέρει να κολυμπήσει πίσω κι έναν άλλον τον έσωσε ένας σέρφερ, ο Μαρτίν δεν είχε βρεθεί ακόμη.
Ο Ιβάν έμεινε στο νοσοκομείο «Παπανικολάου» δύο μέρες –στην αρχή ήταν σχεδόν ανήμπορος να κουνηθεί– και μόλις βγήκε ξεκίνησε τις έρευνες. Ψάχνουν ακόμη, με drones, με σκάφη, με τα πόδια. Ακόμη δεν έχει κλάψει για αυτό που συνέβη –«ίσως όταν θα τελειώσει», λέει, «γιατί δεν έχει τελειώσει ακόμη»– κι ελπίζει πως, διαβάζοντας αυτό το κείμενο, αν κάποιος βρεθεί στη θέση του θα ξέρει τι να κάνει και, πιο πολύ, πως κι άλλοι θα βοηθήσουν στην έρευνα για τον φίλο τους. «Έχουν περάσει 15 μέρες», λέει ο Ιβάν, τονίζοντας πόσο ευγνώμων είναι σε όσους έχουν συμμετάσχει στις έρευνες, «ακόμα ελπίζω πως θα τον βρούμε». «Δεν ξέρω σε τι κατάσταση», συμπληρώνει, «αλλά ελπίζω πως θα τον βρούμε».