το έγκλημα της οικογένειας Κοσμά στην Κηφισιά τον Ιούλιο του 1996 είχε συνταράξει όλη την Ελλάδα. Ένα έγκλημα που συζητείται ακόμα και σήμερα όταν ο Απόστολος Κοσμάς έγινε ο δολοφόνος του πρωτότοκου γιου του, του 27χρονου Βαγγέλη, ο οποίος ήταν σχιζοφρενής και επικίνδυνος. Το να σκοτώσει το γιο του που έπασχε από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα ήταν για τον Απόστολο Κοσμά η λύτρωση της οικογένειας.
Η «θυσία» του 27χρονου Βαγγέλη έγινε την ώρα που εκείνος κοιμόταν στο δωμάτιό του, ο πατέρας του, τον σκότωσε με τσεκούρι. Στη συνέχεια φόρτωσε το πτώμα του παιδιού του στο πορτ-μπαγκάζ του αμαξιού του και το μετέφερε σε μια οικοδομή στον Κάλαμο. Το περιέλουσε με βενζίνη, του έβαλε φωτιά και με ένα πριόνι, το τεμάχισε σε έντεκα κομμάτια, τα οποία έβαλε σε μαύρες σακούλες με σκοπό να εξαφανίσει τα ίχνη της εγκληματικής του πράξης. Ένας ανυποψίαστος περαστικός ειδοποίησε την αστυνομία. Ο Απόστολος Κοσμάς, μόλις τον πλησίασαν οι άνδρες της Ασφάλειας, ξέσπασε: «Είναι το παιδί μου» .
Η μητέρα του Βαγγέλη, Ελευθερία Κοσμά την ώρα του φονικού βρισκόταν στο εξοχικό τους, στον Κάλαμο μαζί με το μικρότερο γιο της οικογένειας. Μέσα σε λίγα λεπτά από τη στιγμή που ειδοποιήθηκε έτρεξε κοντά στο σύζυγό της, θέλοντας να μοιραστεί μαζί του, το βάρος της ηθικής και ποινικής απαξίας, μιας τέτοιας πράξης. Η σύζυγος και τα υπόλοιπα παιδιά του Απόστολου Κοσμά, δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Δεν υπερασπίστηκαν το έγκλημα αλλά τον πατέρα και σύζυγο.
«Είχα αδυναμία στο παιδάκι μου. Ηταν ο πρωτότοκος. Στην εφηβεία εκδήλωσε τα πρώτα συμπτώματα. Ο μεγάλος μας γιος ήταν τελικά ένας ψυχικά ασθενής άνθρωπος. Ερχόταν και μου έλεγε: “Ένας γείτονάς μας, μπαίνει στο μυαλό μου και μου υπαγορεύει τι να κάνω. Το κεφάλι μου, πονάει. Θα τον σκοτώσω”. Ένιωθα τρομερή πίεση από τη συμπεριφορά του γιου μου, ο οποίος είχε γίνει επικίνδυνος για όλους. Δεν άντεξα , θόλωσε το μυαλό μου, έχασα τον έλεγχο και διέπραξα αυτό το τρομερό έγκλημα εις βάρος του ίδιου μου, του παιδιού. Μεταμορφώθηκα σε στυγνό εγκληματία. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα συναισθήματα. Ήταν στιγμή τρέλας. Η συνείδησή μου δεν λειτουργούσε. Δεν κατάλαβα τι έκανα. Το μόνο που θέλω είναι να προλάβω την καταστροφή της οικογένειάς μου», είχε πει στην απολογία του , ο Απόστολος Κοσμάς.
Δέκα ολόκληρα χρόνια η οικογένεια του 27χρονου Βαγγέλη υπέφερε, ζούσε με την αγωνία του. Η οικογένεια δεν ήθελε να παραδεχθεί την οδυνηρή πραγματικότητα. Η αρρώστια του, όπως έλεγαν όλοι, είχε επιδεινωθεί. Ήταν ένα παιδί ευφυέστατο που παρά τη βαριά κατάσταση της υγείας του προσπαθούσε και διατήρησε για καιρό «νησίδες λογικής» στο ταραγμένο του μυαλό, θα πει ο ψυχίατρός του.
Η σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου όμως με ανεξέλεγκτη επιθετικότητα ήταν μια αρρώστια έξω από τα μέτρα του Απόστολου Κοσμά και της γυναίκας του. Η λύση στο πρόβλημα της οικογένειας, σύμφωνα με τους ψυχιάτρους ήταν η αναγκαστική νοσηλεία του Βαγγέλη στο ψυχιατρείο. Ο πατέρας όμως δεν άντεχε στην ιδέα του εγκλεισμού.
«Για πρώτη φορά, μας συνιστούν εισαγωγή σε ψυχιατρείο. Τον πάμε στην κλινική Γαλήνη. Είδα να τον πιάνουν 4-5 μαζί και να τον δένουν. Τον δένουν και τον κλείνουν σε ένα υπόγειο για ένα μήνα. Ήταν βαριά περίπτωση, το παιδάκι μου, ζητούσε να φύγει. Δεν άντεχε και δεν άντεχα κι εγώ να το βλέπω κλεισμένο εκεί μέσα. Υπέγραψα και τον πήρα σπίτι μας με δική μου ευθύνη. Τον πήγα στο γιατρό και του έδωσε φαρμακευτική αγωγή».
Στην ίδια λογική κινείται και η μητέρα, η οποία είχε αναφέρει:
«Του είχα υποσχεθεί του παιδιού μου ότι ποτέ ξανά δεν θα το έκλεινα σε ίδρυμα. Με είχε πιστέψει το αγόρι μου γιατί με αγαπούσε. Δεν θέλαμε να το βάλουμε στο ψυχιατρείο. Εκεί που το ένα παιδί βιάζει το άλλο. Αγάπη του δίναμε ελπίζοντας…Αγάπη και υπομονή».
«Πλάνη» θα αποφανθεί ο εισαγγελέας και «μοιραίο λάθος» θα επισημάνουν οι ειδικοί.
Η αντίστροφη μέτρηση
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε όταν ο Βαγγέλης σταμάτησε να παίρνει τα φάρμακά του κι είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνος.
«Θα μας σκότωνε. Αρχίζει να μου ζητάει χρήματα για όπλα. Ο γιατρός λέει να τον βάλουμε μέσα. Για δεύτερη φορά. Παίρνουμε εισαγγελική εντολή. Η αστυνομία φοβάται.
«Είναι επικίνδυνος» μας λένε .»Πρέπει να έρθουν τα ΕΚΑΜ». Όχι, τα ΕΚΑΜ. Όχι , το παιδάκι μας. Παίρνει τις σταγόνες του κι είναι καλύτερα. Δεν ήθελα να το κλείσω σε ψυχιατρείο. Δεν το άντεχα. Τον έβαζα σε διάφορες δουλειές γνωστών μου αλλά αυτός έφευγε. Αγόραζε χασίς . Χειροτέρευε . Χτυπούσε τη μητέρα του»
Ο Βαγγέλης του δίνει ρητή παραγγελία:
«”Αν μέχρι να γυρίσω δεν μου έχεις βρει λεφτά για όπλο , θα σε σκοτώσω”, μου είχε πει ο γιος μου. Πήγα στην αστυνομία αλλά ο Διοικητής έλειπε. Γυρίζω σπίτι πανικοβλημένος κι ακούω τον Βαγγέλη να επιστρέφει σπίτι. Μου φωνάζει και … σας παρακαλώ, τα υπόλοιπα διαβάστε τα μόνοι σας» έλεγε κλαίγοντας στην απολογία του ο Απόστολος Κοσμάς.
«Σας παρακαλώ. Δικάστε με 100χρονια. Δεν με νοιάζει. Μη με στενοχωρείτε άλλο. Διαβάστε τα από τα χαρτιά σας. Πώς μπόρεσα να σκοτώσω το παιδί μου; Είμαι εγκληματίας; Μήπως είμαι τρελός; Καλύτερα να είχα αυτοκτονήσει». Και δίνει μια υπόσχεση στο Θεό και στο δικαστήριο.
«Αν βγω από τη φυλακή, θα βοηθήσω τα παιδάκια που έχουν την ίδια αρρώστια με τον Βαγγέλη μου. Σας παρακαλώ, δώστε μου μια άδεια να πάω κι εγώ στον τάφο του παιδιού μου. Να κλάψω … Δεν έχω πάει ποτέ».
Ο Απόστολος Κοσμάς καταδικάστηκε σε 15χρόνια κάθειρξη και 6 μήνες φυλάκιση. Δεν πρόλαβε να βγει από τη φυλακή και η εξασθενημένη καρδιά του τον πρόδωσε. Έφυγε από τη ζωή έπειτα από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου κι έτσι γράφτηκε το τέλος μιας οικογενειακής τραγωδίας κου συγκλόνισε τότε την κοινή γνώμη.