Το ζήτημα της επιβολής δασμών από την Διοίκηση Τράμπ αναμφίβολα περιείχε υπερβολές και βεβιασμένες πρακτικές. Οι προβλέψεις των 90 συμφωνιών σε ένα χρονικό διάστημα 90 ημερών, υπονοούσαν ότι οι χώρες που θα καλούνταν να επωμιστούν τις σκληρές δασμολογικές πολιτικές στα παραγόμενα προϊόντα τους, θα αναγκάζονταν στο σύνολο τους να δεχθούν παραχωρήσεις. Αυτός ο χρονικός ορίζοντας των 90 ημερών παρέμεινε άπρακτος και αναξιοποίητος. Ενδεικτικά, μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βιετνάμ οδηγήθηκαν σε αυτή την πλατφόρμα συμφωνιών.
Το γεγονός ότι αφού πέρασε η προθεσμία των 90 ημερών, έχοντας να επιδείξει πενιχρά αποτελέσματα και ορίστηκε νέα τελική ημερομηνία για την 1η Αυγούστου, έδειξε την προχειρότητα και την επιπολαιότητα των προθέσεων Τράμπ, δημιουργώντας σωρευτικές στασιμότητες για το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, περιλαμβανομένων όλων των παραμέτρων που κινούνται γύρω από αυτό. Ένα εμπορικό σύστημα που έδειξε ανθεκτικότητα στις απειλές που εκπέμπονταν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όμως δεν κατάφεραν να το κλονίσουν. Αντίστοιχη ανθεκτικότητα επέδειξε και το επενδυτικό και το χρηματιστηριακό περιβάλλον, παρά τις αρχικές ανησυχίες που ακολούθησαν τις εξαγγελίες Τράμπ.
Η συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ για τους δασμούς, μπορεί να την εξετάσει κανείς και από τις δυο πλευρές. Από την οπτική της ΕΕ αυτό που καταγράφεται είναι ότι επιτεύχθηκε μια συμφωνία που ευνοεί δυσανάλογα την Αμερική και τα προϊόντα της, με το πρόσημο να είναι εξόχως θετικό για αυτά.
Εντός της ΕΕ καταγράφηκαν διαφορετικές απόψεις, με την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να την χαρακτηρίζει ως συμφωνία που παράγει σταθερότητα και ως ένα αποτέλεσμα που θεωρείται το καλύτερο, αναλόγως των συνθηκών. Στην αντίθετη πλευρά, άλλες φωνές, όπως του Πρωθυπουργού της Γαλλίας, που χαρακτήρισε την συμφωνία «σκοτεινή μέρα για την Ευρώπη».
Η φύση των συμφωνηθέντων καθορίζει ένα πολιτικό πλαίσιο, που δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, καθορίζοντας δασμολογική πολιτική από πλευράς ΗΠΑ 15% σε ένα σημαντικό αριθμό ευρωπαϊκών προϊόντων, όπως αυτοκίνητα, φαρμακοβιομηχανία, βιομηχανικά προϊόντα, όμως η ΕΕ δεν θα επιβάλλει αντίστοιχους δασμούς. Το συμφωνηθέν πλαίσιο περιέχει αρκετά ασαφή σημεία κυρίως ως προς τους δασμούς που θα επιβάλλονται σε κάποια προϊόντα, ενώ μεταξύ των δηλώσεων από τον Λευκό Οίκο και τις Βρυξέλλες καταγράφονται σημαντικές διαφοροποιήσεις.
Διαφοροποιήσεις που προσεγγίζουν ακόμα και τις εκατέρωθεν αντιλήψεις που διαμορφώνονται ένθεν και εκείθεν του Ατλαντικού και αφορούν τους διεθνείς εμπορικούς κανόνες, όπως αυτοί τίθενται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και τις θέσεις των κρατών. Απέναντι στην υιοθέτηση των συμφωνηθέντων από το διεθνές δίκαιο, η πολιτική Τράμπ χρησιμοποίησε μια τακτική με πολεμικούς τόνους απέναντι στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον.
Η συμφωνία αυτή στην ουσία θέτει σε μια άλλη βάση τις αμερικανικές δασμολογικές εξαγγελίες, όπου οι τελικές επιβαρύνσεις θα πλήξουν το αμερικανικό αγοραστικό κοινό, αλλά και τις αμερικανικές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν ευρωπαϊκές πρώτες ύλες και εξαρτήματα. Η ΕΕ έχοντας μια άλλη λογική δεν προχώρησε σε αντίστοιχη επιβολή δασμών, από την στιγμή που μια τέτοια απόφαση θα επιβάρυνε με σημαντικό κόστος τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, όσο και τους πολίτες καταναλωτές.
Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, από την αρχική εξαγγελία Τράμπ, η ΕΕ είτε θα απαντούσε με αντίστοιχα αντίποινα, είτε θα ξεκινούσε διαπραγματεύσεις. Η 2η επιλογή ακολουθήθηκε από την πλειοψηφία των χωρών για την επίτευξη συμφωνίας. Η ΕΕ όμως δεν είχε και την τεχνική δυνατότητα να εξαγγείλει αντίστοιχη επιβολή δασμών, αναλαμβάνοντας ένα υψηλό κόστος. Από την στιγμή που η Διοίκηση Τράμπ είχε μια συγκεκριμένη λογική ως προς το γενικότερο γεωπολιτικό περιβάλλον, δεν θα μπορούσε παρά να ακολουθήσει τον συγκεκριμένο οδικό χάρτη της επιβολής δασμών. Και αυτό ως στοιχείο μιας γενικότερης αντίληψης ως προς τον πρωτεύοντα ρόλο της Αμερικής, κυρίως απέναντι στην ΕΕ.
Από την πλευρά της Ευρώπης τώρα, στο κοινοτικό υπερεθνικό επίπεδο έχουν μεταφερθεί το σύνολο της διεθνούς εμπορικής συνεργασίας, των κανόνων που την διέπουν. Και αυτό ακολουθείται από τα 27 κράτη-μέλη, έχοντας μεταφέρει το προνόμιο αυτό στην Επιτροπή, βρίσκοντας απέναντι της τη νέα λογική «πρώτα η Αμερική».
Για να φτάσουμε στην επίτευξη της συμφωνίας αυτής, η εκδήλωση των αρχικών επιθετικών ενεργειών ως προς την υιοθέτηση δασμών, δημιούργησε μια αδυναμία εκ μέρους της ΕΕ να υποστηρίξει το διεθνές κανονιστικό εμπορικό σύστημα, το οποίο και υποστηρίζεται από το κοινοτικό πλαίσιο.
Η αδυναμία αυτή είναι εμφανής από την στιγμή που το ενωσιακό οικοδόμημα στερείται της απαραίτητης ενιαίας φωνής και αντίληψης για να μπορέσει να χαράξει και να εφαρμόσει μια ευρωπαϊκή στρατηγική που να είναι σε θέση να υπηρετεί τις ευρωπαϊκές αξίες, όχι μόνο για την διασφάλιση των εμπορικών κανόνων, αλλά και για την οικονομική διακυβέρνηση της Ένωσης, την αμυντική της ικανότητα. Την ίδια στιγμή, η κοινοτική Ευρώπη υπονομεύεται από τις διχαστικές και διαιρετικές λογικές που παράγονται και την αποδυναμώνουν.
Η επιτευχθείσα συμφωνία, αναγνωρίζοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επετεύχθη, δεν αποτελεί συμφωνία που αναγνωρίζει τον ισχυρό ρόλο της Ευρώπης, εμπεριέχει συμβιβαστικές κατευθύνσεις, αλλά με μονομερείς διαστάσεις. Παράγει ανισότητες προς όφελος του αμερικανικού παράγοντα, χωρίς να επιτείνει όμως το στοιχείο της αβεβαιότητας που κυριαρχούσε εδώ και μήνες, χωρίς όμως να την περιορίζει.
Και εδώ το κρίσιμο ερώτημα και διακύβευμα αφορά την Ευρώπη, να στρέψει στοχευμένα την εξαγωγική της δραστηριότητα σε πιο εξωστρεφή πεδία, πως πρέπει να προχωρήσει δίνοντας έμφαση στην υπερεθνική, δημοκρατική μετεξέλιξη της, ως την μόνο κατεύθυνση που μπορεί να την ενισχύσει, να την καταστήσει ισχυρό και αδιαμφισβήτητη εταίρο, που μπορεί να υποστηρίζει τις πολιτικές και οικονομικές της αναφορές, αλλά και το πολύπλευρο σύστημα αρχών και αξιών που την διαπερνά.