Ήταν Παρασκευή της 8ης Οκτωβρίου του 2004, όταν ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος στην Καλαμάτα μετέβη στο θησαυροφυλάκιο για να κάνει τον τελευταίο έλεγχο των αποθεματικών, ακολουθώντας το πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής της διευθυντικής θέσης.
Είχε φτάσει η ώρα να συνταξιοδοτηθεί και θα παρέδιδε τη σκυτάλη στον διάδοχό του. Ο διευθυντής άνοιξε το θησαυροφυλάκιο και είδε ότι όλα ήταν εντάξει. «Τούβλα» από χαρτονομίσματα ήταν όπως πάντα στην πρώτη σειρά. Η απόγνωση για εκείνον ήρθε όταν επιχείρησε να αφαιρέσει ένα «τούβλο» για να βεβαιωθεί ότι υπάρχει και «συνέχεια». Τότε ήταν που διαπίστωσε ότι στην πραγματικότητα το θησαυροφυλάκιο ήταν άδειο και ότι οι «ποντικοί» είχαν αφήσει μόνο την «πρόσοψη» για να παραπλανήσουν τους υπαλλήλους. Ο διευθυντής «σύρθηκε» για χρόνια στα δικαστήρια και δεν χάρηκε ποτέ τη συνταξιοδότησή του, καθώς η υπόθεση αυτή τον αρρώστησε.
Πίσω από την κλοπή-μαμούθ των 5,9 εκατομμυρίων ευρώ ήταν ένας 29χρονος, κλητήρας τότε της τράπεζας, και ο 45χρονος φύλακας. Ο 29χρονος είχε καταφέρει να προμηθευτεί τα κλειδιά που άνοιγαν τη βαριά σιδερένια πόρτα του θησαυροφυλακίου αλλά και τον κωδικό ασφαλείας. Ο φύλακας παραδέχτηκε τη συμμετοχή του στην «κλοπή του αιώνα», όπως χαρακτηρίστηκε από τους αστυνομικούς, και ομολόγησε σε ποιο χωράφι βρίσκεται θαμμένο το μερίδιό του (περίπου 1,4 εκατ. ευρώ).
Τα μετρητά που βρέθηκαν το 2004 θαμμένα σε χωράφι
Αντιθέτως, ο κλητήρας και φερόμενος ως «εγκέφαλος» της υπόθεσης δεν παραδέχτηκε ποτέ τη συμμετοχή του στην κλοπή, ενώ δεν βρέθηκαν τα 4,5 εκατ. ευρώ που θεωρητικά τουλάχιστον του αναλογούσαν. Η δικογραφία σε βάρος του, ωστόσο, ήταν «δεμένη» και έτσι καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη (λόγω των επιβαρυντικών διατάξεων περί καταχραστών δημοσίου χρήματος). Εξέτισε κανονικά την ποινή του και αποφυλακίστηκε το Νοέμβριο του 2019.
Ο 29χρονος είχε προσληφθεί στην τράπεζα ως ένδειξη ανταμοιβής προς την οικογένειά του, καθώς ο αδερφός του δολοφονήθηκε με δύο σφαίρες στο στήθος στις 14 Απριλίου 1995 στον Πειραιά, στην προσπάθειά του να συλλάβει επικίνδυνο ληστή που έτρεχε για να ξεφύγει μετά από ένοπλη επίθεση σε τράπεζα.
Δεκαέξι χρόνια μετά την κινηματογραφική κλοπή, η Αστυνομία άνοιξε ξανά το φάκελο της υπόθεσης και συνέλαβε τον 45χρονο σήμερα ισοβίτη, με την κατηγορία ότι χρησιμοποίησε τα κλεμμένα χρήματα της τράπεζας για να γίνει ο «βασιλιάς» της νύχτας στην Καλαμάτα.
Η ιστορία του είχε γίνει όλα αυτά τα χρόνια κάτι σαν «μύθος» στους κόλπους της ΕΛ.ΑΣ. στην Καλαμάτα, με τους άντρες της Ασφάλειας να μην ξεχνούν ότι ο «θησαυρός» αγνοείται. Όπως λένε στο «Έθνος της Κυριακής» αξιόπιστες πηγές, στο παρελθόν οι αστυνομικοί είχαν ανοίξει ακόμα και τάφους που θεωρήθηκαν πιθανά σημεία απόκρυψης, ενώ πάντα υπήρχε ένα «σύννεφο» στις έρευνες σε σχέση με το ποιοι άλλοι θα μπορούσαν να έχουν πάρει μερίδιο, εκτός από τους δύο άντρες που καταδικάστηκαν για την υπόθεση.
Ο 45χρονος φέρεται να ξέπλενε τα χρήματα που κλάπηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος για να ανοίξει νυχτερινά μαγαζιά, καφετέριες και εστιατόρια στην Καλαμάτα. Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, στόχος του ήταν να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος στην περιοχή του και να ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος των καταστημάτων τόσο στην παραλιακή, όπου το καλοκαίρι ο τζίρος χτυπάει «κόκκινο», όσο και στο κέντρο της πόλης. Για να τα καταφέρει «επιστράτευσε», σύμφωνα με το κατηγορητήριο, συνολικά 10 άτομα, τα οποία εμφανίζονταν είτε ως «πρωτοπαλίκαρά» του είτε ως οι επιχειρηματίες που «έτρεχαν» τα μαγαζιά του. Ο ίδιος λόγω του βεβαρυμμένου παρελθόντος του δεν μπορούσε να έχει στο όνομά του επιχειρηματικές δραστηριότητες. Φέρεται, ωστόσο, να είχε τον τρόπο για να κερδίσει στη «μάχη» της νύχτας.
«Έβαζε το ‘brand name’. Δεν μπορούσε να επενδύσει νόμιμα αλλά μπορούσε να εκμεταλλευτεί το όνομά και την ισχύ του. Είναι ένα πρόσωπο ισχυρό στην Καλαμάτα. Έκλεινε συμφωνίες με συνεργάτες του για να ανοίξουν για λογαριασμό του κεντρικά και μεγάλα μαγαζιά που θα έκαναν υψηλό τζίρο. Το κέρδος των συνεργών του ήταν να πάρουν ποσοστό επί των κερδών. Η πανδημία βέβαια τους επηρέασε σημαντικά. Υπήρξε ακόμα και μαγαζί, το οποίο αναγκάστηκαν να το κλείσουν γιατί δεν πήγαινε καλά», αναφέρει ενημερωμένη πηγή από την Καλαμάτα. Οι συνεργοί του 45χρονου κατηγορούνται για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Οι συλλήψεις έγιναν από την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Καλαμάτας και το Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της Ασφάλειας Αττικής σε Καλαμάτα και Αθήνα.
Ο δικηγόρος του φερόμενου ως αρχηγού της οργάνωσης, Θεόδωρος Μαντάς, επισημαίνει στο «Έθνος της Κυριακής» ότι δεν προκύπτει σύνδεση της κλοπής του 2004 με τις δραστηριότητες του πελάτη του: «Στη δικογραφία έχει γίνει μία αναδρομή στο χρόνο και ένα άλμα στη σκέψη. Αναφέρεται ότι η δραστηριότητα που αναπτύσσει ο εντολέας μου σήμερα στην Καλαμάτα δεν μπορεί παρά να συνδέεται με τα χρήματα που είχε αποκρύψει τότε. Αυτό είναι ένα άλμα λογικής, καθώς δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο στη δικογραφία που να δείχνει ότι συνέβη κάτι τέτοιο».
Γνώση της υπόθεσης έχει και ο δικηγόρος Γιώργος Ράλλης, ο οποίος είχε αναλάβει το 2004 την υπεράσπιση του τότε κλητήρα. Σήμερα δεν εκπροσωπεί τον αρχηγό αλλά τέσσερις από τους φερόμενους ως συνεργούς του. Όπως λέει, η δικογραφία περιέχει ασάφειες, υπερβολές και κατηγορίες για αδικήματα που δεν στοιχειοθετούνται.
«Ή μου το πουλάς ή το κλείνεις»
Ο ισοβίτης για την κλοπή-μαμούθ στο υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος είχε μπει στο μικροσκόπιο των Αρχών και την περίοδο που ήταν στη φυλακή.
Τότε, φερόταν να έχει ως «δεξί του χέρι» έναν ξάδερφό του. Έναν άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, με τον οποίο προσπαθούσε να συνεχίσει τις δραστηριότητές του στον έξω κόσμο. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, κάποια στιγμή οι δυο τους τσακώθηκαν, ύστερα από διαφορές που ξέσπασαν μεταξύ τους. Μάλιστα, ο 45χρονος φέρεται να έβαλε δύο μπράβους να βρουν τον ξάδερφό του και να τον ξυλοκοπήσουν άγρια. Πηγές από την Καλαμάτα εξηγούν ότι η διαμάχη του ισοβίτη με τον ξάδερφό του ίσως έγινε αφορμή για να χάσει τον έλεγχο και να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για εκείνον.
Τα βασικά «πρωτοπαλίκαρα» του 45χρονου για τις «δύσκολες» αποστολές ήταν δύο. Ένας 34χρονος Σέρβος και ένας 33χρονος Έλληνας. Αυτοί ανέλαβαν να ξυλοκοπήσουν τον ξάδερφο του αλλά και να αποτελέσουν την «προμετωπίδα» του αρχηγού για τον έλεγχο της νύχτας στην Καλαμάτα. Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, το μήνυμα του αρχηγού προς τους ιδιοκτήτες των ανταγωνιστικών νυχτερινών μαγαζιών ήταν: «Ή μου πουλάς το μαγαζί ή το κλείνεις». Ο αρχηγός ήθελε να «πρωταγωνιστεί» τόσο το χειμώνα, με κλαμπ στο κέντρο της Καλαμάτας, όσο και το καλοκαίρι με μεγάλα καταστήματα στην παραλιακή, με τζίρους δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Πρόκειται για μερικά από τα πιο γνωστά μπαρ και καφέ της πόλης.
Το κατηγορητήριο σε βάρος του περιλαμβάνει και το αδίκημα της διακίνησης αναβολικών ουσιών σε ερασιτέχνες αθλητές.
Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν με τη συνδρομή δικαστικών λειτουργών, σε σπίτια και οχήματα βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 50.207 ευρώ, φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές, φυσίγγια πυροβόλων και κυνηγετικών όπλων, ένα πιστόλι, χωρίς άδειας με τρεις γεμιστήρες, αναβολικές ουσίες σε ενέσιμη μορφή και σε μορφή χαπιών, πλήθος ιδιόχειρων σημειώσεων, τρία αυτοκίνητα και μία μοτοσικλέτα. Σε βάρος των συλληφθέντων σχηματίστηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα, για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και για –τα κατά περίπτωση- αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων, εκβίασης, επικίνδυνης σωματικής βλάβης, απειλής και παραβάσεις των νομοθεσιών για τα ναρκωτικά, τα όπλα και περί συμπληρωμάτων διατροφής και καταπολέμησης του ντόπινγκ.
Πηγή: ethnos.gr