Άνοιξε με μαρτυρικές καταθέσεις η αυλαία της δίκης σε δεύτερο βαθμό για την υπόθεση θανάτου του Ζακ Κωστόπουλου, τον Σεπτέμβριο του 2018 στο πεζοδρόμιο της οδού Γλάδστωνος στην Ομόνοια. «5,5 χρόνια τώρα ζητάμε το αυτονόητο. Δικαιοσύνη και τιμωρία. Οι δύο κατηγορούμενοι δεν είδαν αυτό που έκαναν σαν έγκλημα. Τους θεωρώ άκρως επικίνδυνους Αν κάποιος είναι επικίνδυνος σε αυτή την ιστορία δεν ήταν το παιδί μου. Σας εκλιπαρώ για να αποδώσετε Δικαιοσύνη» ήταν τα λόγια της μητέρας του Ζακ Κωστόπουλου προς τον δικαστήριο.
Καταθέτοντας σήμερα στη δίκη η κυρία Ελένη Κωστοπούλου ανέφερε ακόμη για τον γιο της: «Ήταν ένας μαχητής της ζωής παρά τις δυσκολίες και τον τρόπο που τον αντιμετώπιζε η κοινωνία». Ακόμη η ίδια αναφέρθηκε και στις έρευνες της αστυνομίας για τις συνθήκες θανάτου του γιου της, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Η αστυνομία δεν έκανε κανέναν έλεγχο και έτσι δεν μάθαμε ποτέ γιατί μπήκε σε δύο μαγαζιά. Αισθάνομαι ότι σε αυτό το έγκλημα η αστυνομία επειδή είχε συμμετοχή δεν έκανε όλα τα απαιτούμενα. Υπήρχαν τόσες κάμερες γιατί δεν αξιοποιήθηκαν; Γιατί δεν έγινε έρευνα;» είπε χαρακτηριστικά.
«Αν δεν υπήρχαν τα βίντεο δεν θα μαθαίναμε την αλήθεια»
Νωρίτερα είχε καταθέσει στη ακροατήριο ο αδελφός του Ζακ Κωστόπουλου, Νίκος, ο οποίος μεταξύ άλλων επισήμανε: «Η αστυνομία ενημέρωσε τη θεία μου ότι ο Ζαχαρίας μπήκε να ληστέψει και σκοτώθηκε. Αυτό δεν επιβεβαιώθηκε γιατί δεν ήταν η αλήθεια. Αν δεν υπήρχαν τα βίντεο δυστυχώς δεν θα μαθαίναμε την αλήθεια».
Τέλος, η μάρτυρας φίλη του θύματος στη δική της κατάθεση είπε: «Εκείνη την ημέρα μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Ενστικτωδώς εγώ κατάλαβα ότι δεν ήταν καλά. Τον ρώτησα πού είναι και μου είπε στην Ομόνοια. Μου είπε “μην κλείσεις το τηλέφωνο”. Και εκεί κατάλαβα ότι είχα δίκιο. Τον ρώτησα αν φοβάται ή κινδυνεύει και μου απάντησε: “Ναι, μην κλείσεις το τηλέφωνο”. Ήξερα ότι λόγω της ομοφυλοφιλίας του είχε δεχθεί bulling».
Στο εδώλιο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κάθονται τον 80χρονος ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείου στην Ομόνοια και ο 63χρονος μεσίτης, οι οποίοι σε πρώτο βαθμό είχαν κριθεί ένοχοι για το κακούργημα της θανατηφόρας σωματικής βλάβης και είχαν καταδικαστεί σε ποινή δέκα ετών κάθειρξης ο καθένας. Ο μεσίτης δύο μήνες μετά την καταδίκη του αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή εκτέλεσης της ποινής του, ενώ ο κοσμηματοπώλης, με βάση την πρωτοβάθμια απόφαση, βρίσκεται σε κατ΄οίκον περιορισμό.