Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου, 2024
9.4 C
Ηρακλείου

Δες τον καιρό

Υπαρκτός «Μητσοτακισμός»

Πρέπει να διαβάσετε

Χάρης Μαμουλάκης
Χάρης Μαμουλάκης
Bουλευτής Ηρακλείου
Ο Χάρης Μαμουλάκης είναι Τομεάρχης Οικονομικών & Ανάπτυξης Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Βουλευτής Ηρακλείου - Πολιτικός Μηχανικός BEng MSc

Στον πολιτικό διάλογο των εκλογών του Ιουλίου του 2019, η οικονομία κυριαρχούσε ως κεντρικό διακύβευμα, στις σπάνιες περιστάσεις κατά τις οποίες η ΝΔ δεν αναλωνόταν στις αδιέξοδες εθνικιστικές και λαϊκιστικές κορώνες. Πριν τέσσερις μήνες, οι βασικοί διεκδικητές της εξουσίας, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, παρουσίασαν δύο ευθέως ανταγωνιστικά προγράμματα οικονομικής πολιτικής.

Από τη μία, ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε μια ήπια αποκλιμάκωση της υπερφορολόγησης της ελληνικής κοινωνίας, η οποία θα ευνοούσε τα μεσαία και κατώτερα στρώματα και θα ενίσχυε τις απαξιωμένες- τα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων- δομές του κράτους πρόνοιας και της παιδείας στη χώρας μας.

Από την άλλη, η ΝΔ, πατώντας πάνω στα κεκτημένα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και την επιτυχή έξοδο από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, υποσχέθηκε μια απότομη αποκλιμάκωση της φορολογίας για όλη την ελληνική κοινωνία χωρίς την αντίστοιχη ενίσχυση του κοινωνικού κράτους που εφάρμοζε η τότε κυβέρνηση.

Η ελληνική κοινωνία επέλεξε την ΝΔ και σήμερα, ενώπιον του προσχέδιου του προϋπολογισμού του 2020, καλούμαστε να αξιολογήσουμε τη νέα κυβέρνηση τόσο για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της υπόσχεσης της, όσο και για την real politik εκδοχή της πρώτης εφαρμογής της δημοσιονομικής πολιτικής της.

Τι προκύπτει από το προσχέδιο του προϋπολογισμού λοιπόν;

Πρώτον, οι φοροελαφρύνσεις ευνοούν δυσανάλογα, κατά το 1/5 του δημοσιονομικού χώρου που απελευθερώνεται, τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα καθώς τις καρπώνονται κυρίως οι μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις μέσα από τον μείωση του φόρου επί των μερισμάτων.

Δεύτερον, σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, η υπερπροβεβλημένη από τη ΝΔ μείωση του ΕΝΦΙΑ, η οποία θα ευνοούσε τη «μεσαία τάξη» και ψηφίστηκε με το πρώτο φορολογικό νομοσχέδιο, αναιρείται στην πράξη από την αύξηση της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων.

Τρίτον, το προσχέδιο του προϋπολογισμού προβλέπει εξοικονόμηση πόρων από αδιευκρίνιστες περικοπές στο στενό δημόσιο, την ώρα που άπαντες γνωρίζουν ότι το κράτος κινείται μετά από 3 προγράμματα προσαρμογής στο όριο των δυνατοτήτων του.

Τέλος, ο κ. Μητσοτάκης αποδεικνύεται ανακόλουθος και σε ακόμα μία προεκλογική δέσμευση. Υποσχόταν αυξήσεις του κατώτατου μισθού διπλάσιες της μεγέθυνσης του ΑΕΠ, αλλά με 2,8% αύξηση του ΑΕΠ, αντί 4% όπως έλεγε προεκλογικά, αυτό θα έπρεπε να σημαίνει και αύξηση 5,6% του κατώτατου μισθού. Επ’ αυτού σιωπή…

Αν όλα τα παραπάνω αποκαλύπτουν ότι ο «υπαρκτός Μητσοτακισμός» είναι μεροληπτικότερος υπέρ των ανώτερων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας και από τον ίδιο τον προεκλογικό Μητσοτάκη, στο προσχέδιο του προϋπολογισμού διαφαίνεται κάτι ακόμα πιο ανησυχητικό: Η αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8% είναι σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή που προβλέπουν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί. Φυσικά εμείς δεν μπορούμε παρά να ευχόμαστε ότι οι φιλόδοξοι στόχοι της κυβέρνησης για επέκταση της ελληνικής οικονομίας θα επιτευχθούν. Αν θυμηθούμε όμως ότι ο ίδιος στόχος πριν τις εκλογές εκφραζόταν με το ανεδαφικό ευχολόγιο περί αύξησης του ΑΕΠ στο 4%, τότε αναδύεται μια πολύ πιο προβληματική εικόνα για το τι είναι και τι θέλει να κάνει η κυβέρνηση της ΝΔ.

Πρόκειται τελικά για ένα κόμμα και έναν ηγέτη που όχι μόνο πήρε την εξουσία με ανεδαφικές υποσχέσεις για φοροελαφρύνσεις, αλλά με το που βρέθηκε στη θέση της κυβερνητικής ευθύνης ξέχασε τις υποσχέσεις αυτές μόνο για τα κατώτερα και τα μεσαία στρώματα; Ενώ υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος, οι υπέρμετρες ελαφρύνσεις υπέρ των ισχυρών που επιβάλλει να οδηγήσουν μπροστά σε έναν ακόμα κίνδυνο, ενός νέου δημοσιονομικού εκτροχιασμού και νέων μέτρων εις βάρος των ασθενέστερων και νέων δημοσιονομικών δεσμεύσεων.

Την στρατηγική της ΝΔ για τις οικονομικές ελίτ της χώρας μας ο λαός μας θα την χαρακτήριζε ως «μονά- ζυγά δικά τους». Αν τους «βγει», οι οικονομικές ελίτ θα απολαύσουν τους καρπούς των φοροελαφρύνσεων υπέρ τους. Αν δεν τους «βγει», θα ευνοηθούν από νέα μέτρα απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτός είναι λοιπόν, ο «υπαρκτός μητσοτακισμός» της νέας κυβέρνησης. Και το ζήτημα είναι πώς θα αντιδράσει η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας για να τον αντιμετωπίσει.

Άλλα Πρόσφατα