Ο Χρήστος ο Κανέλλας ,Τρικαλινός από την Πύλη ,μήτε 20 χρονών τον Μάρτη του ΄41 ήτανε ο πολυβολητής της διμοιρίας .
Ένα οπλοπολυβόλο Hotchkiss όλο κι όλο ,στήριγμα γι άλλους είκοσι -εικοσιπέντε ,στημένο στο πρώτο χαράκωμα .
Στο πρώτο ταμπούρι του 731(1)…
Στην άκρη του κυμματοθραύστη:
“Ξημερώματα 9 Μαρτίου το πρωί και δεν άρχισαν νύχτα, χτυπήθηκε ο ήλιος ΄σα πάν’ κι ακούω ομοβροντία μαζί χίλια πυροβόλα!(2)Τι λέω! Ογδόντα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν το 731!
Έφεραν όλα στον αέρα: δέντρα, πέτρες, κοτρόνια, στρατός τα ‘βλεπες όλα στον αέρα! Και τα ‘χάσάμαν!
Τι γίνεται ρε ‘κει μέσα;!
Δεν έμεινε δέντρο· ήταν δασωμένο αυτό έτσι όπως βλέπεις αυτά τα δέντρα, και δεν έμεινε ένα όρθιο! Γύρσανε όλα έτσ’! …
Τι χαρακώματα; Ποιος είχε φτυάρια;
Κει που ‘σκαψαν οι οβίδες κι ήμασταν μέσα εκεί κι απ’ τα δέντρα τα ξεριζωμένα απ’ τις ρίζες σαν τα ζουλάπια ήμασταν εκεί …”
Κι ο Βαγγέλης ο Κόγιας ,από τους Σοφάδες της Καρδίτσας ,πιο μεγάλος αυτός ,”γέρος” 25 χρονώ, ήτανε Λοχίας στη διπλανή διμοιρία από εκείνη του Κανέλλα:
“… φτάσαμε στο 731. Κάναμε φράγματα, χαρακώματα, στα οποία ήμασταν εν παρατάξει στη γραμμή αυτή, στο 731. Μας κάλυπταν μέχρι εδώ (δείχνει το στήθος) μόνο το κεφάλι έξω, έτοιμοι για μάχη! …
Κι άρχισαν να μας βάζουν τριάντα έξι πυροβόλα το πρωί γύρω στις 7:00 η ώρα.
Στον βομβαρδισμό έστελναν αεροπλάνα Στούκας, τα λεγόμενα, τα οποία το 731 ειλικρινά το ξανάχωσαν. Φτάναν μέχρι τα πενήντα μέτρα και αμέσως πώς γυρνούσε απότομα;!…
… Τα αεροπλάνα αυτά μας σακάτεψαν. Μια λάμψη δίνει το βλήμα, μια λάμψη, και τα χώματα τα τινάζει στον αέρα απάνω, ξαναχώνει τον τόπο και κάνει μια γούρνα μεγάλη, και γίνεται, … καταλαβαίνεις τώρα, χαμός! Τα δέντρα τα ξερίζωσε. Αφού ήταν δασωμένο και το ξανάχωσαν. Χώματα, πέτρες, και δέντρα στον αέρα! Τι γίνεται εδώ μέσα;! Εμείς ήμασταν μες τα χαρακώματα και περιμέναμε ώρα με την ώρα και εμείς θα πέσει να σκοτωθούμε!”
Και τις δυο διμοιρίες ,του 2ου Τάγματος του 5ου Συντάγματος των Θεσσαλών, που είχανε μείνει λειψές κι από άντρες κι από άντρες κι από αξιωματικούς-πολεμούσανε από το Νοέμβριο του ΄40- είχε στην ευθύνη ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός ,μικροκαμωμένος ,καθηγητάκος μαθηματικών στην πολιτική ζωή ,με στρογγυλά γυαλάκια ,από την Κρήτη, από ένα μικρό χωριό του Οροπεδίου, το Καμινάκι…
Λευτέρη Σκυβαλάκη τον έλεγαν.
Μετά τον βομβαρδισμό, σιγή.
‘Αχνα, μήτε την αναπνοή από τους ζωντανούς, δεν άκουγες στα χαρακώματα. Μόνο ,που και πού, πνιχτά βογγητά…
Οι εκρήξεις είχαν διώξει την πρωινή πάχνη ,μα την είχαν αντικαταστήσει με μια πηχτή καφετιά σκόνη, ψιλή σα πούδρα, που αντί να γυρνά να κάθεται στη γη έμμενε πεισματικά στον αέρα. ‘Εκρουβε και στράβωνε όσους σήκωναν κεφάλι…
Ο Σκυβαλάκης πετάχτηκε κι άρχισε να τρέχει όρθιος πάνω στα χαρακώματα…
“Ερχονται… Κανείς δεν θα πατήσει σκαντάλη αν δεν το πω εγώ!”
Ο Κανελλας πάσχιζε με το σάλιο -δεν περίσσευε νερό-να καθαρίσει τη σκόνη από τα μάτια για να δει καθάρια το σκοπευτικό του…
Χειρότερα τα ΄κανε γιατί έκανε τη σκόνη λάσπη…
Ο ήλιος είχε ανέβει ,αλλά δεν διαπερνούσε την κουρτίνα της σκόνης .
Την έκανε μόνο να φωτίζει απόκοσμα…
Έσφιγγε τα δόντια να τα σπάσει ,έσφιγγε και το οπλοπολυβόλο και μήτε ανάσα δεν έπαιρνε .
Μια γραμμή από γκρίζες -μπλε στολές φάνηκε μέσα στη σκόνη .
Προχωρούσαν οι Ιταλοί κι ανέβαιναν
«Κανέλλα κι οι άλλοι εκεί, δε θα τις βάλετε τσοι Ιταλοί!” ,ακούστηκε ξανά ο ανθυπολοχαγός…
Προχωρούσαν οι Ιταλοί κι ανέβαιναν ,είχαν εμπιστοσύνη πως το πυροβολικό τους είχε λιανίσει τον εχθρό, μα πιο πολύ γιατί ήξεραν πως τους παρακολουθούσε ο Αρχηγός ,ο ίδιος ο DUCE, αυτοπροσώπως , καθισμένος στην πιο ψηλή κορφή από τα “Τρία Αυγά”.
Σαν άλλοτε ο Ξέρξης…
“Κανείς δεν χτυπά” φώναξε ξανά ο Σκυβαλάκης κι ακούστηκε ίσαμε την γραμμή των Ιταλών:
“Τσι θέλω τσι πουτάνες στα είκοσι μέτρα!»
Φτάσανε οι γκρι-μπλέ στα 20-30 μέτρα .Τόσο κοντά .
Κι αρχίσανε τα παιδιά με το χακί το πανηγύρι…
“Λοιπόν και τσ’ έβαζαμ και τσ’ λιάζαμε(λιανίζαμε) τσ΄ φουκαράδες τσ΄ Ιταλοί.
Γιόμισ’ πτώματα.(3)
Τσ΄ βάζαμε με τα πολυβόλα.
Τσ΄ αφήναμε τώρα κι έρχονταν πλησίον, πώς να σου πω; – εδώ και τριάντα, σαράντα μέτρα τσ΄Ιταλοί και τότε τσ΄ βάζαμε.
Δε μας άφηνε αυτός ο Σκυβαλάκης να τσ ΄βάζουμε από μακρύτερα.
«Θέλω ‘δω, να τσοι λιανίσω εδώ τσι πουτάνες τσοι Ιταλοί», έλεγε.
“Ο Σκυβαλάκης ήταν πολύ παλικάρι άνθρωπος, Κρητικός, και πολεμούσε όρθιος, κι είχε μια μπερέττα ιταλικιά – την είχε έτσι περασμένη από ‘δω – και δε φοβόταν καθόλου αυτός ο άνθρωπος. Και τον έλεγα εγώ
– «Κύριε ανθυπολοχαγέ, πέσε καταγή»
– «Βρε άσε βρε, τσι πουτάνες τσοι Ιταλοί»
– «Τι κι αν είναι πουτάνες, θα σε κλαρίσουν!» του λέω. Δε μ’ άκουσε…”
Ήρθε μια οβίδα .Τριακόσιες πέφτανε μαζί σε κάθε ιταλική ομοβροντία στην κορφή του 731.
Δεν άκουγε κανέναν ,ο Σκυβαλάκης .Μήτε τον Κανέλλα .
Ήταν όρθιος .
«Βρε άσε βρε, άσε”…
Σιγά μην τον “κλαρίσουν” οι “πουτάνες”.
Μια από τις τριακόσιες μιας ομοβροντίας, έσκασε ανάμεσα στα πόδια του …
“Τον πήραμε μες την κουβέρτα”- συνεχίζει ο Λοχίας, ο Κόγιας- “Πέτυχε το βλήμα απάνω του και τον έκανε κομμάτια, τον διέλυσε στον αέρα απάν’. Τον πήραμε, με τη χλαίνη τον μάσαμε .Ήταν ένα φριχτό… Αυτόν πέτυχε μονάχα το βλήμα, τραυματίστηκαν και έξι άντρες ελαφρά τραύματα.”
Και ξαναλέει ο Κανέλλας ,λές και το “φταίξιμο” ήταν δικό του…”δε μ άκουσε και σκοτώθηκε. Αλλά πολύ παλικάρι! Αυτός κράτησε το 731! Μόλις σκοτώθηκε ο Σκυβαλάκης, ‘μεις κιοτέψαμε όλ’! Πάγωσε το 731!…”
Έτσι σκοτώθηκε* ο καθηγητάκος των μαθηματικών από το Καμινάκι της Κρήτης ,σ ένα βουνό μακρινό από κείνο που μεγάλωσε .
Και πάγωσαν όντως οι φαντάροι του ,γιατί σ αυτόν γράπωνε η ψυχή τους να πάρει ανάσα τις ώρες που ερχόταν και στεκόταν δίπλα τους ο θάνατος, είκοσι χρονών παιδιά…
1. Το ύψωμα 731 ονομασμένο έτσι κατά την στρατιωτική πρακτική ακριβώς λόγω του ύψους του, είναι ένας μεγάλος σε όγκο λόφος στο βόρειο-ανατολικό άκρο του όρους Τρεμπεσίνα. Είχε καταληφθεί από τους Έλληνες ήδη από τον Ιανουάριο και σχημάτιζε μια “εξέχουσα” στην γραμμή του ελληνικού μετώπου ,άκρως πολύτιμη για την συνοχή του. Τυχόν κάταληψη του από τους Ιταλούς στη διάρκεια της μεγάλης “Εαρινής Επίθεσης” θα άνοιγε απευθείας τον δρόμο για την κοιλάδα του Αώου ,δηλαδή προς την Κορυτσά και τα Γιάννενα, καθώς πίσω του ,σε αντίθεση με το ορεινό σύνολο της υπόλοιπης περιοχής ,δεν υπήρχαν άλλες σημαντικές εδαφικές “εξάρσεις” ή βουνά που θα διευκόλυναν την άμυνα του ελληνικού Στρατού. Για αυτό και η αιχμή της Ιταλικής επίθεσης στόχευσε μόνο το συγκεκριμμένο ύψωμα ,πάνω στο οποίο οι αμυνόμενοι ανέτρεψαν επί έξι συνεχείς ημέρες και νύχτες πάνω από 14 σφοδρές επιθέσεις. Η αλήθεια είναι βέβαια πως με την αποτυχία της πρώτης ,οι Ιταλοί είχαν χάσει ήδη την μάχη .
2.Ο Χρήστος Κανέλλας εδώ δεν υπερβάλλει καθόλου. Το πρώτο ιταλικό “μπαράζ” προπαρασκευής εξαπέλυσε επί των ελληνικών θέσεων ,σε μια γραμμή μήκους έξι χιλιομέτρων ,πάνω από 100.000 οβίδες πυροβολικού -ενώ δεν έχει εκτιμηθεί ο αριθμός των βλημμάτων βαρέων όλμων και των αεροπορικών βομβών. Οι περισσότερες έπεσαν ασφαλώς πάνω στο 731 που “φημολογείται” πως χαμήλωσε κατά τέσσερα μέτρα…Μαρτυρίες Ιταλών αιχμαλώτων του πρώτου κύμματος, αναφέρουν πως υπέστησαν πλήρη αιφνιδιασμό δεχόμενοι καταιγιστικά πυρά πλησιάζοντας τις ελληνικές θέσεις, στις οποίες πίστευαν πως δεν υπήρχε περίπτωση να έχει επιζήσει μετά το μπαράζ ούτε έντομο, πόσω μάλλον άνθρωπος!
3.Από το σύνολο των Ιταλών νεκρών στο Μέτωπο της Αλβανίας ,που έφτασε τον τραγικό αριθμό των 38.000** (έναnτι 13,400 Ελλήνων) περίπου 7000 σκοτώθηκαν στη διάρκεια της “έαερινής επίθεσης” ,οι περισσότεροι μπροστά και πέριξ του 731.Οι ελληνικές απώλειες σε νεκρούς στην ίδια μάχη που υπήρξε η φονικότερη του πολέμου, έφτασαν τουλάχιστον τους 1234 .
Αιχμή της ιταλικής επίθεσης στο κρίσιμο 731 υπήρξαν οι στρατιώτες των Μεραρχιών “Πούλιε”(Απουλία) , “Σιέννα” και “Μπάρι” ,καθώς και Μελανοχίτωνες των ανεξάρτητων φασιστικών Ταγμάτων.Νεοφερμένοι όλοι στην Αλβανία ,εκτός του δεδομένου ότι στερούνταν μαχητικής εμπειρίας σε σύγκριση με τους αντιπάλους τους, πίστευαν “χάρη” στην προπαγάνδα του καθεστώτος και στην απολύτως ελεγχόμενη ροή ειδήσεων , πως ότι μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή είχε συμβεί στην ελληνο -ιταλική σύγκρουση, οφειλόταν σε θέματα τύχης και στην “ισχυρή παρέμβαση των Αγγλών”. Δεν μπορούσαν ασφαλώς να γνωρίζουν το μέγεθος της δικής τους ατυχίας ,πως είχαν απέναντι τους τα παιδιά των θρυλικών ευζώνων που 20 χρόνια πριν είχαν κοντέψει να μπουν στην Αγκυρα με τον Πλαστήρα .
Ούτε ήξεραν το “ειδικό βάρος” των δύο αξιωματικών που ανέλαβαν την ευθύνη να κρατήσουν ολόκληρο το ελληνικό Μέτωπο, τον Διοικητή του 5ου Συντάγματος τον Θεμιστοκλή Κετσέα και τον Διοικητή του 2ου Τάγματος των Θεσσαλών ,τον Δημήτρη Κασλά.
Φρέσκοι στο μέτωπο ,πίστευαν πως τώρα που είχαν ξεκάθαρη υπεροχή σε όλα και σ αριθμούς και σε όπλα ,μπορούσαν να κάνουν ότι “ανεξήγητα” δεν έκαναν τους προηγούμενους μήνες οι συνάδελφοι τους .
Να καταβάλουν τους Έλληνες
«Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθή προς τα οπίσω. Εμψυχώσατε άνδρας σας και τονώσατε το ηθικόν των. Προμηνύεται λυσσώδης επίθεσις του εχθρού, η οποία οπωσδήποτε θα αποκρουσθή και θα συντριβή. Τηρήσατέ με ενήμερον τακτικής καταστάσεως. Επαναλαμβάνω, τότε μόνον θα διέλθη ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας».
Αυτή ήταν η πρώτη διαταγή του Κασλά προς τους Λοχαγούς και τους Δοιμιρίτες του, πάνω στο 731.Γραμμένη στο αμπρί χειρόγραφα ,την ώρα ακριβώς που έπαυε το πρώτο τρίωρο μπαράζ των Ιταλών,
“…τότε μόνον θα διέλθη ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας».
Ακόμη ένα “τοις κείνων ρήμασι..” δηλαδή .Κι ακόμη ένα “κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν…”
Ο Κρητικός ανθυπολοχαγός κι οι Θεσσαλοί νεκροί του “731” ακολούθησαν αυτήν την θεμελιακή ,παγιωμένη στους αιώνες προγονική εντολή κατά γράμμα…
*O Σκυβαλάκης σκοτώθηκε τη νύχτα της 11ης προς την 12η Μαρτίου του 1941.Το “731” είxε αποκρούσει ήδη πέντε Ιταλικές επιθέσεις.
** Η επίσημη Ιταλική καταγραφή απωλειών αναφέρεται σε περίπου 12.000 νεκρούς από την σύγκρουση με τους Ελληνες στην Αλβανία.Δεν προσμετρά ωστόσο σχεδόν 26.000 “αγνοούμενους” (πέραν των 25.000 αιχμαλώτων ) οι περισσότεροι από τους οποίους ουδέποτε επέστρεψαν στα σπίτια τους και παρέμειναν αγνοούμενοι ,διότι απλά ήταν οι νεκροί που έθαψαν οι Έλληνες όταν καταλαμβάναν τις Ιταλικές θέσεις.
-Το κείμενο στηρίχτηκε στην παρουσίαση των ψυχολογικών παραμέτρων της μάχης, του Πανεπιστημιακού Ιωάννη Σταμούλου, όπως αυτό παρουσιάστηκε στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης το 2006.Ο ίδιος έχει καταγράψει τις μαρτυρίες των Κανέλλα και Κόγια.
–Η συνδρομή του Γεώργιου Σιούλα στο μικρό αυτό πόνημα υπήρξε καίρια. Σ’ αυτόν οφείλεται το έναυσμα .Οι περισσότερες φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο προέρχονται από το αρχείο του ,όπως και η πολύτιμη χειρόγραφη πρώτη διαταγή του Κασλά (πρόκειται για ένα από τα αντίγραφα του πολύγραφου από το διοικητήριο μάχης του 731)
— Ευχαριστώ θερμά, την οικογένεια του Ελευθέριου Σκυβαλάκη και ειδικά τους ανιψιούς του Γιάννη Τσιχλή και Χριστόδουλο Δολαψάκη, για την εκχώρηση της φωτογραφίας, η οποία «προσωποποίησε» τις δραματικές αφηγήσεις των συμπολεμιστών του.