της Φαίης Σφακιωτάκη
Ρεκόρ κατέγραψαν οι κρητικές εξαγωγές το 2023, οι οποίες ανήλθαν στα 885,6 εκ. ευρώ, έναντι 688 εκ. ευρώ το 2022. Αξιοσημείωτο ωστόσο είναι το γεγονός πως αν και συνολικά το περασμένο έτος το πρόσημο ήταν θετικό, το β’ εξάμηνο του 2023 καταγράφηκε πτώση κατά 50 εκ. ευρώ, λόγω μείωσης της ελαιοπαραγωγής.
«Η πτώση θα ήταν μεγαλύτερη από τα 45-50 εκ. ευρώ ή 12,6% εάν η τιμή δεν ήταν τόσο υψηλή. Θεωρώ ότι και το α’ τρίμηνο του 2024 θα έχουμε πτώση. Όταν στο εξάμηνο είχαμε πτώση, θα έχουμε και στο α’ τρίμηνο. Θα είναι πάρα πολύ δύσκολη χρονιά» τόνισε στην Τηλεόραση CRETA ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων Κρήτης, Αλκιβιάδης Καλαμπόκης. Όπως ξεκαθάρισε, η πορεία των εξαγωγών της Κρήτης εξαρτάται κυρίως από την πορεία του ελαιολάδου, καθώς αυτό αποτελεί περίπου το 70% των κρητικών εξαγωγών στην κατηγορία τροφίμων και ποτών ή διαφορετικά το 50% του συνόλου των εξαγωγών της Κρήτης. «Τα χημικά – πλαστικά είναι σε μια σταθερότητα, με μια φάση ανόδου. Ο αγροδιατροφικός τομέας είναι αυτός που κινεί τα νούμερα. Το 70% είναι το ελαιόλαδο, 22-25% τα νωπά κηπευτικά και το υπόλοιπο 5-8% είναι όλες οι άλλες κατηγορίες των προϊόντων που εξάγουμε.»
Η πρωτόγνωρη εκτόξευση της τιμής του ελαιολάδου χάρισε χαμόγελα στους παραγωγούς, ωστόσο από την άλλη επισημαίνεται ότι το χαμόγελο έχει παγώσει στους καταναλωτές. Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Piepoli, ένας στους τρεις Ιταλούς έχει μειώσει την κατανάλωση ελαιολάδου, ενώ το 45% των Ιταλών έχει στραφεί προς το σπορέλαιο.
«Λόγω της προσφοράς και της ζήτησης, όταν η παραγωγή πέφτει – το ελαιόλαδο στην Ελλάδα έχει πέσει φέτος περίπου 50-60% – μοιραία η τιμή αυξάνεται. Λόγω της ανεπάρκειας της ποσότητας του ελαιολάδου, αλλά και λόγω της σημαντικής αύξησης της τιμής σε όλη τη Μεσόγειο, ένα μέρος του καταναλωτικού κοινού έχει στραφεί σε έλαια τα οποία είναι χαμηλότερης αξίας ανά κιλό» σημείωσε ο Γενικός Διευθυντής της Ένωσης Super Market Ελλάδος, Απόστολος Πεταλάς.
«Το κρητικό ελαιόλαδο το οποίο έχει κατακτήσει θέση στο εξωτερικό, δεν είναι η πρωτεύουσα επιλογή, όπως είναι σε εμάς στην καθημερινή διατροφική μας παιδεία. Άρα λοιπόν προφανώς και βλέπουμε ο καταναλωτής να αλλάζει τη συνήθειά του. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να κρατηθεί η τιμή τόσο ψηλά, γιατί θα χάσουμε τις αγορές. Εναλλακτικά, θα πουλάμε μόνο χύμα σε Ιταλία κι Ισπανία, οι οποίες προσπαθούν να κρατήσουν αυτές τις αγορές με τα συμβόλαια που έχουν. Έχουμε κάνει πολυετή αγώνα να καταφέρουμε το 5% του τυποποιημένου ελαιολάδου να το φτάσουμε έως και 30% ανάλογα με τη χρονιά. Όταν όμως δεν υπάρχουν ποσότητες, αυτό το ποσοστό πέφτει, γιατί έρχεται ο Ιταλός και αγοράζει» υπογράμμισε ο κ. Καλαμπόκης και παράλληλα ανέφερε μια νέα πρακτική που επιχειρεί να δημιουργήσει πιο προσιτές επιλογές για τους καταναλωτές. «Υπάρχουν πλέον και προσμίξεις με ελαιόλαδο, κάτι που επιτρέπεται σε ορισμένες χώρες, όπως για παράδειγμα στην Αμερική. Στην εμπρόσθια ετικέτα μπορεί να αναγράφει ότι έχει 20% παρθένο ελαιόλαδο και το υπόλοιπο 80% να είναι άλλα λάδια. Κι αυτό γίνεται για να πέσει η τιμή. Το βλέπουμε λοιπόν στην Αμερική σαν ένα κίνημα που ξεφυτρώνει σιγά σιγά.»
Ο πληθωρισμός συνολικά στην κατηγορία των τροφίμων «τρέχει» με 8,3% σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Ιανουάριο, με το ελαιόλαδο να αναδεικνύεται «πρωταθλητής» των ανατιμήσεων, καταγράφοντας άνοδο 67,4% μέσα σε ένα χρόνο. Οι τιμές χονδρικής πώλησης σήμερα σε επίπεδο Κρήτης κυμαίνονται από 8,50 έως 9 ευρώ, καταγράφοντας ελαφρά μείωση σε σχέση με το Φεβρουάριο. Εντούτοις, αυτό που τονίζεται είναι ότι επικρατεί στασιμότητα στην αγορά εδώ και αρκετό διάστημα. «Οι παραγωγοί μου εμένα δεν έχουν έρθει να μου ζητήσουν να πουλήσουν λάδι. Δηλαδή το κρατάμε στις δεξαμενές, γιατί θεωρούν ότι θα ανέβει η τιμή κι άλλο» ανέφερε ο Πρόεδρος του Β’ Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Ιεράπετρας, Μάρκος Αγιαννιωτάκης.