Οι γενοκτονίες αποτελούν ένα από τα σοβαρότερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ό όρος αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Raphael Lemkin, το 1944, όταν χαρακτήρισε τις ατομικές ή ομαδικές πράξεις εις βάρος εθνικών, φυλετικών, ή άλλων ομάδων με σκοπό την εξαφάνισή τους ως «γενοκτονία».
Τα ουσιαστικά βήματα για την αναγνώριση της γενοκτονίας ως «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» έγινε με την υιοθέτηση της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, με την υπ. αριθμ. 260Α (ΙΙΙ) Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στις 9/12/1948, ενώ στις 14 Οκτωβρίου 1950 επικυρώθηκε η Σύμβαση για την Γενοκτονία από τους Αντιπροσώπους των Τεσσάρων Κρατών (Κορέα, Αϊτή, Ιράν, Γαλλία και Κόστα Ρίκα).
Σύμφωνα με το καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου γενοκτονία συντελείται όταν διαπράττονται με την πρόθεση ολικής ή μερικής καταστροφής μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας ένα ή όλα από τα παρακάτω:
-ανθρωποκτονία με πρόθεση μελών της ομάδας,
-πρόκληση βαριάς σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας,
-εκ προθέσεως επιβολή συνθηκών, με υπολογισμό να επιφέρουν καταστροφή (ολική ή εν μέρει) επί της ομάδας που βάλλεται,
-βιασμοί και άλλες μορφές σεξουαλικής βίας εις βάρος ατόμων της ομάδας,
-επιβολή μέτρων που σκοπίμως παρεμποδίζουν τις γεννήσεις εντός της ομάδας, ή/και
-δια της βίας μεταφορά παιδιών από την ομάδα που βάλλεται σε άλλη ομάδα.
Γενοκτονία συντελείται ακόμη και όταν η πράξη έβλαψε έστω και μόνο ένα άτομο από την ομάδα, εφόσον αποδειχτεί ότι ο δράστης ή οι δράστες είχαν την πρόθεση της εξόντωσης του ατόμου αυτού, ώστε να βλάψουν ολόκληρη την ομάδα, ή ότι ο δράστης είχε την πρόθεση επανάληψης της πράξης του σε άλλα μέλη της ίδιας ομάδας ή άλλης ομάδας για τους ίδιους λόγους.
Πράξη τέτοια είναι και ο βιασμός γυναικών και παιδιών εν καιρώ πολέμου, ή εν καιρώ πολιτικών ή/και κοινωνικών αναταραχών.
Η πρώτη υπόθεση βιασμών, που τιμωρήθηκε από διεθνές ποινικό δικαστήριο, ως πράξη γενοκτονίας ήταν η υπόθεση Akayesu.
Κατά την διάρκεια της γενοκτονίας της Ρουάντα το 1994, ο Akayesu μετατράπηκε από αξιοσέβαστος ηγέτης της κοινότητας Τάμπα σε αιμοσταγή δήμαρχο του χωριού. Ο bourgmestre (Δήμαρχος) Akayesu, κατά την έναρξη της γενοκτονίας και για κάμποσο διάστημα κατάφερε να κρατήσει μακριά από το χωριό τους τους πολιτοφύλακες και προστάτευσε τον πληθυσμό από τις μαζικές δολοφονίες. Μετά, ωστόσο, από την συνάντηση των δημάρχων με τους ηγέτες της προσωρινής κυβέρνησης (οι οποίοι φημολογείται ότι ενορχήστρωσαν την γενοκτονία) στις 18 Απριλίου, ο Akayesu υιοθέτησε την βία ως modus operandi. Ξεκίνησε να υποκινεί τους πολίτες να συμμετέχουν σε δολοφονίες και μετέτρεψε τα άλλοτε ασφαλή καταφύγια σε κέντρα βασανιστηρίων, βιασμών και δολοφονιών.
Καθώς, η πλάστιγγα του πολέμου άρχισε να γέρνει εις βάρος του, ο Akayesu διέφυγε στο Ζαΐρ και από εκεί στη Ζάμπια, όπου και συνελήφθη τον Οκτώβριο του 1995. Δικάστηκε ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Ρουάντα και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για γενοκτονία, καθώς για πρώτη φορά σε διεθνές επίπεδο ο βιασμός εκτιμήθηκε ως συστατικό στοιχείο του εγκλήματος της γενοκτονίας.
Η απόφαση Akayesu αποτέλεσε την πρώτη περίπτωση με την οποία αναγνωρίστηκε η πράξη του βιασμού ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, καθώς και ως πράξη που μπορούσε να προκαλέσει βαριά σωματική ή διανοητική βλάβη, έστω και σε ένα μέλος της ομάδας.
Ο βιασμός, μεμονωμένος ή ομαδικός, αποτελεί μια πράξη καταναγκασμού και φυσικής εισβολής σεξουαλικού χαρακτήρα, που οδηγεί στην εξόντωση των θυμάτων, μέσω της υπονόμευσης του ηθικού, της θέλησης, της συνοχής και της αυτοσυνειδησίας. Καθώς, οι γυναίκες προφυλάσσουν την οικογένειά τους και τις κοινότητες τους, η σωματική και η συναισθηματική καταστροφή τους από τους βιαστές τους δύνανται να επιφέρουν και την καταστροφή της κοινωνικής και πολιτιστικής σταθερότητας των πολιτισμών και των εθνών που βάλλονται.
Και αληθεύει ότι μέσω της πράξης του βιασμού οι δράστες επιδιώκουν την υπονόμευση της προσωπικότητας και της ανθεκτικότητας των θυμάτων τους. Αυτό όντως έχει βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες στους δεσμούς της οικογένειας και της κοινωνικής συνοχής των κατακτημένων. Τα βασικά αυτά χαρακτηριστικά συνδέουν το ειδεχθές έγκλημα με τον ορισμό της γενοκτονίας, καθώς τα παραπάνω αγαθά που υπονομεύονται, κατόπιν ενός βιασμού, αποτελούν στοιχεία της ταυτότητας των ομάδων και των εθνών που βάλλονται.
Σε κάθε περίπτωση πολεμικής σύρραξης, οι γυναίκες και τα παιδιά είναι εκτεθειμένες σε καθεστώτα βαρβαρότητας, όπου η ζωή τους χάνει κάθε αξία.
Αν και πλέον ο βιασμός εν καιρώ πολέμου αναγνωρίζεται ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, υπάρχει ακόμη μεγάλο κενό ως προς την άμεση απονομή δικαιοσύνης υπέρ των θυμάτων.
Η πολύ σημαντική παρακαταθήκη, μέσω των ad hoc διεθνών ποινικών δικαστηρίων, τόσο για την Ρουάντα, όσο και για την πρώην Γιουκοσλαβία, καθώς και οι σχετικές αποφάσεις δύνανται να αποτελέσουν ισχυρό νομικό όπλο στην απονομή της παγκόσμιας δικαιοσύνης, που θα επιβάλλει την τάξη σε κοινωνίες που εδώ και αιώνες ταλανίζονται από τα ίδια προβλήματα.
Προβλήματα κατά της ανθρωπότητας που τα προκαλούν με ωμότητα οι ίδιοι υπεύθυνοι, με την ίδια συχνότητα, σε ίδιες ή παρόμοιες καταστάσεις ανασφάλειας και πολιτικών αναταραχών.
Άνθρωποι που χρησιμοποιούν την εξουσία τους για να ελέγξουν και να καταστρέψουν ανθρώπους, κοινότητες, έθνη, σώματα και ψυχές.
Πολλές οι περιπτώσεις γενοκτονίας, άπειρες οι περιπτώσεις των βιασμών και της σεξουαλικής δουλείας, στην παγκόσμια ιστορία, ελάχιστες οι έως τώρα καταδίκες, δυστυχώς.