Μεγιστάνας της ενέργειας, δισεκατομμυριούχος και ένας από τους μεγαλύτερους φιλάνθρωπους της Αμερικής. Με αυτές τις λέξεις η Frankfurter Allgemeine Zeitung παρουσιάζει τον Τζορτζ Μίτσελ, τον Αμερικανό δεύτερης γενιάς με καταγωγή από την Ελλάδα, που ήταν πρωτοπόρος σε θέματα περιβαλλοντικής και οικονομικής βιωσιμότητας, έναν όρο που όταν μεγαλούργησε ήταν σχεδόν άγνωστος, αλλά στην εποχή μας αποτελεί ζητούμενο. Ο μεγιστάνας πέθανε το 2013, στο σπίτι του στο Γκάλβεστον, σε ηλικία 94 ετών.
Πέραν όλων των άλλων, ο Μίτσελ, που κατά σύμπτωση το δεύτερο όνομά του ήταν Φειδίας, ίδρυσε στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 την κοινότητα Γούντλαντς, που συνδυάζει μια νέα μορφή οικισμού που σέβεται τη φύση. Έχοντας συνεργαστεί με προνοητικούς πολεοδόμους της εποχής, ο Μίτσελ δεν ήθελε απλώς άλλο ένα προάστιο, αλλά και ένα μέρος που θα μπορούσε να προσελκύσει επιχειρήσεις και να αποτελεί βάση εργασίας, ώστε οι κάτοικοι να έχουν πρόσβαση στη δουλειά με τα πόδια ή το αυτοκίνητο.
Με τη σύζυγό του δημιούργησαν το Ίδρυμα «Cynthia and George Mitchell Foundation». Το ίδρυμα χρηματοδοτεί έργα που προάγουν το περιβάλλον, την κοινωνική ισότητα και την οικονομία, στον τομέα της καθαρής ενέργειας, της βιωσιμότητα του φυσικού αερίου, την βιωσιμότητα και το νερό.
Το «βιώσιμο» όνειρο ενός μεγιστάνα
Στον Τζορτζ Μίτσελ και στο όραμά του για μια κοινωνική βιώσιμη πόλη αναφέρεται και η γερμανική FAZ.
«Ο Μίτσελ ίδρυσε την κοινότητα Γούντλαντς, βόρεια του Χιούστον, μέσα της δεκαετίας ‘70 σε 117 τετραγωνικά χιλιόμετρα δασικής έκτασης τα οποία αγόρασε. Στόχος του ήταν να δημιουργήσει εκεί μια μορφή οικισμού, που να βρίσκεται σε αρμονία με τη φύση».
«Στις ΗΠΑ η καταγωγή διαδραματίζει μικρότερο ρόλο στην πορεία που θα πάρει κανείς στη ζωή του σε σύγκριση με άλλες χώρες. Ο πατέρας του Μίτσελ μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όντας ένας φτωχός, αναλφάβητος βοσκός στην Ελλάδα. Η οικογένειά του, η οποία είχε εγκατασταθεί στο Γκάλβεστον, νότια του Χιούστον, βρισκόταν διαρκώς αντιμέτωπη με οικονομικά προβλήματα. (…) Ο Τζορτζ Μίτσελ εξελίχθηκε σε μεγιστάνα της ενέργειας, δισεκατομμυριούχο και έναν από τους μεγαλύτερους φιλάνθρωπους της Αμερικής. Και ελάχιστα μαρτυρούσαν τότε ότι θα εξελισσόταν και σε πρωτοπόρο σε θέματα βιωσιμότητας», γράφει η εφημερίδα.
Γιος αναλφάβητου βοσκού Έλληνα μετανάστη
Η πορεία του Τζορτζ Μίτσελ δεν ήταν εύκολη. Μπορεί το 2004 το όνομά του να βρέθηκε στους 500 πλουσιότερους ανθρώπους παγκοσμίως, σύμφωνα με το Forbes, όμως ο πατέρας του, με καταγωγή από την Αρκαδία, ήταν φτωχός και αναλφάβητος.
«Ο πατέρας του Μίτσελ (Σάββας Παρασκευόπουλος) μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όντας ένας φτωχός, αναλφάβητος βοσκός στην Ελλάδα. Η οικογένειά του, η οποία είχε εγκατασταθεί στο Γκάλβεστον, νότια του Χιούστον, βρισκόταν διαρκώς αντιμέτωπη με οικονομικά προβλήματα. (…) Ο Τζορτζ Μίτσελ εξελίχθηκε σε μεγιστάνα της ενέργειας, δισεκατομμυριούχο και έναν από τους μεγαλύτερους φιλάνθρωπους της Αμερικής. Και ελάχιστα μαρτυρούσαν τότε ότι θα εξελισσόταν και σε πρωτοπόρο σε θέματα βιωσιμότητας», γράφει η FAZ.
Έλεγαν ότι απλώς σπαταλά τον χρόνο και τα χρήματά του
Διθυραμβικό κείμενο έχει γράψει για τον Μίτσελ και ο Economist. «Λίγοι επιχειρηματίες έχουν κάνει τόσα πολλά για να αλλάξουν τον κόσμο όσο ο Τζορτζ Μίτσελ», αναφερόταν.
«Η άνοδος (στην εκμετάλλευση σχιστολιθικού αερίου) έχει βοηθηθεί από διάφορους παράγοντες… Αλλά η μεγαλύτερη διαφορά οφείλεται στις προσπάθειες ενός ανθρώπου: του Τζορτζ Μίτσελ… που είδε τις δυνατότητες βελτίωσης μιας γνωστής τεχνολογίας, του fracking, για να προσεγγίσει τα κοιτάσματα αερίου. Μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου ενδιαφέρθηκαν για το σχιστολιθικό αέριο, αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν την ανακάλυψη στο fracking για να εκμεταλλευτούν το αέριο. Ο κ. Μίτσελ ξόδεψε δέκα χρόνια και 6 εκατομμύρια δολάρια για να λύσει το πρόβλημα…. Όλοι, έλεγε, του είπαν ότι απλώς σπαταλά τον χρόνο και τα χρήματά του».
Σήμερα, η κοινότητα Γούντλαντς εξακολουθεί να παραμένει πρωτοποριακή, παρότι δημιουργήθηκε πριν πέντε δεκαετίες. Μόνο φέτος θεωρείται η καλύτερη κοινότητα για διαβίωση στις ΗΠΑ, ενώ πρόσφατα, η Rocket Mortgage την συμπεριέλαβα στη λίστα των καλύτερων περιοχών για να μεγαλώσει κανείς μια οικογένεια.