Την περασμένη εβδομάδα αρκετοί ασχολήθηκαν με την πρόταση της μείζονος αντιπολίτευσης για την έκτακτη φορολόγηση των (υπερ)κερδών των τραπεζών. Πολλοί ασχολήθηκαν με το ποσό που θα εισρεύσει στα δημόσια ταμεία (εάν είναι 200 ή 300 εκατομμύρια ευρώ). Λιγότεροι ασχολήθηκαν με το συμβολισμό. Υπαρκτός και καίριος. Να φανεί ότι η πολιτεία διανέμει δίκαια τα βάρη και φορολογεί τον εύκολο πλουτισμό. Ακόμη λιγότεροι, όμως, ασχολήθηκαν με την ουσία. Το πρόβλημα είναι να φορολογηθούν περαιτέρω οι τράπεζες ή να πάψουν να πλουτίζουν σε βάρος μας;
Πράγματι, το βασικό διακύβευμα μιας δίκαιης κοινωνίας είναι να μην «πριμοδοτούνται» κάποιοι έναντι των άλλων. Και η μεροληπτική μεταχείριση υπέρ των τραπεζών είναι αδιαμφισβήτητη. Από το 2015 και εντεύθεν Κώδικας ο Πολιτικής Δικονομίας και ο Πτωχευτικός Κώδικας γράφηκαν καθ’ υπόδειξή τους. Άπειρα προνόμια στο πεδίο της είσπραξης της απαίτησης, ελάχιστες υποχρεώσεις. Ο «δικαστικός έλεγχος» διενεργείται με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, λόγω της μεγαλύτερης κολυμβήθρας των ποικίλων ανονημάτων: της ελληνικής βουλής.
Την ίδια ώρα, οι τράπεζες συνομολόγησαν πριν ακριβώς ένα χρόνο «καρτελοποίηση» της αγοράς, αλλά «έπεσαν στα μαλακά». Το πρόστιμο της Επιτροπής Ανταγωνισμού ουδόλως προβλημάτισε λόγω του χαμηλότατου ύψους του. Οι διοικήσεις των παρανομούντων τραπεζών δεν λογοδότησαν για την παραβίαση του ελεύθερου ανταγωνισμού ούτε στους μετόχους τους ούτε στην πολιτεία (τουλάχιστον όσοι διορίστηκαν με επίνευση της κυβέρνησης) ούτε στη Δικαιοσύνη.
Το πρόβλημα, όμως, παραμένει. Αδικαιολόγητα υψηλά προμήθειες, χαμηλά επιτόκια καταθέσεων, υψηλά επιτόκια χορηγήσεων και αδυναμία χρηματοδότησης με κριτήριο την επιχειρηματική ιδέα, ιδίως των μικρομεσαίων, οδηγούν το υφιστάμενο τραπεζικό σύστημα στην ανυποληψία και τη χώρα σε μόνιμη καθίζηση. Ανάπτυξη χωρίς σοβαρούς τραπεζίτες δεν μπορεί να υπάρξει. Ούτε κοινωνική ηρεμία. Τράπεζες και κυβέρνηση θα το καταλάβουν γρήγορα. Αρκεί να μην είναι αργά για τη χώρα…