Στη γραμμή τερματισμού θα κριθεί το φετινό στοίχημα του τουρισμού, με τις μέχρι τώρα ενδείξεις, ωστόσο, να μαρτυρούν ότι το σενάριο που προβλέπει επιδόσεις υψηλότερες κι από εκείνες του 2019 είναι πολύ πιθανό. Την ίδια στιγμή βέβαια, οι αμφιβολίες για μη κερδοφορία ακόμα και φέτος αλλά και για μειωμένη κίνηση στη συνέχεια, ενόψει των ανατιμήσεων σε ενέργεια και άλλα βασικά αγαθά, παραμένουν.
Τα έσοδα μέχρι τώρα
Σημάδι αισιοδοξίας για τον τελικό λογαριασμό του κλάδου που εισφέρει άμεσα και έμμεσα το 25% του ΑΕΠ της χώρας, αποτελούν τα μέχρι τώρα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδας, σύμφωνα με τα οποία οι επιδόσεις μέχρι και τον Αύγουστο έχουν ξεπεράσει τον στόχο του προϋπολογισμού που προέβλεπε ανάκτηση έως και 80% του χαμένου εδάφους του 2019.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΤτΕ, τον τελευταίο μήνα του καλοκαιριού οι τουριστικές αφίξεις αυξήθηκαν κατά 44% και οι σχετικές εισπράξεις κατά 28,1% σε σχέση με τον Αύγουστο του 2021. Συγκριτικά με τον Αύγουστο του 2019 οι αφίξεις ανήλθαν στο 86,8% και οι εισπράξεις στο 98,5%.
Επιπλέον, σε επίπεδο οκταμήνου, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν κατά 121,8% ενώ οι σχετικές εισπράξεις κατά 92,1% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021, αντιπροσωπεύοντας παράλληλα το 87,6% και το 96,4% των αντίστοιχων επιπέδων τους το 2019.
Για την ακρίβεια το 8μηνο, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ανήλθαν στα 12,749 δισ. ευρώ και μόνο τον Αύγουστο τα 4,042 δισ. ευρώ. Την χρυσή για τον τουρισμό χρονιά του 2019, οι εισπράξεις το εξεταζόμενο διάστημα έφταναν τα 13,2 δισ. ευρώ ενώ μόνο τον Αύγουστο του 2019 έφτασαν τα 4,1 δισ. ευρώ. Έτσι η υστέρηση σε επίπεδο 8μήνου, σε σχέση με την χρονιά ρεκόρ του 2019 υπολογίζεται στα 451 εκατ. ευρώ.
Η κίνηση Σεπτεμβρίου – Οκτώβριου
Η εικόνα είναι θετική, ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς τις πρώιμες ενδείξεις για τους μήνες Σεπτέμβριο κι Οκτώβριο. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν συμβαδίζει με τα σημάδια υπεραισιοδοξίας που εκπέμπονται κατά διαστήματα, αφού στην φετινή εξίσωση θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το αυξημένο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων λόγω ανατιμήσεων σε ενέργεια και άλλα βασικά αγαθά.
Σε αυτές τις πρώιμες ενδείξεις, περιλαμβάνονται για παράδειγμα οι επιδόσεις του μεγαλύτερου αεροδρομίου της χώρας. Βάσει των προκαταρκτικών στοιχείων που δημοσιοποιήθηκαν αυτή την εβδομάδα, ο Οκτώβριος ήταν ο καλύτερος μήνας για το Ελ. Βενιζέλος, με την ψαλίδα μεταξύ 2022 -2019 να κλείνει περαιτέρω και την επιβατική κίνηση να καταγράφει υστέρηση της τάξης του 0,5% σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα.
Ειδικότερα, σύμφωνα, με τα προκαταρκτικά στοιχεία, ο συνολικός αριθμός των ταξιδιωτών που διακινήθηκαν στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» έφτασε τα 2,29 εκατ. έναντι 2,3 εκατ. τον αντίστοιχο μήνα του 2019 – υστέρηση μόλις -0,5% σε σχέση με την περίοδο προ πανδημίας. Κατά τους δέκα πρώτους μήνες του έτους ωστόσο, η επιβατική κίνηση του αεροδρομίου έφτασε τα 19,5 εκατ., παραμένοντας μειωμένη κατά 12,2% σε σχέση με το 2019.
Αντίστοιχα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Fraport που διαχειρίζεται τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια, η επιβατική κίνηση τον Σεπτέμβριο έφτασε τα 4,787 εκατ. και καταγράφηκε αυξημένη κατά 7,2% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019 όπου είχαν διακινηθεί 4,464 εκατ. επιβάτες.
Σε επίπεδο εννεαμήνου αντίστοιχα, η επιβατική κίνηση έφτασε τα 27,004 εκατ. έναντι 26,201 εκατ. το εννεάμηνο του 2019, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 3,1% σε σχέση με την χρυσή χρονιά.
Οι επιδόσεις των ξενοδοχείων
Σε θετικό έδαφος έναντι του 2019 κινήθηκαν και οι επιδόσεις των ελληνικών ξενοδοχείων από Μάιο έως και Σεπτέμβριο, σε αντίθεση με τους πρώτους τέσσερις μήνες της χρονιάς που το πρόσημο ήταν αρνητικό. Σύμφωνα με τα μηνιαία στοιχεία για τις αποδόσεις των ξενοδοχείων που συλλέγει η εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων GBR Consulting, το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2022 ο αριθμός των διανυκτερεύσεων ήταν μειωμένος κατά 11,8% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019, οι εισπράξεις όμως κινήθηκαν ανοδικά φτάνοντας το συν 13,1% σε σχέση με το τελευταίο έτος «κανονικότητας».
Παρότι οι πρώτοι τέσσερις μήνες του τρέχοντος έτους έκλεισαν με αρνητικό πρόσημο σε επίπεδο εσόδων – ο Ιανουάριος έκλεισε στο -53% σε σχέση με το 2019, ο Φεβρουάριος στο -49%, ο Μάρτιος στο -32% και ο Απρίλιος στο -3% – το πεντάμηνο Μαΐου – Σεπτεμβρίου κινήθηκε σε θετικό έδαφος, με νούμερα καλύτερα από εκείνα του 2019. Σε επίπεδο εισπράξεων των ελληνικών ξενοδοχείων, ο Μάιος έκλεισε στο +13%, ο Ιούνιος στο +17% και οι επόμενοι τρεις δυνατοί μήνες, Ιούλιος, Αύγουστος και Σεπτέμβριος στο +19% έκαστος σε σχέση με το 2019.
Δεδομένου ότι οι τουρίστες που έφτασαν στην χώρα μας ήταν αριθμητικά λιγότεροι από αυτούς που επισκέφτηκαν την Ελλάδα το 2019, οι καλές επιδόσεις εδράζονται στην αύξηση της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι. Σύμφωνα με την GBR Consulting, έως τον Αύγουστο του 2022 σημειώθηκε αύξηση 10,6% στον μέσο όρο των δαπανών ανά ταξίδι, από 591 ευρώ το 2019 σε 654 ευρώ το 2022.
Οι ελπίδες και οι φόβοι για την συνέχεια
Ο καλός καιρός και η επιστροφή του επαγγελματικού τουρισμού, των συνεδρίων και των εκθέσεων, αναμένεται να ευνοήσει Οκτώβριο και Νοέμβριο – τουλάχιστον τις πρώτες δύο εβδομάδες – φέρνοντας τον κλάδο πιο κοντά στον στόχο της υπέρβασης των επιδόσεων του 2019.
Πέρα από τον αγώνα δρόμου για να καλυφθεί πλήρως το χαμένο έδαφος της πανδημίας όμως, ο κόσμος του τουρισμού αναμένει να δει τις εκκαθαρίσεις της χρονιάς, μετά τις αποπληρωμές των φουσκωμένων υποχρεώσεων σε ενέργεια και προμηθευτές, για να πει ότι το στοίχημα κερδήθηκε.
Την ίδια στιγμή μάλιστα εκφράζει φόβους για τον χειμώνα αλλά και για την επόμενη χρονιά, δεδομένου ότι οι βασικές αγορές-τροφοδότες του ελληνικού τουρισμού αντιμετωπίζουν μεγάλα θέματα με τον πληθωρισμό και την ακρίβεια. Αντίστοιχοι φόβοι εκφράζονται και για το φαινόμενο των πολλαπλών ταχυτήτων, το οποίο παρατηρήθηκε και φέτος και εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και του χρόνου, δεδομένου ότι οι μεσαίου εισοδήματος τουρίστες πλήττονται περισσότερο από την κρίση.
Αυτός είναι και ο λόγος που τα βλέμματα είναι στραμμένα την επερχόμενη έκθεση τουρισμού του Λονδίνου, γνωστή και ως World Travel Market, όπου θα δοθούν τα πρώτα δείγματα για του χρόνου. Η έκθεση κρίνεται ιδιατέρως σημαντικά, ειδικά εφόσον η Μ. Βρετανία καταγράφηκε φέτος ως μια από τις βασικότερες αγορές τροφοδότες της χώρας.