Μια ανάσα πριν από την έναρξη της τουριστικής σεζόν άνοιξε ο δρόμος για τη μαζική εισαγωγή εργαζομένων κυρίως από το Μπανγκλαντές προκειμένου να καλυφθούν σε έναν βαθμό οι κενές θέσεις στον τουρισμό, οι οποίες φέτος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κλάδου, θα ξεπεράσουν τις 80.000, από 60.225 που είχαν καταγραφεί κατά την περσινή τουριστική περίοδο.
Με πρόσφατη Κοινή Υπουργική Απόφαση εντάσσεται για πρώτη φορά επίσημα ο τουρισμός στους κλάδους που μπορούν να δέχονται για εργασία πολίτες τρίτων χωρών. Να σημειωθεί ότι η προηγούμενη υπουργική απόφαση πριν από δύο χρόνια προέβλεπε συνολικά 100.000 μετακλητούς για τους κλάδους της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας.
Το επόμενο βήμα είναι να δημοσιευθούν τα ΦΕΚ που θα ορίζουν τις ειδικότητες και τον επιτρεπόμενο αριθμό μετακλητών εργαζομένων από τρίτες χώρες όπως το Μπανγκλαντές, το Πακιστάν, η Συρία και η Αίγυπτος για κάθε περιφέρεια.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, θα ενισχυθούν η πρεσβεία και το προξενείο μας στην Ινδία, ώστε να βγαίνουν γρήγορα οι βίζες εργασίας για να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος στη δίνη της γραφειοκρατίας.
Οι επιχειρηματίες του τουρισμού θεωρούν ότι η εισαγωγή εργαζομένων από την Ασία είναι η μόνη λύση, καθώς ο αγώνας δρόμου στον οποίο είχαν επιδοθεί από τον χειμώνα προκειμένου να προσελκύσουν προσωπικό δεν είχε ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Σεφ και οι μάγειρες
Οι σεφ και οι μάγειρες είναι είδος υπό εξαφάνιση ενώ η ειδικότητα του σομελιέ κατέγραψε τις μεγαλύτερες ελλείψεις πέρυσι, σε ποσοστό 57%. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων, από το σύνολο των ελληνικών ξενοδοχείων ποσοστό 40% εμφανίζει έλλειψη σε τουλάχιστον μία θέση καμαριέρας το 2022, έναντι 38% το 2021. Επισημαίνεται ότι ειδικά οι καμαριέρες είναι στην κορυφή του οργανογράμματος και αντιστοιχούν στο 16% των συνολικών θέσεων εργασίας στα ξενοδοχεία. Ακολουθούν οι σερβιτόροι και οι ρεσεψιονίστ, με ποσοστά 9% και 8% αντίστοιχα επί του συνόλου.
Σημειώνεται ότι 15.000-20.000 εποχικοί υπέβαλαν μεν αιτήσεις επαναπρόσληψης στις ελληνικές επιχειρήσεις, όμως τελικά προτίμησαν να δουλέψουν με καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας στην Ισπανία, στην Ιταλία και την Κροατία.
Τα προηγούμενα χρόνια τις κενές θέσεις κάλυπταν εργαζόμενοι από τα Βαλκάνια, κυρίως από τη Σερβία. Αυτή η αγορά όμως έχει κλείσει και είναι αδήριτη ανάγκη να ανοίξει η αντίστοιχη της Ασίας, αφού βεβαίως αναθεωρηθεί το νομικό πλαίσιο.
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ξενοδοχίας, Εστίασης και Αναψυχής (HOTREC) τονίζοντας ότι για να λυθεί το πρόβλημα πρέπει να αναζητηθούν εργαζόμενοι από τρίτες χώρες, εκτός Ε.Ε., ειδικά για τη διετία 2023-2024. «Οι κενές θέσεις εργασίας θα είναι περισσότερες φέτος από πέρυσι», εκτιμά ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων Γρηγόρης Τάσιος και εξηγεί: «Εχουν ήδη καταγραφεί συγκεκριμένες ανάγκες: 40.000 θέσεις στα ξενοδοχεία και 15.000 στον επισιτισμό. Επικεντρωνόμαστε στους μετακλητούς από το Μπανγκλαντές, γιατί με αυτή τη χώρα έχουμε συνάψει διμερή συμφωνία. Φέτος θα κάνουμε ό,τι προλάβουμε. Το πιο σημαντικό είναι να προετοιμαστούμε ώστε να είμαστε καλά οπλισμένοι τουλάχιστον το 2024. Εμείς προτείναμε να συναφθούν συμβάσεις με τους αλλοδαπούς με χρονικό ορίζοντα 6-9 μηνών και να ισχύσουν οι όροι και οι αμοιβές της συλλογικής σύμβασης του κλάδου. Η Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη προσαρμόσει τις νομοθεσίες τους και καλούν αλλοδαπούς».
Στην ερώτηση αν οι εργαζόμενοι από το Μπανγκλαντές μπορούν να παράσχουν ποιοτικές τουριστικές υπηρεσίες, ο κ. Τάσιος απαντά: «Αν καλύψουμε τις θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης (λαντζέρης, καθαρίστρια, καμαριέρα) με εργαζομένους από το Μπανγκλαντές, θα μπορέσουμε να προσφέρουμε τις θέσεις που απαιτούν δεξιότητες σε Ελληνες εργαζομένους».
Σε επιστολή τους προς την κυβέρνηση, το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΞΕΕ) και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων (ΠΟΞ) ζητούσαν εδώ και μήνες την εισαγωγή εργαζομένων από το εξωτερικό -τρίτες χώρες- προκειμένου να εργαστούν στα ξενοδοχεία και σε άλλους τομείς του τουρισμού, τονίζοντας ότι το 2022 δεν μπόρεσαν να καλυφθούν συνολικά 61.000 θέσεις, ενώ χιλιάδες εργαζόμενοι είχαν ενταχθεί σε έναν «πλειστηριασμό» αμοιβών αλλάζοντας εργοδότη κάθε τρεις και λίγο. Ιδιαίτερη έμφαση έδιναν και στην επίλυση των προβλημάτων που υπάρχουν σε σχέση με τις θεωρήσεις εισόδου τύπου D στις χώρες όπου δεν διαθέτει η Ελλάδα προξενικές αρχές, με την ίδρυση ενδεχομένως visa center.
Οι εκπρόσωποι των ξενοδόχων σημείωναν ακόμη ότι ο κλάδος είναι ένας από τους ελάχιστους της ελληνικής οικονομίας του οποίου οι εργασιακές σχέσεις ρυθμίζονται από μια Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η οποία μάλιστα προβλέπει συγκεκριμένες αμοιβές, πολύ υψηλότερες από τον κατώτατο νόμιμο μισθό, και θεσμικές διασφαλίσεις για τους εργαζομένους σε αυτόν.
Από την πλευρά τους βέβαια οι εργαζόμενοι στον κλάδο, μέσω της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Επισιτισμό – Τουρισμό (ΠΟΕΕΤ), αντιδρούν στην εισαγωγή μετακλητών εργαζομένων από τρίτες χώρες επισημαίνοντας ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν εισοδηματικές και εργασιακές ανισότητες καθώς δεν είναι ξεκάθαρο, μεταξύ άλλων, με ποιους όρους αμοιβής και εργασίας θα δουλεύουν στη χώρα μας οι μετακλητοί εργαζόμενοι, πώς θα διασφαλίζονται αυτοί οι όροι και πόση διάρκεια θα έχει η σύμβασή τους.
Οπως τονίζει ο πρόεδρος της ΠΟΕΕΤ Γιώργος Χότζογλου, «η εισροή 80.000 μετακλητών το καλοκαίρι θα αλλοιώσει το τοπίο της εργασίας τόσο σε επίπεδο εργασιακών δικαιωμάτων όσο και μισθών. Είναι προφανές ότι οι εργοδότες θα παρέχουν πολύ χαμηλότερες αμοιβές με περισσότερες ώρες δουλειάς στους αλλοδαπούς προκαλώντας προβλήματα στον ανταγωνισμό. Επίσης, αν οι παροχές και οι συνθήκες δουλειάς ήταν καλύτερες, οι θέσεις θα καλύπτονταν από 80.000 Ελληνες εργαζομένους και το ποσοστό ανεργίας θα έπεφτε κάτω από το 10% και θα απελευθερώνονταν οι τριετίες».
Παράλληλα, η ΠΟΕΕΤ καταγγέλλει ότι η κλαδική σύμβαση των ξενοδοχοϋπαλλήλων που προβλέπει αυξήσεις έως 5,5% δεν έχει κηρυχθεί από τον υπουργό Εργασίας υποχρεωτική για όλο τον κλάδο τρεις μήνες μετά την υπογραφή της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλά ξενοδοχεία 12μηνης λειτουργίας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη να αμείβουν τους εργαζομένους με τον κατώτατο μισθό των 713 ευρώ με το επιχείρημα ότι δεν είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων και ως εκ τούτου δεν είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόσουν τη σύμβαση.
Να σημειωθεί, τέλος, ότι αντίστοιχες ή και μεγαλύτερες ανάγκες για εισαγόμενους εργαζομένους έχει και ο κλάδος των κατασκευών, κάτι που οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων έχουν γνωστοποιήσει στα συναρμόδια υπουργεία. Σύμφωνα με τις μελέτες, υπάρχει ανάγκη να εισαχθούν συνολικά 200.000 αλλοδαποί, 80.000 για τον τουρισμό και τουλάχιστον 120.000 για τον κατασκευαστικό κλάδο.