Ένα από τα καλά απομεινάρια του περσινού επετειακού έτους για τα 200 χρόνια από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης είναι ότι, παρά τις συνθήκες της πανδημίας και τη γενικότερη ανοργανωσιά που επικράτησε από την επίσημη Πολιτεία, ρίχτηκε φως σε αθέατες πλευρές εκείνης της περιόδου που αφορούν είτε στην τοπική ιστορία είτε στη συνολική ένταξη της Εθνικής Παλιγγενεσίας στο διεθνές περιβάλλον. Μια σοβαρή προσπάθεια έγινε τόσο από επαγγελματίες ιστορικούς όσο και από ερασιτέχνες θεράποντες της Ιστορίας για την ανάδειξη των γεγονότων που σχετίζονται με την Κρήτη. Κάτι που μέχρι πέρυσι δεν είχε γίνει με τον συστηματικό τρόπο που αξίζει στην ιστορία του νησιού και την ένταξή της στο πλαίσιο της νεότερης ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας.
Εκδόσεις, διαδικτυακές εκδηλώσεις, ομιλίες φώτισαν αυτή την ιδιαίτερη περίοδο για την Κρήτη και την Ελλάδα, δίνοντας νέα και πραγματική διάσταση στη συμβολή των Κρητών στο μεγάλο ζήτημα της Ανεξαρτησίας. Ο λόγος που έως σήμερα η ιστορία αυτή ήταν παραγνωρισμένη αφορά καθαρά στο ότι τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην ελλαδική μεγαλόνησο την περίοδο 1821-1830 θεωρούνταν ως στάδια για την επανάσταση του 1866 και τη τελική ενσωμάτωση του νησιού το 1913. Ωστόσο, στην Κρήτη ξέσπασε κανονικά επανάσταση και μάλιστα με τρεις φάσεις, από το 1821-1824, από το 1825 έως το 1828 και από το 1828 έως το 1830.
Επιπλέον, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, η μη ευόδωση του στόχου της ένωσης και της αποτυχίας της επανάστασης σχετίζεται τόσο με τοπικούς όσο και με διεθνείς λόγους. Ένας από τους πιο βασικούς, σε αντίθεση με τη Ρούμελη και τον Μοριά είναι όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει σε συνέντευξή του στον γράφοντα ο Αλέξης Πολίτης, ότι υπήρχε έντονο μουσουλμανικό στοιχείο που έφτανε περίπου στο 40%, ενώ στις προαναφερθείσες περιφέρειες που επικράτησε η Επανάσταση δεν ξεπερνούσαν το 5%. Αν σε αυτό συνυπολογίσουμε ότι οι Κρήτες μουσουλμάνοι ή «τουρκοκρητικοί» ήταν κυρίως εξισλαμισμένοι χριστιανοί, τότε μπορούμε να καταλάβουμε την πολυπλοκότητα των κοινωνικών συνθηκών.
Ένα άλλο επίσης σημαντικό ζήτημα είναι ότι το κυρίως θέατρο της Επανάστασης στην Κρήτη ήταν η Δυτική πλευρά του νησιού και κυρίως τα Σφακιά και αργότερα η Γραμβούσα. Εκεί έπαιξε σημαντικό ρόλο η πολυπλοκότητα των οικονομικών συνθηκών και οι φατρίες μεταξύ των αρχηγών της Επανάστασης. Τα ίδια συνέβαιναν και στην ηπειρωτική επαναστατημένη Ελλάδα, ωστόσο, η συνοχή των Επαναστατών στην Κρήτη ήταν πιο εύθραυστη εκείνη την περίοδο. Ωστόσο, ακόμη και αν η Γραμβούσα κράτησε παραπάνω λόγω της γεωγραφικής της μορφολογίας, η Επανάσταση στην Κρήτη κινητοποίησε τόσο τους ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης, τον διεθνή παράγοντα και φυσικά τους Οθωμανούς που έστειλαν τον αιγυπτιακό στόλο για να την καταπνίξουν.
Έχουμε όμως πολλά ακόμη να μάθουμε αφού οι ερευνητές μας έχουν προετοιμάσει ότι υπάρχει ένα σημαντικό εύρος πηγών, κυρίως οθωμανικών αλλά και ελληνικών, που θα ρίξουν περισσότερο φως σε αυτή την ένδοξη σελίδα των επαναστάσεων του νησιού. Μάλιστα, με το ζήτημα ασχολήθηκαν και ασχολούνται πια έγκριτοι ιστορικοί που ήδη η δουλειά τους έχει αποφέρει σημαντικούς καρπούς. Ποιος γνώριζε για παράδειγμα ότι το «λάδι» ήταν ένα σημαντικό επίδικο για τους επαναστάτες κοκ. Εξάλλου, η ιστορία του τόπου μας είναι και δική μας ιστορία και όσο πιο καθαρά συνδιαλεγόμαστε με το παρελθόν τόσο καλύτερα μπορούμε να σταθούμε στο παρόν και να σχεδιάσουμε το μέλλον.